M

Close

Διήγησις ἐπιστροφῆς ἀπό τήν ἄλλη ζωή.

          Ἤμουν ἄθεη καί ἔβριζα πολύ καί φοβερά τόν Θεό. Ζοῦσα μέσα στήν ντροπή καί τήν πορνεία καί ἤμουν νεκρή στήν γῆ. Ὅμως ὁ ἐλεήμων Θεός δέν ἄφησε νά χαθῶ, ἀλλά μέ ὡδήγησε στήν μετάνοια.

          Στά 1962 ἀρρώστησα ἀπό καρκίνο καί ἤμουν ἄρρωστη τρία χρόνια. Δέν ἔμεινα ξαπλωμένη, παρά ἐργαζόμουνα καί ἔκανα θεραπεία σέ γιατρούς, ἐλπίζοντας νά βρῶ θεραπεία. Τούς τελευταίους ἕξη μῆνες εἶχα τελείως ἀδυνατίσει, τόσο πού οὔτε νερό δέν μποροῦσα νά πιῶ. Μόλις τό ἔπινα, ἀμέσως τό ἔκανα ἐμετό. Τότε μέ πῆγαν στό νοσοκομεῖο καί ἐπειδή ἤμουν πολύ ἐνεργητική, κάλεσαν ἕνα καθηγητή ἀπό τήν Μόσχα καί ἀπεφάσισαν νά μέ χειρουργήσουν. Μόλις μοῦ ἄνοιξαν τήν κοιλιά, ἀμέσως πέθανα. Ἡ ψυχή μου βγῆκε ἀπό τό σῶμα καί στέκονταν ἀνάμεσα σέ δύο γιατρούς καί ἐγώ μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο ἐκοίταζα τήν ἀρρώστια μου. Ὁλόκληρο τό στομάχι μου καί τά ἔντερά μου ἦταν προσβεβλημένα ἀπό καρκίνο. Στεκόμουν καί ἐσκεπτόμουν γιατί εἴμαστε δύο; Δέν εἶχα ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Οἱ κομμουνιστές μᾶς φούσκωναν καί μᾶς ἐδίδασκαν ὅτι ψυχή καί Θεός δέν ὑπάρχουν, ὅτι αὐτό εἶναι μόνο ἐπινόησις τῶν παπάδων γιά νά ξεγελάσουν τόν λαό καί τόν κρατοῦν σέ φόβο γιά κάτι πού δέν ὑπάρχει. Βλέπω τόν ἑαυτό μου πού στέκεται καί τόν βλέπω πάλι ἐπάνω στό χειρουργεῖο. Μοῦ ἔβγαλαν ἔξω ὅλα τά ἐντόσθια καί ἀναζητοῦσαν τόν δωδεκαδάκτυλο. Ἀλλά ἐκεῖ ὑπῆρχε μόνο πύον, τά πάντα ἦταν κατεστραμμένα καί χαλασμένα, τίποτε δέν ἦταν ὑγιές. Οἱ γιατροί τότε εἶπαν: «αὐτή δέν ἔχει μέ τί νά ζήσει». Ὅλα τά ἔβλεπα μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο καί πάλι σκεπτόμουν: «Πῶς καί ἀπό ποῦ εἴμαστε δύο; Στέκομαι καί ταυτόχρονα εἶμαι ξαπλωμένη;». Οἱ γιατροί τότε ἐπέστρεψαν τά ἐντόσθιά μου ὅπως – ὅπως καί εἶπαν ὅτι τό σῶμα μου πρέπει νά δοθῆ στούς νέους εἰδικευμένους ἰατρούς γιά διδασκαλία καί τό μετέφεραν στό ἀνατομεῖο καί ἐγώ πήγαινα κοντά τους καί ὅλο καί παραξενευόμουν καί σκεφτόμουν πῶς καί ἀπό ποῦ εἴμαστε δύο; Ἐκεῖ μέ ἄφησαν ξαπλωμένη, γυμνή, καλυμμένη ὥς τό ὕψος τοῦ στήθους μέ ἕνα σεντόνι. Μετά ἀπ’ αὐτό βλέπω ὅτι ἦλθε ὁ ἀδελφός μου καί ἔφερε τό μικρό μου γυιό. Ἦταν ἕξη χρονῶν καί ὀνομαζόταν Ἀντρούσκα (Ἀνδρέας). Ὁ γυιός μου πλησίασε τό σῶμα μου καί μέ φίλησε στό κεφάλι. Ἄρχισε νά κλαίη καί νά λέη: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Εἶμαι ἀκόμη μικρός, πῶς θά ζήσω χωρίς ἐσένα; Πατέρα δέν ἔχω καί ἐσύ πέθανες;». ἐγώ τότε τόν ἀγκάλιασα καί τόν φίλησα, ἀλλά αὐτό δέν τό αἰσθάνθηκε οὔτε τό εἶδε, οὔτε μέ πρόσεξε, ἀλλά ἐκοίταζε τό νεκρό μου σῶμα. Ἔβλεπα ἐπίσης πῶς ἔκλαιγε ὁ ἀδελφός μου. Μετά ἀπ’ αὐτό, ἐγώ μέ μιᾶς βρέθηκα στό σπίτι μου. Ἦλθε ἡ πεθερά μου ἀπό τόν πρῶτο μου γάμο, ἡ μητέρα μου καί ἡ ἀδελφή μου. Τόν πρῶτο μου σύζυγο τόν ἐγκατέλειψα γιατί πίστευε στόν Θεό. Τότε ἄρχισε ἡ διανομή τῶν πραγμάτων μου. Ἐγώ ζοῦσα πλούσια καί μέ πολυτέλεια καί ὅλα αὐτά τά ἀπόκτησα μέ ἀδικία καί τήν πορνεία. Ἡ ἀδελφή μου ἄρχισε νά ἀφαιρῆ τά πιό ὡραῖα ἀπό τά πράγματά μου, ἐνῶ ἡ πεθερά ζητοῦσε νά ἀφήση καί κάτι στόν γυιό μου. Ἡ ἀδελφή δέν ἔδινε τίποτε, ἀλλά ἐπί πλέον ἄρχισε νά ἐμπαίζη τήν πεθερά μου λέγοντας: «αὐτό τό παιδί δέν εἶναι ἀπό τόν γυιό σου καί σύ δέν τοῦ εἶσαι τίποτε». Μετά ἀπ’ αὐτό, αὐτές βγῆκαν καί ἔκλεισαν τό σπίτι. Ἡ ἀδελφή μου ἐπῆρε μαζί της καί ἕνα μεγάλο μπόγο μέ πράγματα. Ἐνῶ αὐτές μάλωναν γιά τά πράγματά μου εἶδα γύρω μας νά χορεύουν καί νά χαίρωνται διαβόλοι.

          Ξαφνικά βρέθηκα στόν ἀέρα καί βλέπω σάν νά πετῶ μέ ἀεροπλάνο. Αἰσθάνομαι ὅτι κάποιος μέ συγκρατεῖ καί ὅτι ὑψώνομαι ὅλο καί πιό πολύ. Βρέθηκα πάνω ἀπό τήν πόλι Μπάρναουλ. Μετά βλέπω ὅτι ἡ πόλις χάθηκε. Ἔγινε σκοτάδι. Μετά ἀπό αὐτό ἄρχισε πάλι νά ἔρχεται φῶς καί στό τέλος φώτισε τελείως, τό φῶς ἦταν πάρα πολύ ἰσχυρό πού δέν μποροῦσα νά τό δῶ. Μέ τοποθέτησαν σέ μαύρη πλάκα μεγέθους ἑνάμισυ μέτρου.

          Ἔβλεπα δένδρα μέ πολύ χοντρούς κορμούς καί πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ἀνάμεσα στά δέντρα ὑπῆρχαν σπίτια καί μάλιστα ὅλα καινούργια, ἀλλά δέν εἶδα ποιοί ζοῦσαν σ’ αὐτά. Στήν κοιλάδα αὐτή εἶδα πλούσιο πράσινο χορτάρι καί σκέφθηκα: ποῦ βρίσκομαι ἐγώ τώρα; Ἄν βρίσκομαι στήν γῆ, τότε γιατί δέν ὑπάρχουν ἐδῶ ἐπιχειρήσεις, ἐργοστάσια οὔτε ἄλλα κτίρια, γιατί δέν ὑπάρχουν δρόμοι οὔτε συγκοινωνία; Τί μέρος εἶναι ἐτοῦτο ἐδῶ χωρίς ἀνθρώπους καί ποιός τέλος πάντων ζεῖ ἐδῶ; Λίγο πιό πέρα εἶδα νά περπατάη μιά ὡραία ὑψηλή γυναίκα μέ βασιλικά φορέματα κάτω ἀπό τά ὁποῖα ἐφαίνοντο τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν. Περπατοῦσε τόσο ἀνάλαφρα πού ἀπό τά πόδια δέν λύγιζε οὔτε τό χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ἕνας νεαρός πού εἶχε ὕψος ὡς τούς ὤμους της. Εἶχε κρυμμένο τό πρόσωπό του μέ τά χέρια του καί γιά κάτι ἔκλαιγε πολύ καί πικρά παρακαλοῦσε, ἀλλά γιά ποιό λόγο δέν μποροῦσα ν’ ἀκούσω. Σκέφθηκα ὅτι εἶναι ὁ γυιός της καί μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δέν τόν λυπᾶται καί δέν τοῦ ἐκπληρώνη τό αἴτημα. (Σημείωσις: Ἀπό ὅλα φαίνεται ὅτι αὐτός ὁ νεαρός ἦταν ἄγγελος φύλακας αὐτῆς τῆς νεκρῆς γυναικός. Φαίνεται ἐπίσης πόσο ἐνδιαφέρονται οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι γιά ἐμᾶς καί τίς ψυχές μας, ἀλλά ἐμεῖς δέν τό βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται καί αὐτῶν τό αἴτημα εἶναι ἀνεκπλήρωτο, ἄν ὁ θάνατος μᾶς βρῆ ἁμαρτωλούς καί ἀμετανοήτους).

          Ὅταν αὐτοί μέ πλησίασαν, ὁ νεαρός ἔπεσε μπροστά στά πόδια της καί ἄρχισε νά τήν παρακαλῆ ἐντονώτερα καί νά ὀδύρεται καί νά τῆς ζητῆ κάτι. Ἐκείνη κάτι τοῦ ἀπάντησε, ἀλλά δέν μπόρεσα νά καταλάβω τί. (Σημείωσις: Εἶχα τήν εὐκαιρία καί ἀπό ἄλλες πηγές νά γνωρίσω πῶς καί πόσο πικρά κλαίει ὁ Ἅγιος Ἄγγελος φύλακας, ὅταν αὐτός πού τοῦ δόθηκε γιά φύλαξι δέν ὑπακούει στήν ἁγία Ἐκκλησία καί στήν ἁγία πίστι χάνοντας τήν ψυχή του γιά πάντα). Ὅταν αὐτοί μέ πλησίασαν, ἤθελα νά τήν ρωτήσω: «Ποῦ βρίσκομαι;». Τήν στιγμή ἐκείνη ἡ γυναῖκα αὐτή ἐσταύρωσε τά χέρια στό στῆθος, ὕψωσε τά μάτια πρός τόν οὐρανό καί εἶπε: «Κύριε, ποῦ θά πάη αὐτή ἔτσι;». Ἐγώ τότε ἔτρεμα καί μόλις τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα πεθάνει, ὅτι ἡ ψυχή μου βρισκόταν στόν οὐρανό καί τό σῶμα μου ἔμεινε στήν γῆ. Τότε ἄρχισα νά κλαίω καί νά ὀδύρομαι καί ἀκούω φωνή πού λέει: «ἐπιστρέψτε τήν στήν γῆ γιά τίς ἀγαθοεργίες τοῦ πατέρα της». Ἄλλη φωνή ἀπάντησε: «βαρέθηκα τήν ἁμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή της. Ἐγώ ἤθελα νά τήν ἐξαφανίσω ἀπό προσώπου τῆς γῆς χωρίς μετάνοια, ἀλλά μέ παρεκάλεσε γι’ αὐτήν ὁ πατέρας της. Δεῖξτε της τό μέρος γιά τό ὁποῖο ἄξιζε».

          Ἀμέσως βρέθηκα στόν Ἅδη. Τότε ἄρχισαν νά ἕρπουν μέχρι ἐμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια μέ μακριές γλῶσσες πού ξερνοῦσαν φωτιά καί ἄλλες ἀποκρουστικές βρωμιές. Ἡ βρῶμα ἦταν ἀβάσταχτη. Αὐτά τά φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου καί ταυτόχρονα ἀπό κάπου παρουσιάσθηκαν σκουλήκια χοντρά ἴσαμε τό δάχτυλο μέ οὐρές πού κατέληγαν σέ βελόνες καί ἄγγιστρα. Αὐτά ἔμπαιναν σέ ὅλα τά ἀνοικτά μου μέρη, στά αὐτιά, στά μάτια, στήν μύτη κ.λ.π. καί ἔτσι μέ βασάνιζαν καί ἐγώ ἐκραύγαζα ὄχι μέ τήν φωνή μου. Ἀλλά ἐκεῖ δέν ὑπῆρχε ἀπό πουθενά οὔτε βοήθεια, οὔτε ἔλεος ἀπό κανέναν. Ἐκεῖ εἶδα πῶς παρουσιάσθηκε ἡ γυναῖκα πού πέθανε ἀπό ἄμβλωσι καί ἄρχισε νά παρακαλῆ τόν Κύριο γιά ἔλεος. Αὐτός τῆς ἀπάντησε: «Ἐσύ στήν γῆ δέν μέ ἀναγνώριζες, σκότωνες τά παιδιά στήν κοιλιά σου καί ἐπί πλέον ἔλεγες στούς ἀνθρώπους: Δέν πρέπει νά γεννᾶτε παιδιά, τά παιδιά εἶναι περιττά. Σέ μένα δέν ὑπάρχουν, δέν ὑπάρχουν περιττά». Σέ μένα ὑπάρχουν τά πάντα καί γιά ὅλους αρκετά». Σέ μένα ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐγώ σοῦ ἔδωσα τήν ἀρρώστια γιά νά μετανοήσης, ἀλλά σύ μέ ἔβριζες ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς καί δέν μέ ἀναγνώριζες καί γιά τόν λόγο αὐτό καί ἐγώ δέν σέ ἀναγνωρίζω. Ὅπως στήν γῆ ἔζησες χωρίς Θεό, ἔτσι καί ἐδῶ θά ζήσης!».

          Ξαφνικά ὅλα μεταστράφηκαν καί ἐγώ κάπου ἐπέταξα. Ἡ βρῶμα χάθηκε, χάθηκε καί ὁ δυνατός ὀδυρμός καί ἐγώ ξαφνικά εἶδα τήν ἐκκλησία μου πού ἐνέπαιζα. Ἄνοιξε ἡ πύλη καί ἀπό αὐτήν βγῆκε ὁ ἱερέας ντυμένος στά ἄσπρα. Αὐτός στεκόταν μέ σκυμένο τό κεφάλι καί κάποια φωνή μέ ἐρωτᾶ: «Ποιός εἶναι αὐτός;». Ἐγώ ἀπάντησα: «Ὁ ἱερέας μας». Ἐσύ ἔλεγες ὅτι εἶναι χαραμοφάης, αὐτός δέν εἶναι χαραμοφάης, ἀλλά πραγματικός ποιμένας· δέν εἶναι μισθοφόρος. Γνώριζε πῶς ἄν καί εἶναι κατά τόν βαθμό μικρός, συνηθισμένος ἱερέας, ὑπηρετεῖ ἐμένα· μάθε ἀκόμη καί τοῦτο: «Ἄν δέν σοῦ διαβάση αὐτός τήν εὐχή τῆς ἐξομολογήσεως, ἐγώ δέν θά σέ συγχωρήσω». Τότε ἄρχισα νά παρακαλῶ: «Κύριε, γύρισέ με στήν γῆ, ἔχω ἕνα μικρό γυιό». Ὁ Κύριος εἶπε: «Ξέρω ὅτι ἔχεις μικρό γυιό, εἶναι κρῖμα γι’ αὐτόν». «Κρῖμα», ἀπάντησα ἐγώ. Τότε ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Ἐγώ σᾶς λυποῦμαι ὅλους καί τρεῖς φορές σᾶς λυποῦμαι. Ὅλους σᾶς περιμένω πότε θά ξυπνήσετε ἀπό τό ἁμαρτωλό ὄνειρο, νά μετανοήσετε καί νά ἔλθετε στόν ἑαυτό σας».

          Ἐδῶ τώρα ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος πού ἐνωρίτερα τήν ἀποκαλοῦσα γυναῖκα καί πῆρα τό θάρρος νά τήν ρωτήσω: «Ὑπάρχει ἐδῶ σέ σᾶς παράδεισος;». Ἀντί γιά ἀπάντησι μετά ἀπ’ αὐτές τίς λέξεις, ξαναβρέθηκα στήν κόλασι, στόν Ἅδη. Τώρα ἦταν χειρότερα ἀπ’ ὅ,τι τήν προηγούμενη φορά. Ἔτρεξαν ὁλόγυρά μου οἱ δαίμονες μέ καταλόγους καί μοῦ ἔδειχναν τά ἁμαρτήματά μου καί ἐφώναζαν: «Ἐσύ μᾶς ὑπηρέτησες ὅταν ἤσουν στήν γῆ». Ἄρχισαν νά διαβάζουν τά ἁμαρτήματά μου· ὅλα τά ἔργα μου πού ἦταν γραμμένα μέ μεγάλα γράμματα καί ἔννοιωσα φοβερό φόβο. Ἀπό τά στόματά τους ἔβγαινε φωτιά. Οἱ δαίμονες μέ κτυποῦσαν στό κεφάλι. Πάνω μου ἔπεφταν καί κολλοῦσαν πυρακτωμένες σπίθες ἀπό φωτιά καί μέ ἔκαιγαν. Γύρω μου ἀκούονταν φοβερός θρῆνος καί κοπετός πολλῶν ἀνθρώπων.

          Ὅταν τό πῦρ ἐδυνάμωνε ἔβλεπα τά πάντα γύρω μου. Οἱ ψυχές εἶχαν φοβερή ὄψι· ἦταν σακατεμένες μέ τεντωμένους λαιμούς καί πρισμένα μάτια· μοῦ ἔλεγαν ὅτι «εἶσαι συντρόφισσα (φαίνεται ὅτι ἦταν κομμουνίστριες) καί εἶσαι ὑποχρεωμένη νά ζήσης μαζί μας. Ὅπως ἐσύ ἔτσι καί ἐμεῖς, ὅταν εἴμασταν στήν γῆ, δέν ἀναγνωρίζαμε τόν Θεό, τόν βρίζαμε καί κάναμε κάθε κακό, τήν πορνεία, τήν ὑπερηφάνεια καί ἄλλα καί ποτέ δέν μετανοήσαμε. Ὅσοι ἁμάρτησαν, ἀλλά μετανόησαν, πήγαιναν στήν ἐκκλησία, προσεύχονταν στόν Θεό, ἐλεοῦσαν τούς πτωχούς καί βοηθοῦσαν ὅσους βρίσκονταν σέ ἀνάγκη καί κακοτυχία, αὐτοί ἐκεῖ πάνω»· (Σημείωσις: δηλαδή στόν παράδεισο, τόν ὁποῖο αὐτοί ἐδῶ δέν ἤθελαν οὔτε νά μνημονεύσουν).

          Ἐγώ φοβήθηκα φοβερά ἀπό αὐτά τά λόγια, μοῦ φαινόταν ὅτι ἤδη βρισκόμουνα ἐδῶ στόν Ἅδη ὁλόκληρη ζωή καί αὐτοί μοῦ λένε ὅτι θά ζήσω μαζί τους αἰώνια.

          Μετά ἀπό αὐτό ἐμφανίσθηκε ἐκ νέου ἡ Θεοτόκος Μαρία καί ἔγινε φῶς, οἱ δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή καί οἱ ψυχές πού ἐβασανίζοντο στήν κόλασι, ἄρχισαν νά φωνάζουν καί νά τήν ἱκετεύουν γιά ἔλεος: «Οὐράνια Βασίλισσα, μή μᾶς ἀφήνεις ἐδῶ» ἤ φώναζαν· «Καιγόμαστε Κυρία Θεοτόκε καί δέν ὑπάρχει σταγόνα νερό». Ἐκείνη ἔκλαιγε καί μέσα ἀπό τό κλᾶμμα ἔλεγε: «Ὅσο ζούσατε στήν γῆ, δέν μέ ἀναγνωρίζατε καί δέν μετανοούσατε γιά τίς ἁμαρτίες στόν Υἱό μου καί Θεό σας καί ἐγώ τώρα δέν μπορῶ νά σᾶς βοηθήσω, δέν μπορῶ νά παραβῶ τήν ἐπιθυμία τοῦ Υἱοῦ μου καί ἐκεῖνος δέν μπορεῖ τήν ἐπιθυμία τοῦ Πατέρα Του. Βοηθῶ μόνο αὐτούς γιά τούς ὁποίους παρακαλοῦσαν οἱ συγγενεῖς καί γιά τούς ὁποίους προσεύχεται ἡ Ἁγία Ἐκκλησία». Μετά ἀπ’ αὐτό, ἐμεῖς ἀρχίσαμε νά ὑψωνόμαστε καί ἀπό κάτω ἀναδίδονταν δυνατές κραυγές φωνῶν: «Κυρία Θεοτόκε, μή μᾶς ἀφήνης».

          Ξανά ὑπῆρχε σκοτάδι καί ἐγώ βρέθηκα στήν ἴδια πλάκα. Σταυρώνοντας τά χέρια στό στῆθος ἡ Θεοτόκος ὕψωσε τά μάτια στόν οὐρανό καί ἄρχισε νά προσεύχεται λέγοντας: «Τί νά κάνω μέ αὐτήν, ποῦ νά τήν βάλω;». Μιά φωνή ἀπάντησε: «Ἄφησέ της ἀπό τά μαλλιά». Τότε ἡ Θεοτόκος ἔφυγε ἥσυχα, ἡ πόρτα της μισάνοιξε ἔτσι πού πίσω ἀπ’ αὐτήν δέν ἔβλεπα τίποτε. Κατόπιν ἐπέστρεψε κρατώντας τά μαλλιά μου στά χέρια της καί ἀπό κάπου ἐμφανίσθηκαν δώδεκα ἅμαξες χωρίς τροχούς· ἐκινοῦντο σιγά καί ἐγώ τίς ἀκολουθοῦσα. Ἡ Θεοτόκος μοῦ ἔδωσε τά μαλλιά, ἀλλά δέν ἀντιλήφθηκα ἐγώ ὅτι μέ ἄγγιξε. Ἄκουσα μόνο, ὅταν εἶπε ὅτι ἡ δωδέκατη ἅμαξα δέν ἔχει πάτο. Φοβόμουν νά καθίσω σ’ αὐτήν, ἀλλά ἡ Θεοτόκος μέ ἔσπρωξε στήν γῆ ἀπ’ αὐτήν.

          Μετά ἀπ’ αὐτό ἐγώ συνῆλθα καί ἐνσυνείδητα καθόμουν καί ἐκοίταζα. Ἦταν μιάμισυ ἡ ὥρα τό ἀπόγευμα. Μετά ἀπό ἐκεῖνο τό φῶς πού εἶδα ἐκεῖ, ὅλα στήν γῆ μοῦ ἐφαίνοντο ἄσχημα καί δέν μοῦ ἄρεσε πού ἤμουν στήν γῆ, ἀλλά τί νά κάνω. Τώρα, εἶπα μόνη μου στήν ψυχή μου: «Πήγαινε στό σῶμα». Τότε βρέθηκα πάλι στό νοσοκομεῖο καί ἐπήγαμε στό ψυγεῖο πού ἐφύλαγαν τά πτώματα. Αὐτό ἦταν κλειστό, ἀλλά ἐγώ μπῆκα μέσα, χωρίς ἐμπόδιο καί εἶδα τό νεκρό μου σῶμα. Τό κεφάλι μου ἦταν γυρισμένο λίγο πρός τά πλάγια, ἐνῶ ἡ μέση μου πιεζόταν ἀπό ἄλλους νεκρούς. Μόλις ἡ ψυχή μου μπῆκε στό σῶμα, ἀμέσως αἰσθάνθηκα ἰσχυρό ψῦχος. Κάπως ἀπελευθέρωσα τήν πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα καί ἔσφιξα τά γόνατα μέ τά χέρια. Τήν στιγμή ἐκείνη, ἔβαλαν μέσα τό νεκρό σῶμα κάποιου ἀνθρώπου καί ὅταν ἄναψαν τό φῶς, μέ εἶδαν σκυμμένη, ἐνῶ ἐκεῖνοι συνήθως βάζουν ὅλους τούς νεκρούς μέ τό πρόσωπο πρός τά πάνω. Βλέποντάς με ἔτσι οἱ νοσοκόμοι φοβήθηκαν καί ἀπό τόν φόβο τους σκορπίσθηκαν. Ἐπέστρεψαν μέ δύο γιατρούς, πού ἀμέσως διέταξαν νά ζεσταθῆ τό μυαλό μου μέ λάμπες. Στό σῶμα μου ὑπῆρχαν ὀκτώ τομές (μάθαιναν πάνω σ’ αὐτό) τρεῖς στό στῆθος καί οἱ ὑπόλοιπες στήν κοιλιά. Δύο ὧρες μετά τό ζέσταμα τοῦ κεφαλιοῦ, ἄνοιξα τά μάτια καί μόλις μετά ἀπό δώδεκα ἡμέρες ἐμίλησα.

          Τό πρωί μοῦ ἔφεραν πρωϊνό, τηγανίτες μέ βούτυρο καί καφέ (Ἦταν ἡμέρα νηστείας), ἀλλά δέν ἤθελα νά φάω καί τούς εἶπα ὅτι δέν θά φάω. Οἱ νοσοκόμοι ἔφυγαν πάλι καί ὅλοι στό νοσοκομεῖο ἄρχισαν νά μέ προσέχουν. Ἦλθαν οἱ γιατροί καί μέ ρώτησαν γιατί δέν θέλω νά φάω. Τούς ἀπάντησα: «Καθῖστε καί θά σᾶς διηγηθῶ τί εἶδε ἡ ψυχή μου. Ὅποιος δέν νηστεύει τίς ἡμέρες τῆς νηστείας, αὐτός θά φάγη βρωμερά καί σιχαμερά πράγματα. Γι’ αὐτό δέν θά φάω σήμερα, ὅπως σ’ ὅλες τίς νηστεῖες δέν θά ἀρτυθῶ». Οἱ γιατροί ἀπό τήν ἔκπληξι, τήν μία κοκκίνιζαν, τήν ἄλλη κιτρίνιζαν καί οἱ ἀσθενεῖς μέ ἄκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί καί ἐγώ τούς εἶπα ὅτι τίποτε πλέον δέν μέ πονάει. Τότε ἄρχισε νά ἔρχεται σέ μένα κόσμος καί μάλιστα πολύς καί ἐγώ σέ ὅλους διηγόμουν καί ἔδειχνα τίς πληγές. Ἡ ἀστυνομία ἄρχισε νά διώχνη τόν κόσμο καί μένα μέ μετέφεραν σέ ἄλλο νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ ἀνάρρωσα τελείως καί παρεκάλεσα τούς γιατρούς νά μοῦ γιατρέψουν, ὅσο τό δυνατόν ἐνωρίτερα τίς τομές, πού μοῦ ἔκαναν μαθαίνοντας ἐπάνω μου. Τότε μέ ἔβαλαν πάλι στό χειρουργικό τραπέζι καί, ὅταν οἱ γιατροί ἄνοιξαν τήν κοιλιά, μοῦ εἶπαν: «Γιατί χειρούργησαν τελείως ὑγιῆ ἄνθρωπο;». Ἐγώ τότε τούς ἐρώτησα: «Ποιά εἶναι ἡ ἀρρώστιά μου;». Αὐτοί μοῦ ἀπάντησαν: «Τά ἐντόσθιά σας εἶναι ὑγιῆ καί καθαρά, ὅπως τοῦ παιδιοῦ». Τούς εἶπα ὅτι τά μάτια μου ἦταν δεμένα κατά τήν διάρκεια τῆς ἐγχείρησης, ἀλλ’ ὅτι, παρ’ ὅλα αὐτά, εἶδα τό ἐσωτερικό μου στόν καθρέπτη τοῦ νταβανιοῦ. Ἦλθαν καί οἱ γιατροί πού ἔκαναν τήν ἐγχείρησι καί, ὅταν πλησίασαν, εἶπαν: «Ποῦ εἶναι ἡ ἀρρώστειά της; Τά ἐντόσθιά της ἦταν ὅλα διαλυμένα καί προσβεβλημένα ἀπό τόν καρκῖνο καί τώρα εἶναι τελείως ὑγιῆ». Τούς ἀπάντησα: «Ὁ Κύριος ὁ Θεός φανέρωσε τό ἔλεός του ἐπάνω σέ μένα τήν ἁμαρτωλή, γιά νά ζήσω ἀκόμη καί μαρτυρήσω στούς ἄλλους ὅ,τι εἶδα καί ὅ,τι μοῦ συνέβη. Ἐκεῖνος ὁ Κύριος ὁ Θεός ἐπῆρε ὅτι κατεστραμμένο ἦταν μέσα μου καί μοῦ τά ἔδωσε ὑγιῆ· σέ ὅλους θά τό διηγοῦμαι, ὥσπου νά πεθάνω». Κατόπιν εἶπα στόν γιατρό: «Βλέπεις πῶς γελαστήκατε;». Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι: «τίποτε δέν ἦταν ὑγιές μέσα σου». «Τί νομίζετε τώρα;» τόν ἐρώτησα ἐγώ. Ἀπάντησε: «Σέ ἀναγέννησε ὁ Ὑπέρτατος». Τότε τοῦ ἀπάντησα: «Ἄν πιστεύετε σ’ Αὐτόν, κάντε τόν σταυρόν σας καί παντρευθῆτε στήν ἐκκλησία». Ὁ γιατρός κοκκίνησε γιατί ἦταν ἑβραῖος. Πρόσθεσα ἀκόμη: «Γίνου ἀρεστός στόν Κύριο καί Θεό».

          Κατόπιν ἄφησα τό νοσοκομεῖο, κάλεσα τόν ἱερέα πού ἐνωρίτερα ἐνέπαιζα καί τοῦ ἔκανα ἐπιθέσεις, ἀποκαλώντας τον χαραμοφάη. Τοῦ διηγήθηκα ὅλα, ὅσα μοῦ συνέβησαν, ἐξωμολογήθηκα καί μετέλαβα τῶν Ἁγίων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Τόν κάλεσα καί εὐλόγησε τό σπίτι μου, γιατί ὡς τώρα σ’ αὐτό βασίλευε ἡ ἁμαρτία, ἡ μικρότητα, τό μεθύσι, ὁ ἐμπαιγμός καί ἡ μάχη.

          Τώρα ἐγώ ἡ ἁμαρτωλή Κλαυδία πού εἶμαι 40 χρονῶν, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Οὐρανίας Βασίλισσας, ζῶ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στήν Ἐκκλησία, στόν ναό τοῦ Θεοῦ καί ὁ Κύριος μέ βοηθεῖ. Ἀπ’ ὅλες τίς μεριές τοῦ κόσμου μέ ἐπισκέπτονται ἄνθρωποι καί ἐγώ διηγοῦμαι σέ ὅλους ὅσα μοῦ συνέβησαν, εἶδα καί ἄκουσα. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τούς δέχομαι ὅλους, διηγοῦμαι σέ ὅλους τί ἤμουν πρίν, τί μοῦ συνέβη τώρα καί γιά ποιό λόγο εἶμαι τώρα πιστή.

          Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Κύριος ὁ Θεός μας! Ὅλους τούς συμβουλεύω νά προσέχουν πῶς ζοῦν, γιατί πράγματι ὑπάρχει ἄλλος κόσμος καί ἄλλη ζωή καί ὅτι ὁ καθένας θά δώση λόγο γιά τά γήϊνα ἔργα του καί ὅτι ἀνάλογα μέ αὐτά θά ἔχη πλήρως δίκαια ἀνταμοιβή ἤ τιμωρία καί μάλιστα αἰώνια.

          Νά ζῆτε ὅλοι χριστιανικά καί κατά Θεόν. Ἀμήν.

          Πηγή: Ἀπό τό Βιβλ. «ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», σελ. 14, τῶν Ἐκδόσεων: «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ».

Related Posts

Ἡ Σύναξις τῆς ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ἐν τῷ «Ἂδειν»(¹), ἤτοι ἡ ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου ΓΑΒΡΙΗΛ παράδοσις τοῦ ὕμνου «Ἄξιον Ἐστιν». (ΙΑ’ Ἰουνίου)

Ἡ Σύναξις τῆς ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ἐν τῷ «Ἂδειν»(¹), ἤτοι ἡ ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου ΓΑΒΡΙΗΛ παράδοσις τοῦ ὕμνου «Ἄξιον Ἐστιν». (ΙΑ’ Ἰουνίου)

Ἦσας Γαβριήλ πρίν τό χαῖρε τῇ Κόρῃ, Ἄδεις δέ καί νῦν, ἄξιόν σέ ὑμνέειν.           Ἡ σύναξις αὕτη καί ἑορτή τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἔλαβε χώραν ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω, ἔν τινι κελλίῳ τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Παντοκράτορος,...

Ποῦ ἀνήκεις;

Ποῦ ἀνήκεις;

           Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰωάν. 7, 37 – 52· 8, 12), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 55). «Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν» (Ἰωάν. 7, 43).            Μία, ἀγαπητοί...

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...