Τοῦ †Φώτη Κόντογλου

Πολλοί ἀναγνῶστες μοῦ γράφουνε, παρακαλώντας με, καί μάλιστα ξορκίζοντάς με, νά γράψω γιά νά χτυπήσω τήν ἀνηθικότητα, πού δέρνει τήν κοινωνία, πρό πάντων τή νεολαία, καί πού «τή σερβίρουν τά σινεμά», ὅπως μοῦ γράφουνε. Φωνάζουνε: «Ὑψώσετε τή φωνή σας!». Ἕνας σπουδαστής μοῦ γράφει ἀπό τήν Ἀγγλία: «Μή σταματήσετε αὐτόν τόν ὡραῖον ἀγῶνα, μήν πτοηθῆτε ἀπό τίς ἐπιθέσεις. Ὑπάρχουν βέβαια πολλοί ἀντίπαλοι, ἀλλά καί πολλοί θαυμαστές τοῦ ὡραίου σας ἔργου. Σᾶς χρειαζόμαστε γιά νά δώσετε φτερά στίς καρδιές μας, πού εἶναι γεμᾶτες κενό καί ἀπαισιοδοξία».
Καημένοι ἄνθρωποι, πόση σημασία δίνετε στό πρόσωπό μου καί σ’ αὐτά πού γράφω! Τί φωνή νά ὑψώσω, πού εἶναι βραχνιασμένη καί ἀδύνατη, καί χάνεται μέσα στόν κυκεῶνα τῆς σημερινῆς ζωῆς; Ὄχι φωνή, ἀλλά καί τ’ ἀστροπελέκι νά κρατᾶ στά χέρια του κανένας σήμερα, καί νά τό σφενδονίζει γιά νά κάνει τούς ἀνθρώπους ν’ ἀλλάξουνε δρόμο, πάλι τίποτα δέν θά κάνει. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, τό ἐρημοποῦλι τῆς ἐρήμου, πού τόν φοβόντανε οἱ ἁμαρτωλοί, γιατί τούς ἔλεγε «γεννήματα ἐχιδνῶν», κι αὐτός μάταια φώναζε. Ἡ φωνή του χανότανε μέσα στήν ἔρημο, «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Καί πότε; Τόν καιρό πού ὑπήρχανε ἀκόμα κάποια αὐτιά νά τόν ἀκούσουνε, κι ἁπλές καρδιές γιά νά τόν καταλάβουνε. Ὄχι ἐμεῖς πού χρειαζόμαστε δασκάλεμα, καί πού ἔχουμε τόσα στήν καμπούρα μας! Πῶς νά γίνουμε δάσκαλοι γιά τούς ἄλλους; Γεμίζουμε χαρτιά μέ μυριάδες λόγια, μά τί τό ὄφελος; Ὁ κόσμος τραβᾶ τόν δρόμο του καί δέν σκοτίζεται ἀπό κηρύγματα. Κι ἄν δώσει προσοχή καί κανένας στά γραψίματά μας, μπορεῖ νά θυμώσει πού χαλάσαμε τήν ἡσυχία του, καί νά πεῖ πώς εἴμαστε ὑποκριτές, ψευτογιασμένοι, κουκκουβάγιες πού βγαίνουνε ἀπό τά χαλάσματα τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶναι τέτοιοι, πού μήτε τό κήρυγμα τοῦ ἅγιου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ δέν θἂκανε τίποτα.

Λοιπόν, ἄς τό πάρουμε ἀπόφαση. Τό κακό δέν περιορίζεται πιά μέ τίποτα, μέ κανένα τρόπο, μέ καμμιά δύναμη. Ὅσοι μιλοῦνε καί γράφουνε γιά νά φέρουνε στόν ἴσιο δρόμο τούς πολλούς πού ξεστρατίσανε, ἄς ξέρουνε πώς δέρνουνε τόν ἀγέρα, εἶναι «ἀέρα δέροντες», πού ἔλεγε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί ἅγιος νά εἶναι αὐτός, πού συμβουλεύει, πάλι δέν θἂβρει αὐτιά γιά ν’ ἀκούσουνε τή φωνή του, ὄχι ἄνθρωποι σάν ἐμᾶς, πού ἔχουμε οἱ ἴδιοι ἀνάγκη ἀπό δασκάλεμα.
Ναί, ὁ κόσμος δέν ἀλλάζει πορεία. Ἂς μήν περιμένουμε πιά τίποτα καλύτερο. Θά πηγαίνουμε ὁλοένα στά χειρότερα. Ἀνήφορος πιά δέν ὑπάρχει. Μονάχα κατήφορος. Ὅσοι ἔχουνε μέσα τους τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, αὐτοί οἱ λίγοι θ’ ἀπομείνουνε, «τό μικρόν ποίμνιον» πού εἶπε ὁ Χριστός. Κι ἄν γράφουμε, γι’ αὐτούς γράφουμε καί γιά τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς μας πού κιντυνεύουμε νά ἁρπαχτοῦμε ἀπό τά δίχτυα ποὖναι μπλεγμένοι ἐκεῖνοι πού θέλουμε νά δασκαλέψουνε. Γιά νά καθόμαστε ἀνύσταχτοι.
Ὅσοι εἶναι αἰσιόδοξοι γιά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας, βλέπουνε μέ ἄλλα μάτια τόν κόσμο, ἀπ’ ὅ,τι τόν βλέπομε ἐμεῖς. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ γκρινιάρηδες, οἱ Ἱερεμίες, οἱ Κασσάντρες, καί γι’ αὐτό ὁ κόσμος μᾶς ὀχτρεύεται. Κι ἔχει δίκιο. Ὁ καθένας νοιώθει διαφορετικά τή ζωή, τή χαρά, τό καλό καί τό κακό. Γιά τούς ἀνθρώπους πού λέμε πώς δέν πᾶνε καλά, ὁ σημερινός κόσμος εἶναι ὁ πιό θαυμάσιος, ἡ σημερινή ζωή εἶναι ἡ πιό καλύτερη κι ἡ πιό βλογημένη ἀπό ὅλες πού πέρασε ὁ ἄνθρωπος. Ἡ σημερινή νεολαία εἶναι μεθυσμένη ἀπό ἐκεῖνο πού λέμε ἐμεῖς «ἀνηθικότητα», καί πού αὐτή τό λέγει «ἐλευθερία». Τί κάθεσαι λοιπόν ἐσύ καί τσαμπουρνίζεις μέ τήν ἠθική σου; Γι’ αὐτούς εἶναι τό πιό μεγάλο χάρισμα ἡ ἀνηθικότητα, καί μποροῦνε νά σκοτώσουνε ἐκεῖνον πού χτυπᾶ τήν «ἐλευθερία» τους. Αἰῶνες ἀγωνιζότανε ὁ ἄνθρωπος, χωρίς νά μπορέσει νά τήν ἀποχτήσει. Καί τώρα πού τήν ἔκανε χτῆμα του, νά τήν ἀφήσει γιά τήν παλαιοντολογική ἠθική μας;
Ποτέ δέν μίσησε ἄνθρωπος τόν ἄνθρωπο τόσο πολύ, ὅσο στόν καιρό μας. Καί τόν μίσησε στ’ ὄνομα αὐτῆς τῆς «ἐλευθερίας», πού λέγει πώς εἶναι τό πολύτιμο ἀπόχτημα τῆς ἐποχῆς μας. Μισημένες εἶναι οἱ ἠθικές κουκκουβάγιες κι οἱ χριστιανικές μοιρολογῆστρες. Ποτέ ὁ χριστιανός δέν μισήθηκε ὅσο σήμερα, οὔτε ἐπί Νέρωνα.
Ποῦ ν’ ἀκούσουνε οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας κουβέντα γιά Θεό, γιά ψυχή, γιά ἄλλη ζωή! Ἡ ψυχή τους ἔχει παραμορφωθεῖ ὁλότελα ἀπό τίς κάθε λογῆς ἀνοησίες πού βλέπουμε στόν κινηματογράφο. Ἡ ταινία πού δέν ἔχει μέσα της πολλή ἀνοησία, δέν γνωρίζει ἐπιτυχία. Ἀνοησία, καί ἀκαλαισθησία, αὐτά τά δύο βασιλεύουνε σήμερα. Εἶναι ἀπίστευτο τό τί ἀκούγει κανένας γιά ἀστεῖα στίς συναναστροφές πού κάνουνε οἱ νέοι. Κρυόμπλαστα, ἀσυναρτησίες, μωρολογίες. Χάθηκε ἀπ’ αὐτούς κι ἡ πιό συνηθισμένη ἐξυπνάδα. Τά καημένα τά παιδιά, παίρνουνε ἀφορμή ἀπό ἕνα τίποτα, γιά νά χαχανίσουνε. Τά δέρνει ἡ ἀμηχανία κι ἡ βαρυεστημάρα κι αὐτή εἶναι ἡ αἰτία πού τά κάνει νά χοροπηδᾶνε σάν τρελλά, νά τσακίζουνε ὅ τι βροῦνε μπροστά τους, νά τά βάζουνε μέ ἀνύποπτους ἀνθρώπους. Γι’ αὐτά τά πλάσματα ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα ἀνιαρό πρᾶγμα δίχως σκοπό, δίχως ἀληθινή χαρά, δίχως ἁγνόν ἐνθουσιασμό.

Ποιός φταίγει γι’ αὐτή τήν κατάσταση; Ὅλοι μας. Ὅλοι συνεργήσαμε γιά νά καταντήσει ἡ ζωή ἔτσι πού κατήντησε. Ὅλοι δουλέψαμε γιά νά χτισθεῖ τοῦτος ὁ τερατώδικος πύργος τοῦ Βαβέλ. Ἄλλοι κουβαλήσανε γιά πέτρες τίς πετρωμένες καί ἀναίσθητες καρδιές τους, ἄλλοι κουβαλήσανε λάσπη ἀπό τά κατάβαθά τους πού φωλιάζουνε τά βρωμερά πάθη. Ἐκεῖνος ὁ παλιός πύργος τοῦ Βαβέλ ρήμαξε κι ἐξαφανίσθηκε. Μά τοῦτος θά στέκεται ἀσάλευτος, κι οἱ ἄνθρωποι ὁλοένα θά τόν κάνουνε πιό ψηλόν, μέ σκοπό νά χτυπήσουνε τόν Θεό.
Ἐσεῖς πού θλιβόσαστε καί πονᾶτε γι αὐτή τήν κατάσταση, καλά κάνετε νά λυπόσαστε, μά μήν ὀνειρευόσαστε πώς θἂρθουνε καλύτερες μέρες γιά τόν κόσμο. Ὁ κόσμος τρέχει σάν τρελλός. Κατά μέν τή δική του γνώμη ἀνηφορίζει στόν θρίαμβο, κατά δέ τή δική σας γνώμη κατηφορίζει στά τάρταρα καί στόν χαμό. Ποιός ἀπό τούς δυό ἔχει δίκιο, μοναχά ὁ Θεός τό γνωρίζει. Αὐτό τό τρέξιμο δέν θά πάψει ὣς τήν τελαυταία μέρα, πού θά λάμψει ἡ ἀλήθεια καί θά δικαιωθοῦνε ὅσοι πιστέψανε σωστά, καί μαρτυρήσανε γι’ αὐτή καί ἐμπαιχτήκανε γι’ αὐτή.

Ἴσως νἄρχεται κιόλας ὁ Ἀντίχριστος. Τά σημεῖα καί τά τέρατα πού προφητεύτηκε πώς θά κάνει ἀρχίσανε νά φανερώνουνται. Ἡ ἐπιστήμη βασιλεύει κι ἡ ἀθεια βασιλεύη μαζί της.
Μιά βροντερή φωνή ἀκούγεται ἀπό πάνω, μά τήν ἀκοῦνε μόνο ἐκεῖνοι, πού ἔχουνε αὐτιά γιά νά τήν ἀκούσουνε. Καί λέγει: «Νά, ἔρχομαι σάν τόν κλέφτη. Καλότυχος ἐκεῖνος πού ξαγρυπνᾶ καί βαστᾶ καθαρά τά φορέματά του. Ὁ καιρός εἶναι κοντά. Ὁ ἄδικος ἄς ἀδικήσει ἀκόμα, κι ὁ βρωμερός ἄς βρωμισθεῖ ἀκόμα, κι ὁ δίκαιος ἄς κάνει δικαιοσύνη ἀκόμα, κι ὁ ἅγιος ἄς ἁγιάσει ἀκόμα. Νά ἔρχομαι γρήγορα!».

(1895 – 1965)
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 76, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.