† Πρωτοπρεσβυτέρου Π.Θ. Παναγιώτου Ἀ. Καραγιάννη

Μήπως συνεχίζεις νά φρονῆς, ὅτι δέν εἶναι κακό τό παντελόνι;
Ἄν ὅμως, ὦ γύναι, ἔχεις τέτοιο διεστραμμένο λογισμό ὅτι δῆθεν δέν εἶναι κάτι κακό τό παντελόνι γιά τήν γυναῖκα, εἶσαι σέ ἀβυσσαλέο ἔρεβος πλάνης. Ἴσως κάνης τόν ἑξῆς συλλογισμό. «Ἕνα ὕφασμα εἶναι τό παντελόνι πού ραπτόμενο στά μέτρα μας, μᾶς προφυλάσσει ἀπό τίς καιρικές συνθῆκες. Τί φούστα, τί παντελόνι· τό ἴδιο εἶναι». Εἶδες ὅτι μόνη σου ξεσκεπάστηκες; Μαρτυρεῖς ὅτι τό παντελόνι προφυλάσσει ἀπό …. συνθῆκες. Τό ἄλλο πού εἶπες, συλλογίστηκες, διενοήθης, ὅτι δηλαδή «τό ἴδιο εἶναι», ἔ! Αὐτό τό δεύτερο πού ὁμολόγησες εἶναι τό λάθος καί ἡ πλάνη σου, γιατί δέν εἶναι τό ἴδιο γιά τόν ἄνδρα καί γιά σένα τήν γυναῖκα, ἀλλά, ἄλλο εἶναι γιά τόν ἄνδρα, τό παντελόνι καί ἄλλο γιά τήν γυναῖκα, τό φουστάνι καί τό γυναικεῖο φόρεμα. Αὐτό πού εἶπες (τό λέω ἐγώ βέβαια καί τό ἀκοῦς ἐσύ ἀλλά εἶμαι μέσα σου, παιδί μου καί θέλω νά σωθῆς, ἔστω καί ἄν δέν σωθῶ ἐγώ, γιαυτό καί σέ βοηθάω), ὅτι δηλαδή ἕνα ὕφασμα εἶναι τό παντελόνι πού τό κάνεις ροῦχο καί τό φορᾶς· μή τό πῆς πουθενά οὔτε καί νά τό κάνης «σκεῦος σου». Γιατί, μπορεῖ νά τοποθετηθῆς ἔτσι ἀκριβῶς καί γιά τήν Σημαία μας, «τό ἱερό πανί, τό γαλανό καί τ’ ἄσπρο, κομμάτι ἀπ’ ἀνοιξιάτικο καί ξάστερο οὐρανό». Καί τότε ἀλίμονο. Ἀλήθεια! Θά μποροῦσες νά εἰπῆς γιά τήν ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ μας ὅτι δέν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, ἕνα πανί εἶναι κι αὐτή πού τό κόβεις, τό γαζώνεις καί τό κάνεις ΣΗΜΑΙΑ πού στολίζει τό σπίτι σου, τήν τιμή σου, τήν πατρίδα σου; Τί κι ἄν τό διαμορφωμένο καί προσαρμοσμένο γιά Σημαία αὐτό πανί ἔχει τό σχῆμα τῆς Ἑλληνικῆς Σημαίας, ἤ (πῶ, πῶ! φρίκη μέ καταλαμβάνει καί σταματῶ), τῆς Τουρκικῆς…; Βαβαί τῆς προδοσίας, βαβαί τῆς ἀτιμίας, βαβαί τῆς βαρβαροσύνης καί τοῦ ἀπείρου ξεπεσμοῦ! Θά ‘βαζες στό μπαλκόνι σου μιά τέτοια σημαία, ἔστω κι ἄν στό ἔλεγε ἡ Νέα Ἐποχή τοῦ Ἀντιχρίστου, ἔστω κι ἄν στό ἔλεγε ἡ Ε.Ο.Κ., ἔστω κι ἄν στό ἔλεγε ὁ ὅποιος προδότης Ἕλλην; «Ἕλλην», ἤ Ἀνθέλλην; Ἄν τό ‘κανες, δέν θά ἤσουν γυναῖκα, δέν θά ἤσουν ἄνθρωπος, δέν θά ἤσουν Ἑλληνίς, δέν θά ἤσουν πρόσωπον ἱερόν ἀλλ’ ἀπρόσωπη καί ἀνίερη. Ἔτσι ἀκριβῶς καί ἀπαραλλάκτως εἶναι καί τό παντελόνι ἐπάνω σέ σένα τήν γυναῖκα καί μάλιστα τήν ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΓΥΝΑΙΚΑ. Στό ἴδιο μῆκος κύματος ἐκπέμπει καί αὐτό τά μηνύματά του, ἔτσι ὅπως τά διάβασες πιό πάνω. Δέν εἶναι γιά σένα. Εἶναι γιά τόν ἄνδρα. Γιά τόν δικό σου ἄνδρα. Σέ κούρασα καί νοιώθω ἄσχημα. Μόλις τελειώσης την δακρύβρεκτη αὐτή σελίδα, κάλεσε μέ ἕνα τρυφερό συζυγικό χαμόγελο κοντά σου τόν ἄνδρα σου καί πέσ’ του! «Γιῶργο…, ἀγάπη μου, τό φορεματάκι πού μοῦ πῆρες εἶναι ὄνειρο, σέ εὐχαριστῶ πολύ. Ἑτοιμάσου νά πᾶμε ἕνα περίπατο ἔξω, στήν ὄμορφη φύσι». Γιά τήν ὡραῖα καί πανέμορφη οἰκογένειά σου, γιά τήν εὐτυχία σου καί πρό παντός διά τήν αἰώνιον σωτήρια σου, «μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας καί μετανόησον» (Ἀποκ. Β’ 5).

Στάθηκα ὄρθια
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀληθινά, μέ ἀγαθή συναίσθηση ἀναφέρω τό παρόν θαῦμα πού μοῦ συνέβη γιά τό παντελόνι.
«Μέσα σέ Ναό μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας προσπαθῶ νά προσκυνήσω φορώντας παντελόνι. Σωριάζομαι, εἶναι ἀδύνατον νά σηκωθῶ· μ’ ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις μου, λιποθυμῶ. Φρικτοί πόνοι στή μέση μου, δέν μποροῦσα νά κάνω βῆμα.
Μεγαλόχαρη Παναγία μου σῶσε με. Αὐτή ἦταν ἡ κραυγή μου ὅταν συνῆλθα. Μεῖνε κοντά μου, μεσίτευε.
Ποιά μάνα δέν ἀγαπᾶ τά παιδιά της, ποιά μητρική καρδιά δέν ἀγκαλιάζει τόν πόνο τῶν σπλάχνων της; ῾῾Εἶπα στήν Παναγιά λυπήσου με…᾿᾿
Σοῦ ὑπόσχομαι παντελόνι ἐγώ δέν θά ξαναφορέσω. Σέ ἱκετεύω φανέρωσέ το μου σέ τρεῖς μέρες. Καί ἡ Μεγαλόχαρη ἀπάντησε τόσο γρήγορα, τόσο θαυμάσια, μέ σήκωσε ἀπό τό κρεββάτι πού δέν μποροῦσα νά σταθῶ ὄρθια. Αὐτόπτες μάρτυρες, ὁ σύζυγός μου, ὁ γιός μου καί ὁ πατέρας μου.
῾῾Πιστεύω ἀκράδαντα καί ὀμολογῶ ὅτι ἡ Παναγία μας δέν τό θέλει τό παντελόνι᾽᾽. Εἶναι ἡ δωρήτρια τῆς μέσης μου».
Ἁμαρτωλή Α.Σ.
Θά μοῦ ἐπιτρέψης νά συνεχίσω λίγο;
Ἡ ὥρα εἶναι 1 μεσάνυχτα. Τό τζάκι καί τό κεράκι ἀργοσβήνουν. Σέ λίγο θά πέσω κάτω στό πέτρινο δάπεδο τοῦ πανύψηλου Ἄθωνα νά κοιμηθῶ λίγο γιά νά σηκωθῶ τά χαράματα νά λειτουργήσω. Στήν Θεία Λειτουργία θά χρησιμοποιήσω ΑΝΤΙΜΙΝΣΙΟΝ. Καί τό Ἀντιμίνσιον πανί εἶναι, ἕνα ἁπλό πανί καταλλήλως διαμορφωμένο, χρισμένο, εὐλογημένο καί ἁγιασμένο ἀπό τόν Σεπτό ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, γιά ἕνα καί μοναδικό σκοπό καί γιά τά χέρια ἑνός καί μοναδικοῦ προσώπου τοῦ Λειτουργοῦ Ἱερέως. Οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, δύναται νά χρησιμοποιήση ἤ νά ἀνοίξη, ἤ νά ἀγγίξη τό Ἀντιμίνσιον. Δέν θά μποροῦσες νά χρησιμοποίησης αὐτό τό ἱερό πανί γιά ἄλλη χρῆσι, γιατί τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται πάραυτα ἀσεβής καί βέβηλος. Ὅπως λοιπόν, τό Ἱερόν Ἀντιμίνσιον δέν κάνει γιά κανέναν ἄλλο παρά μονάχα γιά τόν Λειτουργό, ἔτσι καί τό παντελόνι δέν εἶναι γιά καμμία γυναῖκα παρά μονάχα γιά τόν ἄνδρα, διά τοῦτο, γῖνε, ὦ γύναι!

ΠΗΓΗ: †Πρωτοπρεσβυτέρου Π.Θ. Παναγιώτου Ἀ. Καραγιάννη «ΓΙΝΕ Ω ΓΥΝΑΙ» (Ἔκκλησις πρός τήν γυναῖκα νά ξαναβρῆ τόν σωστό της δρόμο) σελ. 55. ΕΝΝΑΤΗ ΕΚΔΟΣΙΣ ΠΡΟΦΗΤΕΥΘΕΙΣΑ!
Κεντρική Διάθεση: «Ὀρθόδοξος Κυψέλη».