M

Close

Φύσα, ἀγεράκι! Ἀναστάτωση καί εἰρήνη.

Τοῦ Φώτη Κόντογλου

Ταραχή κι ἀγκομαχητό εἶναι ἡ ζωή σήμερα, καί ζάλη ἀνυπόφερτη γιά τίς ψυχές πού ἀγαποῦνε τήν ἡσυχία καί τήν εἰρήνη. Καί ὅμως, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι τή χαίρουνται αὐτή τή ζωή, κι αὐτά πού τήν κάνουνε γιά μᾶς ἀνυπόφερτη, εἶναι ἴσια – ἴσια γι’ αὐτούς οἱ χαρές της.

            Δέν εἶναι μονάχα ἡ βουή, καί τά βογγητά πού βγάζουνε οἱ λογῆς – λογῆς μηχανές, τ’ ἀκαταμέτρητο πλῆθος ἀπό τούς ἀνθρώπους πού μερμηγκιάζουνε καί σέ πνίγουνε, δέν εἶναι μοναχά ἡ βιασύνη πού ἔχουνε, τρέχοντας σάν ξεφρενιασμένα ζῶα πού τά δέρνει ἀλύπητα τό καμτσίκι τοῦ μαμωνᾶ καί τῆς στρίγγλας πού τή λένε «τρέλλα», δέν εἶναι μονάχα αὐτή ἡ ἐξωτερική ἀβάσταχτη βουή καί ταραχή, ἀλλά ἡ χειρότερη εἶναι ἡ ζάλη πού δέρνει τά μυαλά καί τίς ψυχές, σάν νά βρίσκουνται μέσα σ’ ἕνα καζάνι πού χοχλακᾶ. Ἕνας μαῦρος κι ἀποπνιχτικός καπνός μᾶς τυλίγει. Θέλουμε νά ξεσκίσουμε αὐτά τά σιδερένια δίχτυα πού μᾶς σφίγγουνε, νά λευτερωθοῦμε ἀπ’ αὐτή τήν ἀγωνία, ἀπ’ αὐτόν τόν θερμιασμένον βραχνᾶ, νά γλυτώσουμε μέ κάθε τρόπο ἀπ’ αὐτή τήν κόλαση. Νά ξεκουραστεῖ ἡ διάνοιά μας, νά εἰρηνέψει ἡ καρδιά μας, νά μᾶς δροσίσει λίγο καθαρό ἀγεράκι, μέσα στόν πυρωμένον λίβα τῆς ἀγωνίας πού μᾶς τυραννᾶ.

Ὤ! Ποῦ νά καταφύγουμε; Ὅπου νά πάει κανένας, βρίσκει τήν ἴδια ταραχή κι ἀπελπισία. Χιλιάδες ἔγνοιες καί φροντίδες, ἕνα σωρό ζητήματα μπερδεμένα καί πολύπλοκα, ἔχουνε τυλιγμένους τούς δυστυχισμένους ἀνθρώπους, κι ὁλοένα γι’ αὐτά συζητοῦνε δίχως τέλος, στά σπίτια τους, στά μαγαζιά τους, στά γραφεῖα, στά ὑπουργεῖα, στά καφενεῖα, στίς ἐκκλησιές, στίς φυλακές, στή θάλασσα αἱ στή στεριά, στά ταξίδια, στίς διασκεδάσεις τους, παντοῦ καί πάντα. Ὁ γύπας μέ τ’ ἀνύσταχτο μάτι τσιμπᾶ μέρα – νύχτα τό μυαλό μας, τήν καρδιά μας, τήν ψυχή μας. Δέν φτάνει ἡ ἀγωνία νά συντηρηθοῦμε στή ζωή, ἀλλά κοντά σ’ αὐτή ἔχουμε κάνει ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀκαταμέτρητες ἄλλες ἀγωνίες, σά νά μᾶς σπρώχνει ὁ διάβολος, νά βασανίζουμε τόν ἑαυτό μας, ἔχοντας τήν ἰδέα πώς τόν λευτερώνουμε ἀπό τά βάσανά του. Ἡ περιέργειά μας νά σκαλίζουμε καί νά ἐξετάζουμε ὅλα τά πάντα, ἔχει καταντήσει μιάν ἀρρώστεια φριχτή, πού δέν μᾶς ἀφήνει νά ἡσυχάσουμε, σάν τόν σκύλο πού στριφογυρίζει θέλοντας νά δαγκάσει τήν οὐρά του. Τά δηλητήρια τῆς μάταιης γνώσης τά ἔχουμε γιά δροσιστικό πιοτό. Τρέχουμε πίσω ἀπό τά μυστήρια τοῦ κόσμου σάν κυνηγάρικα κουτάβια, μέ τή γλῶσσα κρεμασμένη ἀπ’ ἔξω, κι ὅσο αὐτά τά μυστήρια ξεμακρύνουνε ἀπό μᾶς καί χάνουνται μέσα στήν ἄβυσσο, τόσο ἐμεῖς πηλαλᾶμε λαχανιασμένοι, κι ἔτσι γυροφέρνουμε ζαλισμένοι, δίχως νά νοιώσουμε τίποτα ἀπό τή ζωή μας.

            Γιά μᾶς δέν ὑπάρχει κανένας σκοπός στόν κόσμο καί στή ζωή, καί γι’ αὐτό βάζουμε γιά σκοπό τίς ἀνόητες φιλοδοξίες μας, γεμίζοντας τήν ἄδεια ζωή μας μέ ἀκαταμέτρητες μικρολογίες. Κάνουμε διάφορες θεωρίες, καί ζοῦμε μέσα σ’ ἕναν ἀποπνιχτικόν κυκεῶνα, πού μέσα σ’ αὐτόν δέ μπορεῖ νά ξεχωρίσει μήτε τό καλό ἀπό τό κακό, μήτε τ’ ὄμορφο ἀπό τό ἄσχημο, μήτε τ’ ἀληθινό ἀπό τό ψεύτικο. Μάλιστα, αὐτός ὁ κυκεῶνας ἔχει καταντήσει ὁ παράδεισός μας, καί καυχιόμαστε γι’ αὐτόν.

            Μέσα στό μυαλό μας γυρίζει μέ ζαλιστική γρηγοράδα μιά μηχανή πού τυλίγει ἕνα σωρό κουβάρια, μπερδεμένα καί τά ἴδια, κι ἀναμεταξύ τους τὅνα μέ τ’ ἄλλο. Τὅνα κουβάρι εἶναι ἡ πολιτική, τ’ ἄλλο ἡ κοινωνία, τ’ ἄλλο ἡ θρησκεία, τ’ ἄλλο ἡ ἐπιστήμη, τ’ ἄλλο ἡ τέχνη, κι ἀπάν’ ἀπ’ ὅλα ἡ παμπόνηρη ἀλχημεία τοῦ Μαμωνᾶ. Αὐτά τά κουβάρια χωρίζουνται σέ χιλιάδες ἄλλα πιό μικρά, κι ὅλα τυλίγουνται καί ξετυλίγουνται μέσα στά μυαλά μας καί μπερδεύουνται μ’ ἕνα ἀπερίγραφτο ἀνακάτωμα. 

Παντοῦ εἶναι κρυμμένοι καί παραφυλᾶνε στά σκοτεινά χιλιάδες διαβόλοι πού γυρίζουνε αὐτά τά πονηρά μηχανήματα, κι αὐτοί οἱ διαβόλοι εἶναι ἀνθρῶποι, πού φαίνουνται ἀπ’ ἔξω ἥμεροι, ἁπλοί, εἰρηνικοί στά ἀνύποπτα μάτια μας. Δίχως νά φαίνουνται, κάθουνται στά κρυφά καί σχεδιάζουνε μυριάδες σατανικά σχέδια, πού ἀνατριχιάζει ἄνθρωπος νά τά συλλογιστεῖ. Αὐτούς τούς πονηρότατους λογισμούς, καί νά τούς μάθεις ἀκόμα μοναχά, μολεύεται τό πνεῦμα σου, φαντάσου νά τούς γεννᾶ τό μυαλό σου καί νά τούς βάζεις σέ ἐνέργεια! Τοῦτα τά καταχθόνια σχέδια δέν λογαριάζουνε τίποτα, μήτε Θεό, μήτε ἄνθρωπο, μήτε κακούργημα, μήτε ἀγωνία, μήτε τίποτα. Τά περισσότερα ἔχουνε γιά σκοπό τό χρυσάφι καί τήν καλοπέραση τῆς σάρκας, μέ τή βρωμερή τήν πορνεία καί μέ τά ἄλλα τ’ ἀκατανόμαστα καί βδελυρά καμώματα πού μεταμορφώνουνε τόν ἄνθρωπο σ’ ἕνα πλάσμα πιό σιχαμερό κι ἀπό τόν σατανᾶ. Ἀλλά, κοντά στό χρῆμα, εἶναι κι ἄλλα φαρμακερά φίδια πού φωλιάζουνε μέσα σέ κεῖνες τίς σκοτεινές σπηλιές. Εἶναι τά πάθη, ὁ φθόνος, τό μίσος καταπάνω στήν εἰρήνη, τό τέρας πού ἔχει πολλά σιχαμερά κεφάλια, σάν τή Λερναία Ὕδρα.

Ἀλλοίμονο! Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν μπορεῖ νά χωρέσει μέσα του ὅλο τό σκοτάδι τῆς κόλασης! Πῶς ζοῦνε καί πῶς κοιμοῦνται αὐτά τά τέρατα, καί γιατί ἄραγε ἀγαπᾶνε τή ζωή, ἀφοῦ δέν λογαριάζουνε γιά τίποτα τήν ζωή τοῦ ἄλλου, οὔτε τή ζωή ὁλουνῶν τῶν ἀνθρώπων; Λοιπόν, τέτοια λυσσασμένα θηρία ζοῦνε ἀνάμεσα μας, φορῶντας τή μάσκα τοῦ πολιτισμένου καί τοῦ σπουδασμένου; Ἀνατριχιάζεις σάν τό συλλογίζεσαι. Σιχαίνεσαι πού εἶσαι κι ἐσύ ἀπό τήν ἴδια φυλή μ’ αὐτούς τούς σατανάδες. Δέν θέλεις νά εἶσαι πιά ἄνθρωπος. Θέλεις ν’ ἀλλάξεις, νά γίνεις κάποιο ἄλλο πλάσμα, ἤ νά πεθάνεις.

            Ἀπογυρίζεις τό πρόσωπό σου ἀπ’ αὐτούς τούς κακούς ἀνθρώπους, καί φέρνεις στή θύμησή σου ἐκεῖνα τ’ ἀρνάκια τοῦ Θεοῦ, τά ἥμερα καί τά εἰρηνικά, καί νοιώθεις νά ἡσυχάζει ἡ καρδιά σου. Ὅσο σιχαμεροί εἶναι κεῖνοι οἱ κολασμένοι, τόσο ἀγαπημένοι καί βλογημένοι εἶναι τοῦτοι οἱ ἄλλοι.

            Βάζεις κοντά ἕναν κακόν μ’ ἕναν καλόν, κι ἀπορεῖς πῶς κι οἱ δυό εἶναι ἄνθρωποι, κι ἔχουνε τήν ἴδια ὄψη ἀπ’ ἔξω. Θυμᾶσαι τά λόγια πού εἶπε ὁ ἅγιος Μακάριος, πώς ὁ ἕνας ἄνθρωπος γίνεται λύκος καί τρώγει, κι ὁ ἄλλος γίνεται ἀρνί καί τρώγεται. Ὅσο λῦπάσαι γιά τόν ἕναν, τόσο χαίρεσαι γιά τόν ἄλλον. Ὅσο κατρακυλᾶς στήν ἄβυσσο τῆς ἀπελπισίας μέ τόν ἕναν, τόσο ὑψώνεσαι στό φῶς τῆς ἐλπίδας μέ τόν ἄλλον. Ὅσο σέ κάνει νά σιχαίνεσαι τόν ἄνθρωπο ὅ ἕνας, ἄλλο τόσο σέ κάνει ὁ ἄλλος νά τόν ἀγαπᾶς καί νά τόν θαυμάζεις.

            Ἀπό τή μιά μεριά βλέπεις ἁπλότητα, ἀγάπη, πίστη, ἀλήθεια, ταπείνωση, εἰρήνη, πραότητα, εὐλογία. Κι ἀπό τήν ἄλλη βλέπεις μπέρδεμα, πικρία, δόλο, περηφάνεια, σκληρότητα, ταραχή, φουρτούνα, θυμό, ὀργή, κατάρα.

            Μιά μικρή καί λιγόχρονη ζωή ἔχει νά περάσει κι ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος. Ἀλλά γιατί ἄραγε ὁ ἕνας χρειάζεται γι’ αὐτή τή ζωή τόση πονηρή δραστηριότητα καί μυριάδες σκοτεινούς λογισμούς καί καταχθόνια σχέδια, κι ἀγωνία; Ἐνῶ ὁ ἄλλος περνᾶ αὐτή τή ζωή ἥσυχος κι εἰρηνεμένος, κι ἀναπαύει καί τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους. Ποῦ νά βρεῖ εὐτυχία ἐκεῖνος ὁ ἀφορεσμένος, στόν πονηρό δρόμο του, ἀφοῦ δέν ἔχει τή βλογημένη τήν εἰρήνη; «Ὁ ἀλλότριος τῆς εἰρήνης, λέγει ἕνας ἅγιος, ἀλλότριός ἐστι τῆς χαρᾶς».

            Μά ἀπό ποιά βαθειά καί σκοτεινή ἄβυσσο ἔρχουνται ἄραγε στόν κόσμο αὐτά τά ἀλλοίθωρα τελώνια, καί βγαίνουνε στόν ἔμορφον κόσμο τοῦ Θεοῦ σάν νυχτερίδες πού τίς στραβώνει καί τίς ζαλίζει ἡ βλογημένη λάμψη τοῦ ἥλιου! Καί σκοτεινιάζουνε τή διάνοιά μας, καί γεμίζουνε τήν καρδιά μας ταραχή κι ἀπελπισία.

            Μιά τέτοια ζάλη καί μιά τέτοια ἀηδία γιά τή ζωή μέ πιάνει, ὅποτε κατέβω στή πολιτεία. Θαρρῶ πῶς βρίσκουμαι σέ καμμιά βρώμικη φυλακή, χάνω τό κέφι μου, καί θέλω γρήγορα νά φύγω μακρυά, ν’ ἀπομείνω μέ τόν ἑαυτό μου. Συζητήσεις ἀτελείωτες καί μπερδεμένες, δουλειές, ἐπιχειρήσεις, θέατρα, βιβλία, πολιτική ἀγωνία, ἀδιαντροπιά, λεφτά, λεφτά… Ὁ ἱδρώτας τρέχει ἀπό πάνω μου. Μηχανές λογῆς – λογῆς μουγκρίζουνε γύρω μου. Οἱ ἄνθρωποι τρέχουνε σάν νἆναι στό φρενοκομεῖο.

Φεύγω μακρυά. Τρέχω, σάν νά ξέφυγα ἀπό ληστές.

Δέν πιστεύω τά μάτια μου πώς βρίσκουμαι μακρυά ἀπό τήν κόλαση! Ἡσυχία! Κάθουμαι σέ μιά πέτρα. Κυττάζω τά βουνά, τά δέντρα, τό χῶμα, τά σύννεφα, κι ἀναστενάζω. Βλογημένη πλάση τοῦ Θεοῦ. Ἀγαπημένο καταφύγιο.

Ἕνα δροσερό ἀγέρι φυσᾶ καί δροσίζει τό θερμασμένο μέτωπό μου. Παίζουνε χαρούμενα τά φύλλα τῶν δέντρων, σαλεύουνε τά χρυσάγκαθα καί τ’ ἄλλα τά χορτάρια. Μιά χρυσόμυγα πετᾶ κοντά μου, σάν νά μέ χαιρετᾶ.

            Φύσα, γλυκό ἀγεράκι! Σκόρπισε ὅλη τούτη τή θανατερή ζάλη, τούτη τήν ἀναστάτωση πού ἔχει μέσα τό μυαλό μου κι ἡ καρδιά μου! Φύσα, ἀγεράκι, ἁγνό κι ἀμόλευτο, καί διῶξε τήν ἀνυπόφερτη βρῶμα πού ἔχω ἀπάνω μου, τή βρῶμα τῆς πονηριᾶς, τῆς ὑποκρισίας, τῆς ἐξυπνάδας. Δρόσισέ με. Πλύνε με. Καθάρισέ με. Ξαναγέννησέ με ἄκακον κι ἀπονήρευτον. Δῶσε μου τά φτερά σου, νά πετάξω, νά πάγω μακρυά, πολύ μακρυά.

Φώτης Κόντογλου
(1895 – 1965)

ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 220 – 223, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.

Related Posts

Ποῦ ἀνήκεις;

Ποῦ ἀνήκεις;

           Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰωάν. 7, 37 – 52· 8, 12), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 55). «Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν» (Ἰωάν. 7, 43).            Μία, ἀγαπητοί...

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις, Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καί πίναξ.           Ἐν τῇ Γαλατίᾳ τῆς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Παφλαγονίας ἦτο γεωργός τις, Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν ἐν αὐταρκείᾳ τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπόν βλέπων τόν γείτονά του, ὅτι εἶχεν υἱούς τούς...