
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ
Στήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, ἡ θυγατέρα ἑνός Ἱερέως ἐξέπεσε στήν ἁμαρτία μέ κάποιον νέον, ὁ ὁποῖος τήν παρεκίνησε, νά συκοφαντήση κάποιον Ἀναγνώστην, ὅτι ἐκεῖνος τήν ἔφθειρε.
Ἐπειδή ἔμεινε ἔγκυος, τήν ἐξέταζαν οἱ γονεῖς της, μέ ποιόν ἔφθειρε τήν παρθενία της. Ἐκείνη ἐμαρτύρησε, ὅτι μέ τόν Ἀναγνώστη. Ὁ Ἱερεύς ἐμήνυσε τόν Ἀναγνώστη στόν Ἐπίσκοπο καί ὁ Ἐπίσκοπος ἐσύναξε τό Ἱερατεῖον, ἐκάλεσε σέ ἀπολογία τόν Ἀναγνώστη καί τόν ἐξέταζε, νά ὀμολογήση τήν ἀλήθεια.
Ὁ Ἀναγνώστης, μή ἔχοντας εἴδησι, δέν ἀποκρινόταν καθόλου. Γι’ αὐτό ἐθύμωσε ὁ Ἐπίσκοπος καί τοῦ εἶπε:
– Ἄθλιε καί ταλαίπωρε, δέν ὀμολογεῖς τό πταῖσμα σου καί νά μετανοήσης γιά τήν ἀνομία ποῦ ἔκαμες; Τότε ἀπεκρίθη ὁ Ἀναγνώστης καί εἶπε:
– Ἐγώ ὀμολογῶ τήν ἀλήθεια, ὅτι δέν ἔχω εἴδησι ἀπό τέτοιο ἔργον. Ἐάν θέλετε νά εἰπῶ ψέμματα, λέγω πώς ἔχω εἴδησι, ὅμως ὁ Κύριος γνωρίζει, ὅτι μήτε λογισμόν δέν ἔβαλα γι’ αὐτήν.
Μιᾶς ὅμως καί καθαίρεσεν ὁ Ἐπίσκοπος τόν Ἀναγνώστη, αὐτός ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ἀρχιερέως καί τόν παρακαλοῦσε, λέγοντας:
– Ἐπειδή, Δεσπότη μου, εἶπα ψέμματα πώς ἔχω εἴδησιν καί μέ καθαίρεσες ἀπό τό ἐπάγγελμά μου, παρακαλῶ νά προστάξετε νά τήν πάρω ἀπό τώρα κι ἐμπρός, νά τήν ἔχω δική μου γυναῖκα. Μήτε ἐγώ εἶμαι πλέον κληρικός, οὔτε ἐκείνη εἶναι παρθένος….
Ἀκούοντας ταῦτα ὁ Ἐπίσκοπος καί ὁ πατέρας της, συγκατατέθησαν καί ἀμέσως τοῦ τήν ἔδωκαν γυναῖκα. Παίρνοντάς την ὁ Ἀναγνώστης, τήν παρέδωκεν ἀμέσως σέ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι καί παρεκάλεσε τήν Ἡγουμένη τοῦ Μοναστηρίου νά τήν ἔχη ἐκεῖ ὥσπου νά γεννήση καί πάλιν νά τήν πάρη.
Προσευχή τοῦ συκοφαντημένου ἀθώου.
Ἀφίνοντάς την στό Μοναστήρι, ἐπῆγεν ὁ Ἀναγνώστης καί βρῆκεν ἕνα κελλάκι στήν ἔρημο, ἐκλείστηκε ἐκεῖ μέσα καί ζοῦσε μέ μεγάλη ἐγκράτεια καί σκληραγωγία. Πέφτοντας συχνά στή γῆ προσευχόταν καί ἔλεγε:
Σύ, Χριστέ Βασιλεῦ, γνωρίζεις τά πάντα καί δέν σοῦ ξεφεύγουν, Θεέ μου, τά ἔργα μου. Οὔτε εἶναι δυνατόν νά κρυφτῆ κανένα πρᾶγμα, εἴτε λόγος, εἴτε ἔργον ἀπό τή μεγαλοδυναμία σου, πού ἐπιβλέπει τά πάντα, καί τά ξέρει ἀκόμη προτοῦ γίνουν. Σύ, Κύριε, γνωρίζεις τά βάθη τῆς καρδίας τοῦ καθενός καί κρίνεις ἄσφαλτα τά διανοήματα καί τούς λογισμούς τῶν ἀνθρώπων. Σύ εἶσαι τῶν ἀδικουμένων βοηθός, τῶν συκοφαντουμένων φανερωτής, σύ μισεῖς τήν ἀδικία καί ἀγαπᾶς τό δίκαιον. Ὅλος εἶσαι φῶς, καί ἐμπρός σου ἀδύνατον εἶναι νά κρυφτῆ κανένα κάμωμα ἀνθρώπου. Στή δίκαιη κρίσι σου Θεέ μου, ἀφίνω καί τή δική μου ὑπόθεσι. Παρακαλῶ μέ τό ζύγι τῆς ἄκρας δικαιοσύνης σου νά ζυγίσης καί τή δική μου θέσι.
Αὐτά προσευχόταν μέ δάκρυα καί στεναγμούς ὁ εὐλαβής Ἀναγνώστης.
Ἀφάνταστη δυστοκία.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἐκείνη ἡ ταλαίπωρη πού τόν συκοφάντησε, τῆς ἔφθασαν οἱ πόνοι τῆς γέννας, νά γεννήση τό τέκνο τῆς ἀνομίας. Ἡ ὥρα ἔφτασε, ὅμως τά δεσμά τῆς ἄδικης συκοφαντίας δέν ἀφίνουν τή γέννα νά γίνη φυσιολογικά. Τότε φέρνει ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ πόνους καί φόβους, ἔξω ἀπό τά μέτρα σ’ ἐκείνη τήν ἀθλία. Τῆς φέρνει στεναχώριες παρόμοιες μέ τό θάνατο, φαντάσματα τρομερά τῆς κολάσεως, στεναγμούς καί δάκρυα μέ ἄγριες φωνές. Ὅμως τό βρέφος δέν φαίνεται ἔξω. Πέρασαν δύο ἡμέρες καί οἱ πόνοι αὐξάνουν. Ἔφθασεν ἡ ἑβδομάδα καί τό πρᾶγμα καταντᾶ στίς πύλες τοῦ ἅδου, δηλαδή τοῦ θανάτου. Ἐκτός ἀπό τούς μεγάλους καί φοβερούς πόνους καί στεναχώριες, ἐκεῖνες τίς ἑπτά ἡμέρες δέν ἐγεύθη τίποτα ἡ ταλαίπωρη, καί δέν κοιμήθηκε οὔτε πολύ, οὔτε λίγο.
Ὁπότε, καθώς δέν ὑπέφερε πλέον τέτοιες καί τόσες θανατερές πληγές, πού πολλαπλασιάστηκαν ἀπό τίς προσευχές τοῦ δίκαιου Ἀναγνώστη, ἄρχισε πλέον νά ἐξομολογῆται μέ μεγάλους ἀναστεναγμούς τήν ἄδικη συκοφαντία, πού ἔκαμε γιά τόν ἀθῶο Ἀναγνώστη. Ἐφώναζε λοιπόν ἀπαρηγόρητα μέ πόνους μεγάλους καί ὀδυρμούς καί ἔλεγε:
– Ἀλλοίμονόν μου τῆς ἀθλίας, ἀλλοίμονο, ἐπειδή κινδυνεύω νά κατέβω στά καταχθόνια γιά διπλή ἁμαρτία, τῆς συκοφαντίας καί τῆς πορνείας· μέ ἄλλον ἔφθειρα τήν παρθενία μου ἡ ταλαίπωρη, καί τόν Ἀναγνώστη ἐσυκοφάντησα.
Ἀποκάλυψις τῆς ἀλήθειας.
Αὐτά ὅλα τά ἄκουσαν καί τά ἄκουγαν οἱ παρθένες τοῦ Μοναστηριοῦ, καί τά εἶπαν ὅλα στόν πατέρα της. Ὅμως ἐκεῖνος ἐφοβήθηκε μήπως καταδικασθῆ ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ὡς ἄδικος συκοφάντης, εκαρτέρησε ἀκόμη δύο ἡμέρες, ὥσπου δέν ἦταν πλέον δυνατόν νά ὑποφέρη τούς πόνους ἡ πανάθλια ἐκείνη, μά οὔτε καί οἱ Καλόγρηες σ’ ἐκεῖνο τό Μοναστῆρι μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τίς φωνές καί βοές της. Γι’ αὐτό ἔτρεξαν καί ἀνέφεραν μέ ἀδημονία στόν Ἐπίσκοπο τήν ὑπόθεσι.
Ἀφοῦ ὁ Ἐπίσκοπος ἔμαθε τά πάντα καί ἐγνώρισε τή συκοφαντία, ἔστειλε ἀμέσως Διακόνους στόν Ἀναγνώστη, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶπαν τά πάντα γιά ἐκείνη τήν ταλαίπωρη καί νά παρακαλέση τόν Θεό γιά δαύτην. Ὅμως ὁ Ἀναγνώστης οὔτε τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἄνοιξε, οὔτε καμμιά ἀπόκρισι ἔδωκε, ἀλλά ἦταν κλεισμένος μέσα, καί προσευχόταν. Ἐξάλλου ὁ πατέρας της καθώς ἐπόνεσε πλέον ἡ ψυχή του ἀπό τή μεγάλη ταλαιπωρία τῆς θυγατέρας του, πῆγε καί παρεκάλεσε τόν Ἐπίσκοπον καί ἔγινε κοινή δέησις στήν Ἐκκλησία γιά τήν πάσχουσα. Ὅμως ὁ Θεός περισσότερο ἄκουγε ἕναν ἀδικημένον ἄνθρωπο, δηλαδή τόν Ἀναγνώστη, παρά τόσο πολύ πλῆθος, ποῦ τόν παρακαλοῦσαν.
Ἔμπρακτη αἴτησις συγνώμης.
Τότε σηκώθηκε ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιερεύς, καί πῆγε στό κελλί τοῦ Ἀναγνώστου, ἔκρουσε τήν πόρτα, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἤθελε νά τοῦ ἀνοίξη. Μετά πολλή ὥρα πρόσταξε ὁ Ἀρχιερεύς, ἔσκισαν τήν πόρτα καί μπῆκαν μέσα καί ηὗραν τόν Ἀναγνώστη ποῦ ἔκειτο στή γῆ μπρούμυτα καί προσηύχετο. Τοῦ λέγει ὁ Ἀρχιερεύς:
– Ἀδελφέ Εὐστάθιε, νά πού μέ τίς προσευχές σου ἐφανέρωσε ὁ Κύριος τήν ἄδικη συκοφαντία. Ὅλοι μας λοιπόν σέ παρακαλοῦμε, νά λυπηθῆς αὐτή τήν ταλαίπωρη, ποῦ σοῦ ἔφταιξε καί πού ἐπαιδεύθη παρά Θεοῦ μέ φοβερή μάστιγα τῆς δικαιοκρισίας του. Σήκω, Ἀναγνώστη, διά τόν Κύριον, καί λύσε τήν ἀθλία ἀπό τά δεσμά τῶν βασάνων, ἐπειδή ἡ δική σου προσευχή ἔδεσε τά ὄργανα τῆς γέννας καί δέν ἐνεργοῦν νά ἐλευθερωθῆ ἡ ταλαίπωρη. Τότε ὑπάκουσε ὁ Ἀναγνώστης, καί ἔκαμε προσευχή, μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο, ἐλευθερώθηκε καί ἐγέννησε παιδί ἡ πάσχουσα. Αὐτή ἐφώναζε μέ ἐλεεινές φωνές καί ζητοῦσε ἀπό ὅλους συγχώρησι γιά τήν ἀνομία, ποῦ τόλμησε νά συκοφαντήση τέτοιον σώφρονα καί ἅγιον ἄνθρωπο.
Αὐτός ἐπεδόθη ὕστερα σέ μεγάλους καί πολλούς ἀγῶνες καί τόν εὐλαβεῖτο ὁ κόσμος σάν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ καί Μάρτυρα. Κατηξιώθη παρά Χριστοῦ νά κάμη θαύματα εἰς ἀσθενεῖς καί δαιμονισμένους.
Μέ τή συκοφαντία, τήν κατάκρισι, τήν καταλαλιά καί ἄλλα παρόμοια, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀληθινά, πάλιν κολάζεται ἐκεῖνος ποῦ κατακραίνει καί καταλαλεῖ, καθώς ὁρίζει ὁ Κύριος· «Μή κρίνετε καί οὐ μή κατακριθῆτε». Πόσον μᾶλλον ὅταν εἶναι ψέμματα! Ἂς ξέρωμε ἐξάλλου γιά τήν τιμή καί τή δόξα, πού ἀκολουθεῖ τήν ὑπομονή. Καθώς εἴδαμε τήν ὀργήν καί τήν τιμωρία, ποῦ ἔπαθε ἐκείνη ποῦ συκοφάντησε, ἐνῶ τόσης δόξης ἀξιώθηκε ὁ συκοφαντημένος γιά τήν ὑπομονή.
Πηγή: ΛΑΥΣΑЇΚΟΝ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Β. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ (σελ. 202 – 206).