
Κάποια γυναίκα ἔπραξε μία ἁμαρτία θανάσιμη καί δέν ἐτόλμησε ποτέ νά τήν ἐξομολογηθῇ ἀπό ἐντροπή, ἀλλά καί τήν ἀσχήμια τῆς πράξεως. Ὅμως ἔκαμε πολλές ἀρετές· ἔδινε ἐλεημοσύνες, ἐνήστευε, ἀγρυπνοῦσε, προσηύχετο καί ἐκοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, νομίζοντας, ὅτι ὁ Θεός θά τήν ἐλεήσῃ καί θά τῆς συγχωρήσῃ τήν ἀπόκρυφη ἀνομία, λόγῳ τῶν πολλῶν ἀγαθοεργιῶν της. Τέλος, ἀσθένησε βαρύτατα καί ἐξομολογήθηκε τά λοιπά ἁμαρτήματά της, ἀλλά τήν ἁμαρτία ἐκείνη δέν ἐτόλμησε ἡ δυστυχῆς, καίτοι ἀνέμενε τόν θάνατο, νά τήν ὀμολογήσῃ. Μόνον ἔκλαιε ἡ ταλαίπωρη καί παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά τήν συγχωρήσῃ. Ἀφοῦ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Μετά ἀπό πολλές ἡμέρες, καθώς προσευχόταν μιά θυγατέρα της εἰς τήν κάμαρά της, ὠσφράνθηκε τέτοια δυσωδία, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν ἠμπορῇ νά παραμείνῃ ἐκεῖ. Ἐρευνῶντας νά εὕρῃ ἀπό ποιό μέρος ἤρχετο τόση δυσοσμία, εἶδε ἄνωθεν τοῦ κρεββατιοῦ της μιά σκιά τόσο ἄσχημη καί φοβερωτάτη, ὁπότε μή μπορώντας νά σταθῇ ὄρθια, ἐγονάτισε καί ζητοῦσε βοήθεια ἀπό τό Θεάνθρωπο καί τήν Μητέρα Αὐτοῦ.
Παρευθύς ἦλθε ἀπό τή σκιά φωνή λέγουσα: «Μή φοβᾶσαι θυγατέρα μου· ἐγώ εἶμαι ἡ δύστυχος μητέρα σου». Ἀπό τό λόγο αὐτό ἔλαβε θάρρος ἡ νεαρά καί ἐγερθεῖσα εἶπε πρός αὐτή. «Πῶς εἶναι δυνατόν, ὦ μητέρα μου, νά εἶσαι τόσον δυσώδης καί ἄσχημος, ἐσύ πού ἤσουν τόσον πολύ ἐνάρετος;» Ἡ δέ ἀποκρίθηκε. «Ἐνθυμεῖσαι, ὅτι σοῦ εἶπα μίαν φοράν, πώς ἔπραξα ἕνα θανάσιμον ἀνόμημα καί ποτέ δέν τό εἶπα σέ κανένα Πνευματικόν ἀπό ἐντροπήν; Διά τήν ἁμαρτίαν αὐτήν κατεκρίθην νά βασανίζωμαι ἀτελεύτητα εἰς τήν αἰώνιον κόλασιν καί δέν μέ ὠφέλησαν τά ὑπόλοιπα καλά ἔργα, τά ὁποῖα ἔκαμα». Λέγει – τότε – ἡ κόρη. «Μήπως ἐγώ μπορῶ νά σέ βοηθήσω, πληρώνοντας ἱερεῖς νά τελέσουν θείας Λειτουργίας, δεήσεις, νά κάνω ἐλεημοσύνας, νά δώσω εἰς πτωχοῦς καί Μοναστήρια;» «Κάμε ὁ,τιδήποτε ἠμπορεῖς. Ὁ Κύριος γνωρίζει! Οὐκ ἔστιν ἐν τῷ Ἅδῃ μετάνοια· ὅταν εἶχα τόν καιρόν δέν διωρθώθην μέ ὀλίγον κόπον ἡ ἁμαρτωλή. Τώρα, νομίζω ὅ,τι καί ἄν κάμῃς δέν θά ὠφεληθῶ. Διότι, εὐθύς ὡς ἐξῆλθεν ἡ ψυχή μου ἐκ τοῦ σώματος, μέ ἅρπαξαν οἱ πονηροί δαίμονες καί μέ παρουσίασαν εἰς τό Κριτήριον τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μέ ἐκοίταξε μέ φοβερόν βλέμμα καί ἀποστρέφοντας τό πρόσωπόν του ἀπ’ ἐμοῦ, εἶπε μέ φωνή βροντώδη καί φοβερωτάτη».
«Πορεύου ἀπ’ ἐμοῦ κατηραμένη εἰς τήν ἀτελεύτητον γέενναν». Καί ἀμέσως εὑρέθην εἰς τόν βυθόν τῆς κολάσεως. «Λοιπόν, δέν εἶναι πλέον διά λόγου μου τό ἔλεος· μόνον διά νά λάβετε ἐσεῖς οἱ ζῶντες ὑπόδειγμα συνεχώρησεν ὁ Κριτής νά σοῦ ἐμφανισθῶ σήμερον διά νά κηρύξῃς εἰς πάντας τήν βάσανόν μου, διά νά φυλάγεσθε καί νά μή τό πάθετε σάν ἐμένα. Εἰπέ τοῦ ἀδελφοῦ σου νά διορθώσῃ τήν ζωή του. Ἄφες καί σύ τά στολίδια τοῦ σώματος. Ποτέ σου νά μήν ὀμορφαίνῃς τό πρόσωπον, διότι πολλαί γυναῖκες διά τήν αἰτίαν αὐτήν ἐκολάσθησαν. Ἐάν δέν μέ ἀκούσῃς γρήγορα θά ἔλθῃς καί θά μέ συνοδεύσῃς εἰς τόν ζοφερόν καί ἄχαριν ἐκεῖνον τόπον. Αὐτά σοῦ τά εἶπον διά νά μήν αὐξηθῇ ὁ πόνος μου, ὅταν ἰδῶ καί ἐσᾶς ὀδυνωμένους μετ’ ἐμοῦ εἰς τήν γέενναν».
Αὐτά μόλις ἄκουσε ἡ νεαρή, τήν ἐρώτησε καί ἄλλα διάφορα περί τῆς κολάσεως, ἡ δέ ἀποκρίθηκε περί τούτων, λέγουσα. «Αὐτά μόνον ἠμπόρεσα νά σοῦ πῶ καί μήν ἐρωτᾶς περισσότερον». Τελειώνοντας, ἐξαφανίσθηκε ὡς ἄνεμος καί ἔμεινε τόση δυσωδία, ὥστε δέν ἠμποροῦσε νά εἰσέλθῃ κανείς εἰς τήν κάμαρα ἐκείνη. Κατόπιν αὐτοῦ, ἡ κόρη ἐξαναγκάσθηκε νά μεταφέρῃ τό κρεββάτι της σέ ἄλλο δωμάτιο, ὅπου περέμεινε κλινήρης ἡμέρες πολλές ἀπό τό φόβο καί τρόμο τοῦ ὁράματος αὐτοῦ. Ἀκολούθως, προσεκάλεσε τόν Πνευματικό της, ὀνομαζόμενο Σεραφείμ ἀπό τή Βολωνία, τοῦ εἶπε λεπτομερῶς τήν ἀνωτέρω ὅραση, τήν ὁποία ἐφανέρωσε σέ ὅλη τήν πόλη καί τήν ἔγραψε σέ ἕνα βιβλίο γιά νά τήν διαβάζουν οἱ μεταγενέστεροι.

Πηγή: Ἀπό τό φυλλάδιο «ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ», σελ. 20, ὀρθοδόξου ἱδρύματος «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ».