M

Close

ΟΙ ΚΡΥΦΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ

«Κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις»

(Β’ Κορινθ. ια, 26)

Ἂρθρον τοῦ μακαριστοῦ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΣΤ’ (Τελευταῖον)

Τά παρακάτω θεόπνευστα λόγια εἶναι ἀνθολογημένα ἀπό τόν ἅγιο   Σ υ μ ε ώ ν   τ ό ν   Ν έ ο   Θ ε ο λ ό γ ο:

Ἡ πνευματική γνώση μοιάζει μ’ ἕνα σπίτι, πού εἶναι χτισμένο στή μέση τῆς κοσμικῆς γνώσης, καί πού μέσα σ’ αὐτό βρίσκεται, σάν ἕνα σεντοῦκι σφαλισμένο, ἡ γνώση τῶν Θείων Γραφῶν, ὁ ἀνεκδιήγητος πλοῦτος, πού εἶναι θησαυρισμένος μέσα στίς Ἅγιες Γραφές, ἤγουν ἡ θεία Χάρις. Αὐτόν τόν πλοῦτο δέν εἶναι δυνατόν νά τόν δοῦνε ὅσοι μπαίνουνε στό σπίτι ἐκεῖνο, ἀνίσως καί δέν ἀνοιχθῆ σ’ αὐτούς τό κιβώτιο. Ἀλλά τό σεντοῦκι δέν εἶναι δυνατό νά ἀνοιχθῆ ποτέ μέ ἀνθρώπινη σοφία. Γιά τοῦτο, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἔχουνε τό φρόνημα τοῦ κόσμου, δέν γνωρίζουνε τόν πνευματικό θησαυρό, πού βρίσκεται μέσα στό σεντοῦκι τῆς πνευματικῆς γνώσης. Κι’ ὅπως, ἄν σηκώσει στόν ὦμο του κανένας ἐκεῖνο τό κιβώτιο, δέ μπορεῖ νά δεῖ τόν θησαυρό πού βρίσκεται μέσα σ’ αὐτό, ἔτσι, κι’ ἄν ἀναγνώσει κι’ ἀποστηθίσει ὅλες τίς Ἅγιες Γραφές, δέν δύναται νά καταλάβει τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι κρυμμένες μέσα σ’ αὐτές.

Προσκυνῶ, πέφτω στά γόνατα καί σέ εὐχαριστῶ, Κύριε τοῦ παντός καί πανάγιε Βασιλεῦ, γιατί μέ ἐλέησες, ἐμένα πού δέν ἤμουν ἄξιος τοῦ ἐλέους σου, καί μέ δόξασες, καί μέ τίμησες μέ τήν εἰκόνα σου, ὅπως θέλησες. Κι’ ὅλα τά πάντα τά δημιούργησες δι’ ἐμένα τόν ἄνθρωπο, πού εἶμαι κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν σου, καί μέ κατέστησες βασιλέα ἀπάνω εἰς ὅλα τά ἐπίγεια, εἰς δόξαν τῆς μεγαλωσύνης καί τῆς ἀγαθότητός σου. Ποῦ ἐγνώριζα, ἐγώ ὁ ταλαίπωρος, πώς εἶσαι τόσο καλός Δεσπότης; ὥστε νά νοιώσω πόθο γιά σένα; Ποῦ γνώριζα ἐγώ, πώς φανερώνεις τόν ἑαυτό σου σ’ ἐκείνους πού ἔρχονται σέ σένα, ἀκόμα καί τόν καιρό πού ζοῦνε μέσα σέ τοῦτον τόν κόσμο, γιά νά ζητήσω μέ πόνο νά σέ δῶ; Ποῦ καί πῶς ἤξευρα, ἐγώ ὁ δυστυχής, πώς λαμβάνουν τό Πνεῦμα σου τό Ἅγιον ὅσοι πιστεύουνε σέ σένα;

Ποῦ ἤξευρα ἐγώ, Δέσποτα, πώς ἐσύ εἶσαι ἀόρατος καί ἀχώρητος, βλέπεσαι καί χωρεῖς μέσα μας; Ποῦ ἠμποροῦσα ποτέ νά σκεφθῶ πώς ἐσύ ὁ Κύριος πού ἔκτισες τά σύμπαντα καί πού ἔπλασες τούς ἀνθρώπους, ἑνώνεσαι μ’ αὐτούς, καί τούς κάνεις θεοφόρους καί υἱούς σου, ὥστε νά ποθήσω καί νά ζητήσω νά τά λάβω ἀπό ἐσένα; Ποῦ ἤξευρα, Κύριε, τέτοιον Θεόν, τέτοιον Δεσπότην, τέτοιον προστάτην, τέτοιον πατέρα καί ἀδελφό καί Βασιλέα, ἐσένα πού φτώχεψες γιά μένα καί πού ἔλαβες δούλου μορφή; Ἀληθινά, Δέσποτα μου φιλάνθρωπε, τίποτα ἀπ’ αὐτά δέν γνώριζα ὁλότελα. Ἐπειδή κι’ ἄν ἔτυχε νά διαβάσω στίς Ἅγιες Γραφές γι’ αὐτά, νόμιζα πώς εἰπωθήκανε γιά κάποιους ἄλλους, ἤ γιά κάποια ἄλλα πράγματα, κι’ ὄχι γι’ αὐτά πού εἶδα, κ’ ἤμουνα ἀναίσθητος, καί δέν ἔνοιωθα τά γραμμένα, μήτε μπόρεσα ποτέ νά καταλάβω τήν ἔννοια πού εἶχαν. Ἐπειδή, ἄκουσα ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο πού ἔκραζε κ’ ἔλεγε «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε, καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», καί νόμιζα πώς εἶναι ἀδύνατο νά ἔλθη σέ θεωρία(¹) ἕνας ἄνθρωπος πού βρίσκεται ἀκόμα μέ τό σῶμα, καί θαρροῦσα πώς μονάχα σ’ ἐκεῖνον ἔδειξες αὐτά τά θαυμαστά πράγματα, κάνοντάς του χάρη, καί δέν ἤξευρα, ὁ ταλαίπωρος πώς αὐτό γίνεται ἀπό σένα σέ ὅλους πού σέ ἀγαποῦν. Ἀλλά, ἀπό ποῦ καί πῶς μποροῦσα νά γνωρίζω πώς καθένας πού πιστεύει σέ σένα, γίνεται μέλος σου, καί πώς ἀστράφτει μέ τήν χάρη σου; Ποιός νά πιστέψει ἕνα τέτοιο παράδοξο πράγμα, νά γίνει μακάριος, γενόμενος μακάριο μέλος τοῦ μακαρίου Θεοῦ; Ποῦ ἤξευρα ἐγώ πώς ἐσύ γίνεσαι ἄρτος ἀθάνατος κι’ ἄφθαρτος, ἀντί τῆς αἰσθητῆς τροφῆς πού γευόμαστε, ἄρτος ἀχόρταγος σ’ ἐκείνους πού σέ πεινοῦν καί σέ ποθοῦν, καί πηγή ἀθάνατος σέ κείνους πού σέ διψοῦν, καί φόρεμα λαμπρότατο σ’ ἐκείνους πού φοροῦνε γιά σένα ταπεινά καί φτωχά φορέματα; Ἄκουσα νά τά λέγουν αὐτά ἐκεῖνοι πού κηρύττουν τό Εὐαγγέλιό σου, πλήν νόμιζα πώς γίνονται μονάχα στή μέλλουσα ζωή, κ’ ὕστερα ἀπό τήν κοινή ἀνάσταση, καί δέν ἤξευρα πώς καί τώρα γίνονται σέ μᾶς, πού ἔχουμε μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπ’ αὐτά.

Ἐκεῖνος πού εἶναι τυφλός εἰς τό ἕνα, ἤγουν στόν Θεό, εἶναι τυφλός σέ ὅλα. Κ’ ἐκεῖνος πού βλέπει τό ἕνα, δηλαδή τόν Θεό, ἔχει τήν θεωρία τῶν πάντων, καί πάλι εἶναι ἔξω ἀπό τή θεωρία τῶν πάντων, κ’ ἔρχεται μέσα στή θεωρία τῶν πάντων, καί βρίσκεται πάλι ἔξω ἀπό τήν θεωρία τῶν πάντων. Ὅταν εἶναι, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, μέσα στό ἕνα, βλέπει τά πάντα, κι’ ὅταν εἶναι μέσα σέ ὅλα, δέν βλέπει κανένα ἀπ’ ὅλα. Ἐκεῖνος πού βλέπει τό ἕνα, μέ τό ἕνα βλέπει καί τόν ἑαυτό του κι’ ὅλα. Τά πάντα καί ὅλους τούς ἄλλους, καί πάλι, ὄντας κρυμμένος μέσα στό ἕνα, δέν βλέπει κανένα ἀπό ὅλα.

Ἐκεῖνος πού δέν φόρεσε, μέ νοερή αἴσθηση καί μέ γνώση, μέσα στόν λογικό καί νοερόν ἄνθρωπο, δηλαδή στήν ψυχή του, τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐπουρανίου καί Θεανθρώπου, εἶναι μοναχά σάρκα καί αἷμα, καί δέ μπορεῖ, μοναχά μέ τά λόγια, νά λάβει αἴσθηση πνευματικῆς δόξας, καθώς καί οἱ ἐκ γενετῆς τυφλοί δέ μποροῦν, μονάχα μέ τά λόγια, νά καταλάβουν καί νά γνωρίσουν τό φῶς τοῦ ἥλιου.

Ἤθελα νά πῶ κανένα παράδειγμα πού νά φανερώνει τό νόημα αὐτῶν, πού εἶπα παραπάνω, σ’ ἐκείνους πού καυχιοῦνται μέ αὐθάδεια, πώς ξέρουνε μόνο μέ τή ψεύτικη γνώση, καί χωρίς τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἐρευνᾶ τά βάθη καί τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, φοβοῦμαι τόν Κύριο, πού μᾶς πρόσταξε νά μή δίνουμε τά ἅγια στούς ἀδιάντροπους, μηδέ νά ρίχνουμε τά μαργαριτάρια μπροστά σ’ ἐκείνους, πού λογαριάζουνε τά θεῖα γιά τιποτένια κι’ ἀκάθαρτα, καί τά καταπατοῦνε καί τά ἀτιμάζουνε μέ τά χαμηλά καί γήϊνα νοήματά τους. (Ὅπως κάνουνε καί οἱ δικοί μας ἐξ Ἑσπερίας θεολόγοι. Πού τόν νοῦ τους τόν τύφλωσε ὁ Θεός, καθώς λέγει ὁ προφήτης «Καί ἐσκότισε τήν καρδίαν των, ἵνα βλέποντες μή βλέπωσι, καί ἀκούοντες μή συνιῶσι »). Καί δίκαια, ἐπειδή κάνανε τόν ἑαυτό τους ἀνάξιο μέ τήν περηφάνεια καί μέ τίς κακές πράξεις καί γιά τοῦτο τούς ἄφησε ὁ Θεός νά πορεύονται στό σκοτάδι τῆς ἀπιστίας καί τῆς κακίας τους, καθώς λέγει ὁ Δαυΐδ: «Ἐξαπέστειλεν αὐτούς κατά τά ἐπιτηδεύματα τῆς καρδίας αὐτῶν». Γιατί, ἐνῶ ἔχουν τόσα πολλά παραδείγματα ἀπό τούς Πατέρας μας, (πού κάνανε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ τά ἒργα καί τά βάλανε μπροστά σέ μᾶς γιά νά τά μιμηθοῦμε), δέν θελήσανε νά τά στοχασθοῦνε, μήτε θελήσανε νά μιμηθοῦνε ἐκείνους τούς Πατέρας, ἀλλά κάνουνε ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι κάνανε καί διδάξανε ἐκεῖνοι. Οἱ τέτοιοι, λέγω πώς ὄχι μονάχα εἶναι ἀνάξιοι νά ἔχουνε τή θεία γνώση, ἀφοῦ εἶναι υἱοί τῆς ἀπωλείας καί τῆς ἀπειθείας, ἀλλά εἶναι καί ὑπόδικοι γιά κάθε τιμωρία καί κατάκριση. Ἐπειδή λησμονήσανε νά ἐξετάσουνε τόν ἑαυτό τους, ἄν βρίσκουνται στήν πίστη, καί περιεργάζονται τήν πολιτεία τῶν ἄλλων, καί ἐξετάζουνε ἀσυλλόγιστα κάποια πράγματα, πού εἶναι παραπάνω ἀπό τή δύναμή τους, χωρίς νά φοβοῦνται τόν Θεόν ὁλότελα.

   Ἀπό τόν ἅγιο   Γ ρ η γ ό ρ ι ο   τ ό ν   Σ ι ν α ΐ τ η   παίρνουμε τά λίγα ταῦτα, πού διαβάζεις παρακάτω:

Κανένα πρᾶγμα δέν κάνει τήν καρδιά καί τήν ψυχή τόσο ταπεινωμένη, ὅσο τό νά καταντήσει ὁ ἄνθρωπος ἁπλοϊκός μέ γνώση, καί τό νά σωπαίνει σ’ ὅλα(²).

Πρέπει νά γνωρίζεις, πώς ὁ θεϊκός φόβος δέν ἔχει τρόμο, (καί λέγω τρόμο, ὄχι αὐτόν πού ἔρχεται ἀπό τή χαρά, ἀλλά ἀπό τήν ὀργή, ἤγουν ἀπό τήν τιμωρία κι’ ἀπό τό ν’ ἀπομείνει κανένας ἀπροστάτευτος). Ἀλλά ἔχει κάποια ἔντρομη ἀγαλλίαση, πού γίνεται μέ τήν προσοχή, καί βγαίνει ἀπό τή σοφία, πού λέγεται καί ἀρχή σοφίας.

Ὅποιος δέν βλέπει καί δέν ἀκούει καί δέν αἰσθάνεται πνευματικά, εἶναι πεθαμένος.

*  *  *

   ΑΠΟ τά λίγα αὐτά λόγια τῶν Πατέρων, μ’ ὅλο πού εἶναι σάν μικρά λουλούδια κομμένα ἀπό τό ὁλάνθιστο δέντρο, ὡστόσο, πόση πνευματική λάμψη βγαίνει καί φωτίζει τίς ψυχές μ’ ἕνα φῶς καθαρό καί ἱλαρό, τό φῶς τῆς ἀλήθειας, πού μᾶς ἔφερε ὁ Χριστός!

Συλλογίζεται κανένας, τί κατάρα ἔχουνε, ἄραγε, ἀπάνω τους κάποιοι ἄνθρωποι, καί δέν εἰσχωρεῖ μέσα στά κατάβαθά τους αὐτό τό οὐράνιο φῶς, ἀλλά οἱ καρδιές τους ἀπομένουνε σάν σκοτεινά σπήλαια, γεμάτα ἀπό φρύνους καί νυχτερίδες, ἤγουν ἀπό τά συχαμερά φαντάσματα τῆς φιλοσοφίας καί τῆς κούφιας ἀπάτης;

Φράζουνε τ’ αὐτιά τους, γιά νά μήν ἀκούσουνε τά πουλιά τοῦ Παραδείσου, καί θέλουνε ν’ ἀκοῦνε τίς κουκουβάγιες καί τά κοράκια!

Πῶς καταντήσανε, λοιπόν, σέ τέτοια ἀναισθησία ἀπό τήν περηφάνειά τους! Δέν εἶναι σέ θέση νά νοιώσουνε τήν ἀθάνατη πνοή τῆς Ὀρθοδοξίας, τή λεπτότητα πού ἔχουνε τά νοήματά της, τό μυστικό κάλλος της, καί θρέφουνται μέ τίς χονδροειδεῖς καί πεζές κοινοτοπίες τῆς λεγομένης «θεολογικῆς ἐπιστήμης», πού εἶναι ξόανο κανωμένο ἀπό τόν χωματένιο νοῦ κάποιων στεγνῶν καί πονηρῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Χριστός εἶπε· «Ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ βρίσκεται κ’ ἡ καρδιά σας. Ὁ λύχνος τοῦ σώματος εἶναι ὁ ὀφθαλμός. Ἄν, λοιπόν, ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι ἁπλός, ὅλο τό σῶμα σου εἶναι φωτεινό. Κι’ ἄν ὁ ὀφθαλμός σου εἶναι πονηρός, ὅλο τό σῶμα σου εἶναι σκοτεινό».

Ὁ ἁπλός ὀφθαλμός εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, κι’ ὁ πονηρός εἶναι ἡ Δύση.

ΦΩΤΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

(¹) Θεωρία εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται μέ τίς πνευματικές αἰσθήσεις.

(²) «Ἁπλοϊκός μέ γνῶσι» εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού γνωρίζει κάποια μυστήρια, πού δέν τά ὑποπτεύονται οἱ ἄλλοι, καί ν’ ἀπομείνη, ὡστόσο, ἁπλός καί ταπεινός σάν νά μή γνωρίζη τίποτα.

ΠΗΓΗ: Ἐφημερίδα Ὀρθόδοξος Τύπος, φύλλο 97/1969. (Σελ. 2).

Related Posts

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις, Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καί πίναξ.           Ἐν τῇ Γαλατίᾳ τῆς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Παφλαγονίας ἦτο γεωργός τις, Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν ἐν αὐταρκείᾳ τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπόν βλέπων τόν γείτονά του, ὅτι εἶχεν υἱούς τούς...

Ἡ αἰώνιος ζωή

Ἡ αἰώνιος ζωή

          Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ (Ἰωάν. 17, 1 – 13), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 49). «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν...