M

Close

Ἡ σπάθη τοῦ Δαμοκλέους. Ὁ ἄνθρωπος δήμιος τοῦ ἑαυτοῦ του.

Τοῦ Φώτη Κόντογλου

            Σ’ ἕνα παληό βιβλίο ἀπό κεῖνα πού τά λογαριάζει ὁ κόσμος ἄξια νά τά διαβάζουνε μονάχα οἱ γρηές κι οἱ θρησκόληπτοι, εἶδα τυπωμένα τά παρακάτω λόγια: «Ὁ ἄνθρωπος, κολυμβῶν εἰς ὠκεανόν ἀθλιότητος καί ἀκολασίας, ἐπαίρεται ἐπί πολιτισμῷ καί προόδῳ. Παράγει μηχανήματα καί σπουδαίας ἐφευρέσεις, ἀλλά πάντα ταῦτα, ἀντί νά καταστήσωσι τήν ζωήν τῆς ἀνθρωπότητος εὐδαιμονεστέραν, τοὐναντίον τήν κατέστησαν δυστυχῆ καί ἀθλίαν. Τήν ἀληθῆ εὐδαιμονίαν τήν ἐδίδαξεν εἰς τόν ἄνθρωπον ὁ Χριστός διά τῆς ἁπλοποιήσεως τῆς ζωῆς, γεννηθεῖς ὁ ἴδιος ἐν τῇ φάτνῃ τῶν ζώων, καί διά τῆς ἀγάπης. Πλήν, δυστυχῶς, τίποτε ἐκ τῶν διδαγμάτων τοῦ Κυρίου δέν φαίνεται τηρούμενον εἰς τάς λεγομένας χριστιανικάς καί πεπολιτισμένας χώρας. Σήμερον οἱ κατ’ ὄνομα μόνον χριστιανικαί κοινωνίαι δέν ἔχουσιν οὐδέν γνώρισμα χριστιανικόν. Ἐάν ἡ ἀνθρωπότης ἐξακολουθήσει τόν πονηρόν δρόμον τόν ὁποῖον πορεύεται, τυφλώττουσα πρός τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τό μέλλον αὐτῆς ἕσεται ζοφερόν καί ἡ θεία νέμεσις θά ἐπιπέσει ἐπί τοῦ τραχήλου αὐτῆς βαρεῖα».

Αὐτή ἡ ὥρα τῆς τιμωρίας ἦρθε. Σήμερα ἔφταξε ὁ κόμπος στό χτένι. Οἱ ἁμαρτίες μας σωρευτήκανε ἀπάνω ἀπό τά κεφάλια μας, γινήκανε βουνό πού εἶναι ἕτοιμο νά μᾶς πλακώσει. Οἱ μπόμπες πού κάναμε γιά νά καταστρέψει ὁ ἕνας τόν ἄλλον, θά βροντήξουνε ἀπάνω στά κεφάλια ὁλουνῶν μας. Ἀπό πάνω μας κρέμεται ἡ σπάθη τοῦ Δαμοκλέους. Σμίξαμε τίς κακίες μας ὅλοι, κι ἄθελά μας, ἀντί νά ἐξοντώσουμε τόν ἐχθρό μας, θά ἐξοντωθοῦμε ὅλοι μέ τά ἴδια τά χέρια μας. Ἡ καταστροφή ἄρχισε μέ τή ραδιενέργεια. Μή μπορῶντας νά κάνουμε τίποτα γιά νά γλυτώσουμε, καθόμαστε καί μετροῦμε πόσα γράδα δηλητήριο καταπίνουμε. Φτάνει νά προοδεύει ἡ ἐπιστήμη μας, κι ἄς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ χάρος αὐτή ἡ ἐπιστήμη. «Νά ἀποθάνωμεν ὡς ἐπιστήμονες, ἐλέγχοντες τά αἴτια τοῦ θανάτου».

            Θέλουμε νά φυλαχτοῦμε. Μά ἀπό ποιόν νά φυλαχτοῦμε; Ἐχθροί τοῦ ἑαυτοῦ μας γινήκαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι. Νά προφυλαχτοῦμε ἀπό τόν ἑαυτό μας; Ὁ ἑαυτός μας κι ὁ διάβολος γινήκανε ἕνα πρᾶγμα. Νά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά μᾶς γλυτώσει; Μά Θεός δέν ὑπάρχει. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ὁ Θεός, μ’ ἄλλα λόγια, ἐμεῖς εἴμαστε θεοί.

            Ἐκεῖνοι πού περιπαίζανε τούς θρησκόληπτους πού λέγανε πώς ὁ ἁμαρτωλός ὁ κόσμος θά βουλιάξει, πώς ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἦρθε στά Σόδομα καί στά Γόμορα, τώρα τί λένε: Ἂς καμαρώσουμε τήν πρόοδό μας καί τήν ἐπιστήμη μας. Ἂς δοῦνε πού μᾶς φέρανε οἱ βαθυστόχαστες φιλοσοφίες κι οἱ μεγάλοι ἄνδρες, οἱ δαιμονόψυχοι Νίτσηδες καί οἱ Σάρτρηδες, πού διαλύσανε τόν στερεό ἀνδριάντα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, αὐτά τά ἐλεεινά τά ἀνθρωπάρια πού μισήσανε τόν Θεό. Μέ τέτοιους καθηγητάδες, τέτοια προκοπή κάναμε. Τά πρόβατα, ἀντί ν’ ἀκολουθήσουνε τόν τσομπάνη, ἀκολουθήσανε τούς λύκους. Ἀντί ν’ ἀκούσουνε τή γλυκύτατη φωνή τοῦ Χριστοῦ, ἀκούσανε τά μουγκρίσματα καί τά γαυγίσματα τῶν σατανάδων. «Ἐμέ ἐγκατέλιπον, λέγει ὁ Θεός, πηγήν ὕδατος ζωῆς, καί ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους, οἱ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν» (Ἱερεμ. β’, 13).

            Παραπονιόμαστε γιατί εἶναι τέτοιοι πού εἶναι αὐτοί πού ἐξουσιάζουνε τήν οἰκουμένη καί πού βαστᾶνε στά χέρια τους τή ζωή μας σέ καιρό πού εἴμαστε ὅλοι σάν κι αὐτούς, κι οἱ ἀρχηγοί μας εἶναι ὅλοι ταιριαστοί μέ μᾶς, κατά τόν λόγο καί πάλι τοῦ Κυρίου, πού λέγει: «Κατά τάς καρδίας ὑμῶν δώσω ὑμῖν ἄρχοντας». Αὐτοί οἱ ἄξιοι ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης κράζουνε μέρα – νύχτα σάν κοράκοι ἀποπάνω μας πώς ἔρχεται τό τέλος τοῦ κόσμου, πώς ἡ καταστροφή μπορεῖ νά γίνει ἀπό ἕνα λάθος ἤ ἀπό ἕναν τρελλόν, πώς ἡ ζωή τῆς οἰκουμένης κρέμεται ἀπό μιά κλωστή, σάν νά μή φταῖνε αὐτοί ὁλότελα, σάν νά γινήκανε μονάχες τους οἱ μηχανές πού μᾶς ἔβαλε ὁ διάβολος νά κάνουμε μέ τά χέρια μας, γιατί εἴχαμε ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτόν, κι ὄχι στόν Χριστό.

            Ἀληθινά, εἶναι ν’ ἀπορήσει κανένας πώς κατάφερε ὁ σατανάς, πού τόν λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀνθρωποκτόνο, πῶς κατάφερε τήν ἁμαρτωλή κι ὑπνωτισμένη ἀνθρωπότητα νά περάσει τή θελιά στόν λαιμό της μέ τά ἴδια τά χέρια της, καί νά κάθεται νά περιμένει νά τή σφίξουνε γιά νά πνιγεῖ, καί νά μή μπορεῖ νά σαλέψει, αὐτή πού καυχιέται ὁλοένα γιά τήν τετραπέρατη ἐξυπνάδα της! Ἔφτιαξε χίλια ἐργαλεῖα θανάτου, κι ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά τῆς οἰκουμένης, γέμισε ἀπ’ αὐτά τίς ἀποθῆκες της σάν νἄτανε πιθάρια γεμᾶτα ἀπό τ’ ἀθάνατο νερό, ἀφοῦ ξόδεψε μυριάδες λίρες σέ καιρό πού πεινᾶνε οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, καί τώρα ἔφταξε σ’ ἕνα σημεῖο τό ἠλίθιο ἀνθρώπινο γένος νά κρέμεται ἀπό μιά τρίχα καί τό ἴδιο κι ὅ,τι ἔφτιαξε. Ἀληθινά, μεγαλύτερο ρεζιλίκι δέ μποροῦσε νά πάθει αὐτό τό καυχησιάρικο πλάσμα πού λέγεται ἄνθρωπος! Τοῦτο λοιπόν ἤτανε τό τέλος ὅλης ἐκείνης τῆς φασαρίας καί τῆς δραστηριότητας πού χάλασε τόν κόσμο μέ τούς βρόντους της καί μέ τίς τυμπανοκρουσίες της ἡ θεά Ἐπιστήμη; Τί ἔμορφα δῶρα πού μᾶς χάρισε! Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦνε ἀπάνω στή γῆ ξημεροβραδυάζονται μέ τήν ἀγωνία μήν γίνει κανένα λάθος, ἤ μήν τύχει καί βρεθεῖ κανένας παλαβός καί κόψει τήν κλωστή καί τιναχτοῦμε στόν ἀγέρα!

          

Λοιπόν, καμαρῶστε, ἄνθρωποι, τήν ἀνθρωπότητα! Θαυμᾶστε καί τή μεγαλοφυΐα τοῦ διαβόλου, τοῦ δασκάλου της. Πῶς τἄφερε ἀπό δῶ, τἄφερε ἀπό κεῖ, καί κατάφερε νά νά βάλει ὁ ἄνθρωπος τή μπόμπα μέ τά χέρια τοῦ κάτω ἀπό τά ποδάρια του, δίχως νά θέλει νά πεθάνει. Ἀφοῦ τόν κολάκεψε καί τοῦ ἔβαλε στό κεφάλι τήν ἰδέα πώς θά γίνει θεός καί πώς δέν θἄχει ἀνάγκη κανέναν γιά νά ἀπολάψει τοῦτον τόν κόσμο, καί τόν ἔκανε νά καμαρώνει τά ἐξαίσια, θαύματα τῆς ἐπιστήμης του, τώρα τὄρριξε στήν ἀπελπισία, καί τόν ἔκανε νά μήν ξέρει τί νά κάνει γιά νά γλυτώσει ἀπό τόν χάρο τῶν χάρων, πού κάθεται καί κρυφοκυττάζει τόν ὑπάκουό του τόν ἄνθρωπο, χαμογελῶντας πονηρά. Τόν κατάντησε ἔτσι πού ἤθελε, δηλαδή νά χαροπαλεύει δίχως ἐλπίδα.

            Δέν βγαίνει ψεύτρα ἡ ἁγία Γραφή πού λέγει: «Θεός οὐ μυκτηρίζεται», καί «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», δηλαδή πώς ἡ ἁμαρτία πληρώνεται μέ θάνατο. Ναί. Κυττάξετε σέ ποιό τέλος βγῆκε ἐκείνη ἡ πώρωση τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ σατανική κακία, ἡ σιχαμερή ἀτιμία, ἡ βρώμικη ἀσέλγεια καί σαρκολατρία, ἡ φιλαργυρία, ἡ ἀχορταγιά, ἡ κάθε λογῆς παραλυσία. Πῶς νά μήν τιμωρηθεῖ τόση ἁμαρτία, ἀφοῦ γινήκανε στάχτη τά Σόδομα καί τά Γόμορα, πού ἤτανε τιποτένια ἡ παραλυσία τους μπροστά στή σημερινή αἰσχρότητα; Θαρρῶ πώς ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἔφταξε σέ τέτοια ἀποχτήνωση, πώς κλώτσησε μέ τόση μανία τόν Θεό, πού δέν θά ὑπάρχει τιμωρία πού νά εἶναι ἡ πρεπούμενη γιά ὅσα ἔκανε.

            Τρέμει κι ἀναστενάζει σάν τόν Κάϊν, τριγυρισμένος ἀπό βραχνάδες. Ἡ στρίγγλα ἡ ραδιενέργεια, πού μπροστά της ἡ πανούκλα δέν ἤτανε τίποτα, ἀφοῦ ξεκληρίζει γενεές γενεῶν, ἔρχεται μπροστά, κι ἀπό πίσω της ἀκολουθεῖ ὁ ἀφανισμός, πού θά σβήσει κάθε σάρκα ἀπό πάνω ἀπό τή γῆ.

            Ποῦ εἶναι τώρα ἡ ἐπιστήμη μας νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τή δική μας τήν κακία; Ἐσεῖς δέν εἴσαστε πού νομίζατε πώς εἴσαστε παντοδύναμοι; Ποῦ εἶναι λοιπόν ἡ δύναμή σας, τώρα πού σᾶς χρειάζεται, ὦ κατάδικοι, πού γινήκατε δήμιοι μαζί καί κατάδικοι;

Μά μήπως καί τώρα πού μᾶς ἕνωσε ἡ καταδίκη, ἡ διάνοιά μας ἄλλαξε τόν πονηρό δρόμο της; Ἡ ἀγάπη ἔλειψε ὁλότελα ἀπό τήν καρδιά μας. Σέ κανένα πρᾶγμα δέν συμφωνοῦμε μεταξύ μας, παρεκτός στό κακούργημα.

            Γιά ὅ,τι ἔγινε, ὅλοι φταῖμε. Ὅλοι βάλαμε τίς πέτρινες καρδιές μας γιά νά χτίσουμε τόν καινούριο πύργο τοῦ Βαβέλ. Περισσότερο ὅμως φταῖνε κεῖνοι οἱ ὑποκριτές οἱ λεγόμενοι ἐπιστήμονες, πού κάθουνται χωμένοι μέσα στά καταχθόνια ἐργαστήρια τοῦ διαβόλου καί σοφίζουνται μέ τήν ἡσυχία τους ὅλα αὐτά τά ἐργαλεῖα τῆς ἐξόντωσης. Αὐτοί ἔχουνε τό μεγαλύτερο κρίμα. Φτιάξανε τίς μπόμπες καί τούς πυραύλους, αὐτά τά τέρατα, καί τώρα παρουσιάζουνται κάθε τόσο καί θρηνοῦνε, οἱ ὑποκριτές, καί ξορκίζουνε τ’ ἀφεντικά τους πού τούς πληρώνανε πολλά ἑκατομμύρια γιά τίς καταχθόνιες ἐφευρέσεις τους. Φωνάζουνε καί μυξοκλαῖνε, γιατί βρίσκουνται κι αὐτοί μέσα σέ κλούβα.

Μά ἔρχεται ἡ ὥρα νά πληρωθεῖ ὁ μεγάλος λογαριασμός. «Ὁ καιρός γάρ ἐγγύς ἐστιν. Ὁ ἀδικῶν αδικησάτω ἔτι, καί ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καί ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι. Ἰδού ἔρχομαι ταχύ, καί ὁ μισθός μου μετ’ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τό ἔργον ἔσται αὐτοῦ, ἐγώ τό Α καί τό Ω, ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, ἀρχή καί τέλος».

Φώτης Κόντογλου
(1895 – 1965)

ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 202 – 205, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.

Related Posts

Ποῦ ἀνήκεις;

Ποῦ ἀνήκεις;

           Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰωάν. 7, 37 – 52· 8, 12), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 55). «Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν» (Ἰωάν. 7, 43).            Μία, ἀγαπητοί...

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις, Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καί πίναξ.           Ἐν τῇ Γαλατίᾳ τῆς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Παφλαγονίας ἦτο γεωργός τις, Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν ἐν αὐταρκείᾳ τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπόν βλέπων τόν γείτονά του, ὅτι εἶχεν υἱούς τούς...