Τοῦ † Φώτη Κόντογλου

Πνευματικόν ἄνθρωπο, λέγει ὁ κόσμος τόν ἄνθρωπο πού ξέρει γράμματα. Μά ἀληθινά πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἔχει κάποια ἰδιαίτερη ψυχική εὐαισθησία καί καθαρότητα, πού δέν τήν ἔχουνε οἱ ἄλλοι, καί πού τόν κάνει νά ὑποφέρει κρυφά γιά ὅλους καί γιά ὅλα, σάν νά ‘ναι ἐκεῖνος ὁ φταίχτης γιά τίς ἀδυναμίες τους καί γιά τά στραβά πού γίνουνται στόν κόσμο. Κι αὐτό δέν τό κάνει σάν ἕνα χρέος, ἀλλά σάν νά ΄ναι ἀνάγκη του, γιατί ἀλλοιῶς δέ μπορεῖ νά ζήσει.
Γι’ αὐτόν ὁ πόνος κι ἡ θυσία εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή του ὅπως στούς πολλούς εἶναι τό συμφέρον. Ὁ ἀληθινός πνευματικός πύργος εἶναι ὁ Χριστός, «ὁ αἴρων τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου», κι οἱ πολεμιστές πού πολεμᾶνε ἀπάνω σ’ αὐτόν τόν πύργο εἶναι οἱ χριστιανοί, δηλαδή οἱ ἀληθινοί πνευματικοί ἄνθρωποι. Ὁ πολύς κόσμος δέν νοιώθει τή δυστυχία τή δική του ὅσο τή νοιώθει ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, κι οὔτε τόν πόνο του τόν νοιώθει τόσο, ὅσο πονᾶ γιά τούς ἄλλους αὐτός ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, κατά τόν λόγο πού εἶπε ὁ Ἠσαΐας γιά τόν Χριστό: «Οὗτος τάς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται… Αὐτός ἐτραυματίσθη διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν… Τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν».
Γιά νά γιάνουνε οἱ πολλοί, αὐτός ὁ μάρτυρας πληγώνεται· κάθε σαΐτα πού πηγαίνει νά χτυπήσει τό πολύ πλῆθος, αὐτός μπαίνει στή μέση, σάν νά ‘ναι σκουτάρι(*), καί καρφώνεται ἀπάνω του. Ὅλα τά κακά πού γίνουνται στούς πολλούς, αὐτός τά παίρνει ἀπάνω του, κατά τόν λόγο πού λέγει: «Μή ἐλέγξεις τινά ἔν τινι παραπτώματι, ἀλλά σεαυτόν ἡγοῦ ἐν πᾶσιν ὑπεύθυνον καί τοῦ πταίσματος αἴτιον». Αὐτή εἶναι ἡ κρυφή, ἡ πνευματική ἀνδρεία, πού δέν τή νοιώθει ὁ κόσμος. Κι ὅποιος τήν ἔχει, δέν ζητᾶ τό δικό του τό καλό, μά πρῶτα τῶν ἀλλουνῶν· γιατί δέ μπορεῖ νά νοιώσει τόν ἑαυτό του εὐτυχισμένο ἄν δέν εἶναι πρωτύτερα οἱ ἄλλοι εὐτυχισμένοι.

Αὐτή λοιπόν ἡ γενναιότητα εἶναι ἡ γενναιότητα τῆς ἀγάπης. Ὁ ὑλικός ἄνθρωπος θαρρεῖς πώς γίνεται εὐτυχισμένος ὅσο περισσότερα πάρει ἀπό τόν ἄλλον, ἐνῷ ὁ πνευματικός γίνεται εὐτυχισμένος μέ τό νά δίνει ὅσο πιό πολλά μπορεῖ στόν ἄλλο, καί μέ τό νά τόν κάνει νά μή στερηθεῖ καί κεῖνος ὅτι κάνει εὐτυχισμένον τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Γιά τοῦτο ἀγωνίζεται νά τόν κάνει νά σιχαθεῖ τό κακό καί ν’ ἀγαπήσει τό καλό, νά μήν ἔχει τό μῖσος στήν καρδιά του καί τό σκοτάδι στή διάνοιά του, ὥστε ν’ ἀπογευθεῖ τή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης καί νά νοιώσει τήν ἀληθινή κι ὄχι τήν ψεύτικη χαρά. Ἐπειδή ἡ ψυχή πού δέν ἔχει χαρά, εἶναι ἄρρωστη· κι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς εἶναι τό νά εἶναι καθαρή.
Ἀλλά καμμιά ψυχή δέ μπορεῖ νά καθαρισθεῖ, ἄν δέν πονέσει. Μά μέ πόνο πνευματικόν, πού νά μήν τήν ἐξαγριώσει, ὅπως γίνεται στά ζῶα, ἀλλά νά τήν ταπεινώσει καί νά τήν πάγει στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ καί νά μεταγυρίσει μέσα της ἐκεῖνος ὁ πόνος σέ παρηγοριά καί σέ χαρά πνευματική. Ὁ τέτοιος ὁ πόνος εἶναι ἡ ρίζα ἀπ’ ὅπου βλασταίνουνε ὅλες οἱ βλογημένες χάρες τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ὁ πόνος πού νοιώθει ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει μονάχα στά ὑλικά, εἶναι πόνος ἄγονος καί θανατερός. Γι’ αὐτό λέγει ὁ Παῦλος: «Ἡ λύπη πού νοιώθει ὅποιος πορεύεται στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, τόν κάνει νά μετανοιώσει καί νά σωθεῖ, ἐνῶ ἡ λύπη πού νοιώθει ὅποιος γνοιάζεται γιά τά πράγματα τούτου τοῦ κόσμου, τόν πηγαίνει στόν θάνατο». Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ πνευματική ζωή κι ὁποῖος τή νοιώθει, ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθινός πνευματικός ἄνθρωπος.
Αὐτός συλλογίζεται ὁλοένα τούς φτωχούς καί τούς δυστυχισμένους πού κρυώνουνε, πού πεινᾶνε, πού εἶναι ἄρρωστοι, πού ἔχουνε πολλά βάσανα.

Αὐτός συλλογίζεται τά καημένα τά ζῶα, τά γαϊδουράκια, τ’ ἄλογα, τό γατί, πού φωνάζει νηστικό καί πού τό δέρνει ἡ βροχή μές στόν δρόμο, τό σκυλί πού τρέχει κοκκαλιάρικο καί σαστισμένο, μέ τήν οὐρά κατεβασμένη, μέ τή φοβισμένη τή ματιά, πού κοιτάζει γύρω του καί ζητᾶ ἔλεος.
Αὐτός ξαγρυπνᾶ τή νύχτα μαζί μέ τήν κάθε μάνα πού δέν κλείνει μάτι κοντά στ’ ἄρρωστο παιδί της.
Αὐτός πικραίνεται κρυφά γιατί οἱ ἄνθρωποι ξεμακραίνουνε ἀπ’ τόν καλό καί βλογημένο δρόμο καί δέν πίνουνε ἀπό τήν πνευματική βρύση πού εἶναι ἡ παράδοση, ἡ θρησκεία, ἡ καλωσύνη καί ἡ ἀγάπη.
Ἐνῷ οἱ ἄλλοι κυττάζουνε τήν ἡσυχία τους καί δέν τούς μέλει τί χάνουνε μέ τό νά ἀπαρνιοῦνται αὐτά πού εἴπαμε, αὐτός, «ὁ αἴρων τάς ἁμαρτίας αὐτῶν», δέ βρίσκει ἡσυχία κι ἀγωνίζεται νά τούς ἀνοίξει τό μυστικό περιβόλι γιά νά εὐφρανθοῦνε ἀπό τήν εὐωδία του, καί νά χαροῦνε μαζί του, ὥστε νά μή χαίρεται μοναχός του αὐτά τά ἐξαίσια δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ κρυφή θλίψη του εἶναι γιατί νά μαλώνουνε οἱ ἄνθρωποι, γιατί νά μήν εἶναι εἰρηνοποιοί, γιατί νά μήν νοιώθουνε τή γλυκύτητα τῆς συγγνώμης, τῆς προσευχῆς καί τῆς ταπείνωσης.
Ὁ οὐρανογέννητος Παῦλος σάν βγῆκε ἀπό τό σκοτάδι κι εἶδε τό ἀνέσπερο φῶς καί τοῦ φανερωθήκανε κατακάθαρα τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ πού δέν τά θωρούσανε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω του, λές κι ἤτανε τυφλοί (ὅπως δέν τά θωροῦσε κι ὁ ἴδιος πρωτύτερα), δέν ἔδινε πιά καμμιά ἀνάπαυση στό κορμί του, ἀλλά ἔτρεχε μέρα νύχτα καί περνοῦσε τόν κόσμο ἀπό τή μιά ἄκρη ὥς τήν ἄλλη, καί φώναζε στούς ἀνθρώπους, σά νά τούς κουνοῦσε νά ξυπνήσουνε ἀπό τόν ὕπνο: «Ἀδέρφια μου, εἶδα τόν Χριστό μέ τά μάτια μου! Ἀγροίκησα αὐτά πού δέν τά εἶδε μάτι κι ἄκουσα αὐτά πού δέν τ’ ἄκουσε αὐτί, καί πού δέν ἀνεβήκανε στήν καρδιά κανενός ἀνθρώπου! Πιστέψετέ μέ, καί χαρεῖτε μαζί μου γιά τήν ἐλπίδα πού μᾶς φανερώθηκε, γιά νά χαρῶ κι ἐγώ μαζί σας, γιατί ἀλλοιῶς ἡ χαρά μου δέν θά ‘ναι σωστή».
Ἀπό τήν πολλή τή μέθη τῆς ἀγάπης γράφει στούς Ρωμαίους πώς ὄχι μονάχα τούτη τή ζωή θά ‘θελε προθυμερά νά τή θυσιάσει γιά νά γνωρίσουνε οἱ ἄλλοι τόν Χριστό καί νά εὐτυχήσουνε, ἀλλά καί τήν αἰώνια ζωή ἀκόμα, δηλαδή αὐτός νά πάγει στήν κόλαση γιά νά πᾶνε οἱ ἄλλοι στόν παράδεισο: «Θά εὐχόμουνα, λέγει, νά γίνω ἀνάθεμα ἀπό τόν Χριστό γιά τ’ ἀδέρφια μου».
Ὢ μεγάλη καρδιά πού εἶχε αὐτός ὁ ἅγιος! «Ποιός εἶν’ ἄρρωστος, ἔλεγε, καί δέν εἶμαι κι ἐγώ ἄρρωστος; Ποιός σκανδαλίζεται κι ἐγώ δέν φλογίζομαι;». Καί τήν ὥρα πού τόν πήγανε μπροστά στόν βασιλέα Ἀγρίππα γιά νά τόν κρίνει, δεμένον μ’ ἁλυσίδες καί φώναξε ὁ Φήστος ὁ ἡγεμόνας «Τρελλάθηκες, Παῦλε, μ’ αὐτά πού λές· τά πολλά γράμματα σέ κάνανε νά σαλέψει τό μυαλό σου», κι ὁ Ἀγρίππας τοῦ εἶπε: «Λίγο ἀκόμα, καί θά μέ κάνεις Χριστιανό», ὁ Παῦλος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἄμποτε ὁ Θεός νά σέ κάνει Χριστιανό, ὄχι μονάχα ἐσένα, ἀλλά κι ὅλοι ὅσοι μ’ ἀκοῦνε σήμερα νά γίνουνε τέτοιοι πού εἶμαι κι ἐγώ, παρεκτός ἀπό τοῦτες τίς ἁλυσίδες». Εἶδες ἄσβηστο πόθο γιά νά γίνουνε οἱ ἄλλοι εὐτυχισμένοι χωρίς νά βασανισθοῦνε, χωρίς τίς ἁλυσίδες πού ‘χε στά χέρια του ὁ ἴδιος!
Κι αὐτό τό ὕψος πού φτάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό ποῦ βγαίνει; Ἀπό τήν ταπείνωση! Γιά τοῦτο λέγει ὁ Χριστός: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Δέν θέλει νά πεῖ πώς θά δοξασθεῖ, καθώς τό καταλαβαίνουμε μέ τό σαρκικό μας φρόνημα, ἀλλά πώς θ’ ἀνεβεῖ σέ ἕνα τέτοιο πνευματικό ὕψος, πού νά ‘ναι εὐτυχισμένος σάν θυσιάζεται γιά τούς ἄλλους, χαρούμενος σάν πικραίνεται γιά τούς ἄλλους, ζωντανός σάν πεθαίνει γιά τούς ἄλλους, ἕνα πράγμα παραδοξότατο. Γιά τοῦτο εἶπε ἀλλοῦ: «μακάριοι οἱ πικραμένοι, γιατί αὐτοί θά παρηγορηθοῦνε· μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, γιατί αὐτοί θά ἐλεηθοῦνε». Καί ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ πικραμένοι πού χαίρουνται μέ τήν ἀληθινή χαρά; Αὐτοί οἱ πικραμένοι δέν εἶναι ὅσοι πικρίνουνται γιά τά μάταια τοῦ κόσμου, γιατί αὐτοί δέν χαίρουνται ἀλλά πικραίνουνται. Τοῦτοι οἱ μακαρισμένοι εἶναι οἱ λίγοι πού κατέχουνε ἐκεῖνο τό «χαροποιόν πένθος» πούν τό νοιώθουνε οἱ ἅγιοι καί πού τό εἶπε «χαρμολύπη» ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.
Αὐτός ὁ ἅγιος γράφει τά παρακάτω λόγια γιά τούτη τή χαρούμενη λύπη: «Πένθος γιά τόν Θεό εἶναι τό νά εἶναι σκυθρωπή ἡ ψυχή, κι ἡ καρδιά νά ποθεῖ νά πικραίνεται καί ν’ ἀποζητᾶ ὁλοένα αὐτό πού διψᾶ, κι ἐπειδή δέν τό βρίσκει, νά τό κυνηγᾶ μέ πόνο καί νά τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα».

Κι ἀλλοῦ λέγει: «Ὅποιος πορεύεται μέ θλίψη ἀδιάκοπη στοῦ Θεοῦ τόν δρόμο, αὐτός δέν παύει νά γιορτάζει ακατάπαυστα· κι ὅποιος ὁλοένα διασκεδάζει, αὐτός μέλλεται νά ἀπολαύσει θλίψη αἰώνια». Κι ἀπορεῖ κι ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος πῶς γίνεται αὐτό τό μυστήριο στόν ἄνθρωπο νά θλίβεται καί νά χαίρεται μαζί καί λέγει: «Ἐγώ νοιώθοντας τί λογῆς εἶναι τούτη ἡ κατάνυξη, ἀπορῶ· πῶς γίνεται, κάποιο πράγμα πού λέγεται πένθος καί λύπη, νά ἔχει μέσα του τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη περιπλεγμένα συναμεταξύ τους, ὅπως τό μέλι μέ τό κερί». Κι ἀλλοῦ λέγει ὁ μακάριος: «Ὅποια ἐνάρετη ζωή καί νά κάνουμε, ἄν δέν ἔχουμε ὅμως καρδιά θλιμμένη καί πονεμένη, γιά ἀδιαφόρετη καί γιά μάταια λογαριάζεται».
Καί μιλώντας γιά τήν πνευματική χαρά πού εἴπαμε πρωτύτερα, λέγει: «Ὅποιος κλαίγει καί πικραίνεται γιά τόν Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται ἀληθινά νά δεῖ στήν ψυχή του τήν οὐράνια καί θεϊκή παρηγοριά, κι ὁποῖος φυλάγει καθαρή τήν καρδιά του, μπορεῖ νά δεχθεῖ φωτισμό ἀπό τόν Θεό καί λαμπρότητα. Αὐτή ἡ οὐράνια παρηγοριά εἶναι κάποια ἀνακούφιση καί θεϊκή ἀλαφρώση, πού παρηγορᾶ τήν πονεμένη καί λυπημένη ψυχή πού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπό τόν Θεό γιά τίς ἁμαρτίες της. Κι αὐτή ἡ βοήθεια εἶναι μιά θεϊκή ἐνέργεια πού καινουριεύει τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὅπου κατέπεσε στήν πίκρα καί σέ λύπη σκληρή, καί στέκεται σάν καταφαρμακωμένη ἀπό τήν ἀμέτρητη πίκρα της σάν νά εἶναι ἀπελπισμένη. Καί τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τά πονεμένα δάκρυά της σέ κάποια παρηγοριά θαυμαστή καί ἀνακουφιστική».
«Ἄλλο πρᾶγμα δέν συμφωνᾶ μέ τήν ἀληθινή ταπείνωση τόσο ὡσάν τά δάκρυα, καί γιά τοῦτο ὅποιος εἶναι ταπεινός, κλαίγει. Βάστα καλά τή χαριτωμένη κι ἥμερη κι ἅγια λύπη πού κάνει τήν ψυχή σου νά θλίβεται μαζί καί νά χαίρεται».
Τί λόγια ἁγιασμένα! Τί πλοῦτος κρυμμένος στόν βυθό τῆς ταπείνωσης! Τί λόγια βγαλμένα ἀπό τή σιωπή κι ἀπό τό μάζεμα τῆς ψυχῆς στόν ἑαυτό της!
Ἄκουσε καί τά λόγια πού λέγει ἕνας ἄλλος ἅγιος γιά τό πένθος, ὁ ἅγιος Ἰσαάκ: «Τί δασκάλεμα ὑπάρχει γιά τόν ἄνθρωπο, πιό μεγάλο ἀπό τό κλάμα; Κι ἄν οἱ τέλειοι κι οἱ νικηφόροι ἅγιοι κλάψανε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, πῶς θά ἡσυχάσει ἀπό τό κλάμα ὅποιος ἔχει ψυχή γεμάτη λαβωματιές; Αὐτός πού ἔχει μπροστά του τόν ἑαυτό του νεκρόν καί τόν βλέπει νά κείτεται, ἔχει ἀνάγκη ἀπό δάσκαλο γιά νά τοῦ πεῖ νά κλάψει;».
Κι ἀλλοῦ λέγει: «Ἀπό τό πένθος ἔρχεται κανείς στήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς· σάν περάσει ὁ ἄνθρωπος μέ τά δάκρυα τή χώρα τῶν παθῶν καί φτάξει στόν κάμπο τῆς καθαρότητας τῆς ψυχῆς, τότε βρίσκει τήν παρηγοριά. Κανένας δέν γνωρίζει τή βοήθεια πού ἔρχεται ἀπό τά δάκρυα, παρά μονάχα ἐκεῖνοι πού παραδώσανε τίς ψυχές τους σ’ αὐτό τό ἔργο».
«Τή μέρα πού ἔχεις λύπη γιά ὅσα ὑποφέρνει ἕνας ἄνθρωπος στό κορμί του ἤ στό πνεῦμα του, λογάριαζε τόν ἑαυτό σου γιά μάρτυρα κείνη τήν ἡμέρα».
Κι ἀλλοῦ γράφει: «Ἀπό τή λύπη γεννιέται ἡ ταπείνωση καί στήν ταπείνωση δίνεται ἡ χάρη καί χωρίς τήν ταπείνωση ἡ λύπη εἶναι μάταια».
«Ὅταν πληθύνει μέσα μας ἡ ὑπομονή, εἶναι σημεῖο πώς πήραμε στά κρύφα τή χάρη τῆς παρηγοριᾶς».
Κι ἀλλοῦ γράφει: «Ποιά εἶναι καρδιά ἐλεήμονη; Τό νά καίγεται ἡ καρδιά σου γιά ὅλη τή χτίση, γιά τούς ἀνθρώπους, γιά τά πουλιά, γιά τά ζῶα, γιά τούς δαίμονες, γιά τό κάθε χτίσμα· κι ἀπό τή θύμησή τους κι ἀπό τή θωριά τους νά τρέχουνε δάκρυα ἀπό τά μάτια σου· κι ἀπό τήν πολλή καί τή σφοδρή τήν ἐλεημοσύνη πού νοιώθεις κι ἀπό τήν πολλή καρτερία σφίγγεται ἡ καρδιά σου καί δέ μπορεῖ νά βαστάξει ἤ ν’ ἀκούσει κάποιο βλάψιμο ἤ κάποια παραμικρή λύπη νά γίνει στή χτίση. Καί γιά τοῦτο, σέ κάθε ὥρα παρακαλᾶς μέ δάκρυα γιά τ’ ἄλογα τά πλάσματα καί γιά τούς ἐχθρούς τῆς ἀλήθειας καί γιά ὅλους ὅσοι βλάφτουνε τούς ἄλλους, καί κάνεις προσευχή νά φυλαχθοῦνε ἀπό κάθε κακό, καί νά βροῦνε ἔλεος καί συχώρεση».
Ὢ θαῦμα μέ τοῦτον τόν ἅγιο! Τόσο, πού ἀναρωτιέσαι, ἄν εἶναι ἄνθρωπος ἤ ἄγγελος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό!
Ἄκουσε τί λέγει γι’ αὐτό τό ἅγιο πένθος κι ὁ ἅγιος Συμεών, ὁ νέος Θεολόγος: «Ἂς ποθήσουμε ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς τή φτώχεια τήν πνευματική, ἤγουν τήν ταπείνωση, τό παντοτινό πένθος νύχτα καί μέρα, ἀπό τό ὁποῖο ἀναβρύζει κάθε ὥρα ἡ χαρά κι ἡ παρηγοριά τῆς ψυχῆς σέ κείνους πού ἀγαπᾶνε τόν Θεό. Ἀπό τό πένθος σιχαίνεται κανένας τά κακά. Πρωτύτερα ἀπό τό ἁγιασμένο πένθος εἶναι ἡ ταπείνωση, κι ὕστερα ἀπό τήν ταπείνωση φυτρώνει ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ὅσο κατεβαίνει κανένας στό βάθος τῆς ταπείνωσης, τόσο πικραίνεται καί βγάζει πηγές ἀπό δάκρυα, κι ἀναλόγως μέ τό πένθος καί μέ τά δάκρυα ἀναβρύζει στήν καρδιά κι ἡ πνευματική χαρά. Ὢ δάκρυα πού ἀναβρύζετε ἀπό θεία φώτιση κι ἀνοίγετε τόν οὐρανό καί μοῦ προξενᾶτε θεϊκή παρηγοριά! Γιατί ἀπό τή χαρά κι ἀπό τόν πόθο πού ἔχω, λέγω πάλι καί πολλές φορές τά ἴδια; Γιατί ὅπου εἶναι πολλά δάκρυα μέ γνώση ἀληθινή, ἐκεῖ εἶναι κι ἡ λάμψη τοῦ θεϊκοῦ φωτός. Ἀπό τά δάκρυα αὐτά δωρίζεται στόν ἄνθρωπο τό ν’ ἀγαπᾶ τούς ἐχθρούς του καί νά παρακαλεῖ τόν Θεό γι’ αὐτούς, τό νά χαίρεται στούς πειρασμούς, τό νά ὑπομονεύει στίς πίκρες, τό νά στοχάζεται σάν δικές του τίς ἁμαρτίες τῶν ἀλλουνῶν καί νά κλαίγει γι’ αὐτές, τό νά βάζει τή ζωή του σέ θάνατο γιά τ’ ἀδέρφια του μέ προθυμία».
Αὐτά, ἀδερφέ μου, δέν εἶναι λόγια λογοτεχνικά καί κούφια, ἀπό κεῖνα πού γράφουμε ἐμεῖς. Εἶναι πόνος καί αἷμα ἀγγελικό. Τούτη εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη. Κι ὅσοι τήν ἔχουνε εἶναι οἱ καλότυχοι, γιατί αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί πνευματικοί ἄνθρωποι.
(*) Ἀσπίδα.

(1895 – 1965)
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 265 – 270, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.