
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ἰωάν. 20, 19 – 31), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 17).
«Καί ἀπεκρίθη Θωμᾶς καί εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου» (Ἰωάν. 20 20, 28).
Οἱ μαθηταί, ἀγαπητοί, μέχρις ὅτου ζοῦσε ὁ Χριστός, εἶχαν πίστι καί ἐλπίδα σ’ αὐτόν. Πίστευαν καί ἤλπιζαν, ὅτι ὁ Χριστός θά βγῇ νικητής ἀπ’ ὅλες τίς περιπέτειες καί τά ἐμπόδια τῶν ἐχθρῶν του καί θά γίνῃ ἕνας βασιλιᾶς, πού ἡ δόξα του θά εἶνε πιό τρανή ἀπό τη δόξα ὅλων τῶν βασιλιάδων τοῦ κόσμου. Ἤλπιζαν ἀκόμα, καί ὅταν οἱ ἐχθροί του τήν νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης μέσα στόν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ τόν συνέλαβαν, καί δεμένο σάν νά ἦταν κακοῦργος τόν ἔφεραν στά κριτήρια τοῦ Ἄννα, τοῦ Καϊάφα καί τοῦ Πιλάτου. Ἤλπιζαν, ὅτι στό τέλος μέ κάποιο θαῦμα θά ἐλευθερωθῇ ἀπό τά δεσμά, καί ἔνδοξος θά ἐπιστρέψῃ κοντά τους.
Ἀλλ’ ὅταν τόν εἶδαν νά σταυρώνεται καί νά πάσχῃ σάν νά ἦταν ὁ πιό ἀδύνατος ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νά ὑποφέρῃ, νά ὑβρίζεται καί νά ἐξευτελίζεται ἀπ’ ὅλα τά καθάρματα τῆς κοινωνίας, τότε τρομαγμένοι ἔφυγαν καί κρύφτηκαν γιά νά μήν τούς πιάσουν κι αὐτούς οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν μακριά ἀπό τόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὅταν ἔμαθαν ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, πού μόνο αὐτός ἔμεινε κοντά του μέχρι τέλους, ὅτι ὁ Χριστός εἶπε τό «τετέλεσται» (Ἰωάν. 19, 30) καί ἄφησε τήν τελευταία του ἀναπνοή πάνω στό σταυρό. Οἱ μαθηταί τότε ἔχασαν κάθε ἐλπίδα. Τό ὄνειρό τους διαλύθηκε. Πάει πιά! Ἀπέθανε ὁ γλυκύς Διδάσκαλός. Δέν θά τόν ἀκούσουν πιά νά διδάσκῃ καί νά λέῃ ἐκεῖνα τά λόγια πού ἔφερναν παρηγοριά στούς πονεμένους, φῶς στούς τυφλούς, δύναμι στούς ἀδυνάτους, λευτεριά στίς σκλαβωμένες ψυχές, χαρά καί εὐτυχία ἀνείπωτη. Μόνο νά τόν ἔβλεπες, ἔφτανε. Καί οἱ μαθηταί ὄχι μόνο τόν ἔβλεπαν καί τόν ἄκουγαν, ἀλλά τρία ὁλόκληρα χρόνια ἔζησαν μαζί του σάν παιδιά μέ πατέρα. Τούς ἀγάπησε καί τόν ἀγάπησαν. Ἀλλά τώρα δέν ὑπάρχει πιά. Ἕνας κρύος τάφος θά τόν δεχθῇ. Ἀπέθανε ὁ Διδάσκαλός τους. Ἀπέθανε ὁ Πατέρας τους. Καί τώρα αὐτοί μένουν ὀρφανοί, ἔρημοι καί ἀπροστάτευτοι. Ἐπάνω τούς θά πέσῃ ἡ μανία τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ. Σάν πουλιά, πού τά κυνηγάει τό γεράκι, τρέχουν καί κρύβονται. Ἀλλά κ’ ἐκεῖ τρέμουν, γιατί φοβοῦνται μήπως τούς ἀνακαλύψουν οἱ ἐχθροί. Ἔχασαν τό θάρρος τους.
* * *
Σ’ αὐτή τήν ψυχολογική κατάστασι βρίσκονταν οἱ μαθηταί ὕστερα ἀπό τή σταύρωσι. Ἀλλά νά κ’ ἔρχεται ἡ πρώτη εἴδησι. Εἴδησι, πού κανείς δέν τήν περίμενε. Εἴδησι, πού δέν εἶνε σάν τίς εἰδήσεις πού ἀκούγονται καθημερινά ἀπό τό ῥαδιόφωνο. Περίεργο καί ἀχόρταγο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ὅλο καί θέλει ν’ ἀκούῃ καινούργιες εἰδήσεις, πού ἀμέσως παλιώνουν. Ἀλλ’ ἡ εἴδησι, πού ἀκούστηκε τό πρωΐ τῆς «μιᾶς τῶν σαββάτων», δηλαδή τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς, εἶνε μιά εἴδησι πού, ἄν καί πέρασαν ἀπό τότε 19 καί πλέον αἰῶνες, δέν ἔχει παλιώσει. Οὔτε θά παλιώσῃ ποτέ. Πάντοτε θά ἀκούγεται σάν μιά νέα εἴδησι, καί ἀναρίθμητα στόματα θά ἐπαναλαμβάνουν τήν εἴδησι, πού γιά πρώτη φορά ἀκούστηκε ἐκεῖ, πού ἦταν μαζεμένοι οἱ μαθηταί «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰωάν. 20, 19).
Γυναίκα εἶνε ὁ πρῶτος ἀγγελιοφόρος. Μαρία ἡ Μαγδαληνή τό ὄνομά της. Αὐτή ἔρχεται πρώτη καί φέρνει τήν εἴδησι· «Ἀνέστη ὁ Κύριος» (βλ. Ἰωάν. 20, 18). Καί δέν εἶνε μόνο ἡ Μαρία, πού ἔφερε τήν εἴδησι αὐτή. Ὅλη τή μέρα τῆς Κυριακῆς, κλεισμένοι μεσ’ στό σπίτι, ἀκοῦνε τήν εἴδησι αὐτή. «Ἀνέστη ὁ Κύριος», τό εἶπαν καί οἱ ἄλλες μυροφόρες γυναῖκες (βλ. Ματθ. 28, 7 – 10). «Ἀνέστη ὁ Κύριος», τό εἶπαν καί ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας (βλ. Λουκ. 24, 34), πού εἶχαν τήν εὐτυχία τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας μέρας νά περπατήσουν μαζί καί νά καθήσουν στό ἴδιο τραπέζι. «Ἀνέστη ὁ Κύριος», τό εἶπε νωρίτερα ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης, πού ἔτρεξαν στό μνῆμα καί διαπίστωσαν, ὅτι ὁ τάφος εἶνε ἀδειανός. (βλ. Ἰωάν. 20, 8). «Ἀνέστη ὁ Κύριος», τό φώναζαν καί οἱ ἄγγελοι (βλ. Ματθ. 28, 6).
* * *
«Ἀνέστη ὁ Κύριος». Τί συνταρακτική, ἀλλά καί τί χαρμόσυνη εἴδησι! Μοιάζει μέ τήν εἴδησι, πού ἔρχεται σέ καιρό πολέμου ἀπό τό μέτωπο, ὅπου ἡρωϊκά παιδιά τῆς πατρίδος πολεμοῦν τόν ἐχθρό. Νίκησαν! Ἀκούγεται ἡ χαρμόσυνη εἴδησι. Ὁ ἐχθρός φεύγει. Αἰχμάλωτοι πολλοί. Λάφυρα ἄφθονα… Πόση χαρά αἰσθανόμασταν οἱ παλαιότεροι, ὅταν στήν ἐποχή τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου ἀνοίγαμε τά ῥαδιόφωνα καί ἀκούγαμε, ὅτι ὁ στρατός μας νικᾷ τόν ἐχθρό, πού ἤθελε νά ὑποδουλώσῃ τήν πατρίδα! Δάκρυα ἔτρεχαν ἀπό τή βαθειά συγκίνησι.
Ἀλλά ἀσυγκρίτως πιό μεγάλη χαρά πρέπει νά αἰσθανώμαστε, ὅταν ἀκοῦμε τίς ἅγιες αὐτές μέρες τό «Χ ρ ι σ τ ό ς ἀ ν έ σ τ η». Γιατί ὁ Χριστός ἔδωσε τήν πιό σκληρή ἀπό τίς μάχες, πού ἔδωσαν ποτέ βασιλιᾶδες καί στρατηγοί τῆς γῆς. Ὁ Χριστός πάλεψε μέ τόν πιό φοβερό ἐχθρό τῆς ἀνθρωπότητος, τόν ἐχθρό πού λέγεται θάνατος. Ποιός μπόρεσε νά νικήσῃ ποτέ τό θάνατο; Ὁ θάνατος, τεράστιο θηρίο, ἀνοίγει τό πελώριο στόμα του καί καταπίνει ὅλους. Τό θάνατο μόνο ὁ Χριστός νίκησε.
«Χ ρ ι σ τ ό ς ἀ ν έ σ τ η». Ἀπίστευτο σοῦ φαίνεται; Ἄκουσε τότε καί κάποιον, πού σάν κ’ ἐσένα δέν πίστευε ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Εἶνε ὁ Θωμᾶς. Ἀνέστη! τοῦ φώναζαν οἱ μαθηταί πού Τόν εἶδαν μέ τά μάτια τους τό βράδι τῆς Κυριακῆς νά περνάῃ ἀπό κλειστές πόρτες, νά στέκεται μπροστά τους καί νά τούς λέῃ «Εἰρήνη ὑμῖν». Δέν τό πιστεύω, ἔλεγε ὁ Θωμᾶς. Θέλω νά τόν δῶ μέ τά δικά μου μάτια, νά τόν ἀκούσω μέ τά δικά μου αὐτιά, νά τόν ἀγγίξω μέ τά δικά μου δάχτυλα. Ἀκοῦτε; Θέλω ἀποδείξεις ἀτράνταχτες. Ἔτσι μόνο θά πεισθῶ, ὅτι πράγματι ἀναστήθηκε.
Καί ὁ Χριστός, πού ἀκούει τίς ἀντιρρήσεις τοῦ Θωμᾶ, δέν ὀργίζεται. Σάν πατέρας γεμᾶτος στοργή, πού ἀγαπάει ὅλα του τά παιδιά, κι αὐτά ἀκόμη τά πιό δύστροπα, συγκαταβαίνει στήν ἀδυναμία τοῦ Θωμᾶ. Καί νά ὁ Χριστός, σάν σήμερα, ἐπισκέπτεται καί πάλι τούς μαθητάς. Εἶνε τώρα μαζί καί ὁ Θωμᾶς. Τόν προσκαλεῖ ὁ Χριστός νά τόν πλησιάσῃ καί νά τόν ἐξετάσῃ· νά τόν ψηλαφήσῃ. Νά βάλῃ τό δάχτυλό του στά σημάδια, πού ἄφησαν τά καρφιά στά χέρια καί στά πόδια τοῦ Χριστοῦ. Νά βάλῃ τό χέρι του στό σημάδι, πού ἄφησε στήν πλευρά του ἡ λόγχη, ὅταν ὁ Ῥωμαῖος στρατιώτης τόν ἐκέντησε καί ἔτρεξε αἷμα καί νερό. Καί ὁ Θωμᾶς μετά ἀπό αὐτό πίστευεσε, ὅτι ὁ Χριστός ἀνέστη, καί βεβαίωσε τό γεγονός μέ τήν φωνή του· «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
* * *
Ἀγαπητοί μου! Πόσοι καί σήμερα βρίσκονται στήν ψυχολογική κατάστασι πού βρισκόταν τότε ὁ Θωμᾶς! Τούς μιλᾷς γιά τό Χριστό, κι αὐτοί, σάν τό Θωμᾶ, δέν θέλουν νά πιστέψουν στίς δικές σου μαρτυρίες. Θέλουν νά ἔχουν δικές τους ἀποδείξεις γιά τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Πολύ καλά. Ἀφοῦ θέλουν ἔρευνα, μποροῦν νά τήν ἔχουν. «Ἐρευνᾶτε…», λέει ὁ Κύριος (Ἰωάν. 5, 39). Ἄς ἐρευνήσουν κι αὐτοί τήν ἁγία Γραφή, ἄς ἐρευνήσουν τήν ἱστορία, ἄς ἐξετάσουν τά πράγματα ὅσο θέλουν. Ἐάν εἶνε εἰλικρινεῖς καί ἀγαποῦν τήν ἀλήθεια, στό τέλος ἡ πίστι θά νικήσῃ τήν ἀπιστία τους. Καί νικημένοι ἀπό τόν Ἀνίκητο, θά πέσουν μπροστά στά πόδια του καί θά φωνάξουν κι αὐτοί μαζί μέ τό Θωμᾶ· «Ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου».
Ναί! Ὁ Χριστός δέν εἶναι πεθαμένος. Ὁ Χριστός ζῇ, νικᾷ καί βασιλεύει στούς αἰῶνες, «Χ ρ ι σ τ ό ς ἀ ν έ σ τ η!».

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Ἡ εἱκόνα τοῦ Ἐπισκόπου κυροῦ Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτη ἔχει τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης