
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς Γ’ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἢ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (Μᾶρκ. 8, 34 – 9, 1), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 364).
«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» (Μᾶρκ. 8, 34)
Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί, ἡ Ἐκκλησία σήμερα, τρίτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ὑψώνει μπροστά μας τή σημαία της. Σημαία δέ τῆς Ἐκκλησίας εἶνε ὁ σταυρός. Σημαία, πού κυματίζει αἰῶνες τώρα καί δίνει θάρρος καί ἀνδρεία σ’ αὐτούς πού πιστεύουν καί ἀγωνίζονται γιά ὅσα κήρυξε καί γιά ὅσα μαρτύρησε ὁ Χριστός. Σημαία, πού κανείς δέν μπορεῖ νά τήν κατεβάσῃ ἀπό τό οὐράνιο ὕψος της. Σημαία, πού νικᾷ κάθε ἐχθρό καί θριαμβεύει. Σημαία, πού μιά μέρα, σύμφωνα μέ τίς προφητεῖες, θά νικήσῃ ὅλα τά στρατεύματα τοῦ ἀντιχρίστου, θά κυριαρχήσῃ σ’ ὅλους τούς λαούς καί τά ἔθνη, καί θά γίνῃ παγκόσμιος σημαία τῆς ἀνθρωπότητος, πού μόνο κάτω ἀπό τή δική της σκιά θά βρῇ ὁ κόσμος τήν εἰρήνη καί τήν εὐτυχία.
Ὁ Χριστός, ὁ αἰώνιος Βασιλεύς, μᾶς καλεῖ νά καταταχθοῦμε στό στρατό του. Δέν μᾶς βιάζει. Μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους νά ἐκλέξουμε πού θέλουμε νά πᾶμε. Ἤ μέ τό Χριστό ἤ μέ τό διάβολο. Ἐθελοντάς ζητεῖ ὁ Χριστός. Τό διάγγελμά του ἔτσι ἀρχίζει· «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν…» (Μᾶρκ. 8, 34). Ὦ, πόσο εὐγενικός εἶνε ὁ Χριστός! Πόσο σέβεται τήν ἐλευθερία μας, πού αὐτός μᾶς τήν ἔδωσε γιά νά ξεχωρίζουμε ἀπ’ τά κτήνη, πού ὅ,τι θέλει τά κάνει τό ἀφεντικό τους! Δέν εἴμαστε ζῷα. Δέν εἴμαστε κοπάδια. Δέν εἴμαστε μᾶζες. Δέν εἴμαστε δοῦλοι. Δέν εἴμαστε ῥομπότ. Ὄχι! εἴμαστε ἄνθρωποι. Μποροῦμε νά ἐκλέξουμε τό καλό ἤ τό κακό. Τό φῶς ἤ τό σκοτάδι. Τό Χριστό ἤ τό διάβολο. Ἐμπρός, ἀδελφοί μου, ἄς ἀκολουθήσουμε τό Χριστό!
Ἐλεύθεροι εἴμαστε ν’ ἀκολουθήσουμε τό Χριστό. Ἀλλ’ ἀπό τή στιγμή, πού παίρνουμε τήν ἁγία ἀπόφασι ν’ ἀκολουθήσουμε τό Χριστό, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά κάνουμε ὄχι ἐκεῖνο πού θέλουμε ἐμεῖς, ἀλλά ἐκεῖνο πού διατάζει ὁ ἀρχηγός μας, ὁ Χριστός. Καί τό πρῶτο πού ζητεῖ ἀπό τούς πιστούς του, ὅπως ἀκούσαμε στό σημερινό Εὐαγγέλιο, εἶνε τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Τί σημαίνει; Σημαίνει, νά ἀπαρνηθοῦμε, νά μισήσουμε τόν ἑαυτό μας.
Τόν ἑαυτό μας νά μισήσουμε; Τί παράξενος λόγος εἶνε αὐτός; Χριστέ μου, σύ δέν εἶπες, ὅτι πρέπει ν’ ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας, καί ὅπως ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας ν’ ἀγαποῦμε καί τόν πλησίον μας; Δική σου ἐντολή δέν εἶνε τό «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»; (Ματθ. 19, 19). Πῶς τώρα μᾶς λές νά μισήσουμε τόν ἑαυτό μας;
«Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» (Μᾶρκ. 8, 34). Ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ, πού φαίνεται τόσο ἀντίθετος πρός ἄλλα λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἔχει ἀνάγκη μιᾶς ἐξηγήσεως. Εἶνε ἀνάγκη νά καταλάβουμε τό βαθύτερο νόημα.
Ὁ ἑαυτός μας, στό λόγο αὐτό τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶνε τό σῶμα μας, πού μᾶς καλεῖ νά τό ἐξοντώσουμε. Ὄχι. Γιατί τό σῶμα, μέ τά θαυμάσια ὄργανα λειτουργίας πού ἔχει, εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Εἶνε ἔξοχο καλλιτέχνημα, καί πρέπει νά τό προσέχουμε νά μήν τό καταστρέψουμε. Ὁ ἑαυτός μας δέν εἶνε τό σῶμα. Ὁ ἑαυτός μας δέν εἶνε οἱ καλές ἐπιθυμίες, πού φύτευσε στόν κάθε ἄνθρωπο ὁ καλός Θεός. Ἑαυτός μας, πού πρέπει νά μισήσουμε καί ν’ ἀρνηθοῦμε, εἶνε οἱ κακές ἐπιθυμίες, εἶνε οἱ κακίες καί τά πάθη μας, πού φωλιάζουν μέσα στήν ψυχή μας καί τυραννοῦν τή ζωή μας καί δέν μᾶς ἀφήνουν ν’ ἀναπνεύσουμε ἐλεύθερα. Αὐτές οἱ κακίες, πού δέν προέρχονται ἀπό τό Θεό, ἀλλά προέρχονται ἀπό τήν πονηρή μας θέλησι, ἀποτελοῦν ἕνα δεύτερο ἄνθρωπο, τόν ἁμαρτωλό, τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἔτσι ὀνομάζει τό διεφθαρμένο ἑαυτό μας ὁ ἀπόστολος Παῦλος (πρβλ. Ῥωμ. 6, 6 κ.ἀ.). Καί αὐτός ὁ «παλαιός ἄνθρωπος» θέλει τά δικά του καί μᾶς κεντᾷ διαρκῶς καί μᾶς σπρώχνει στό κακό. Εἶναι σάν μιά γυναῖκα, πού ἀπατᾷ τόν καλό της ἄντρα καί τόν σπρώχνει στό ἔγκλημα, στήν ἀτιμία καί στή διαφθορά.
Αὐτόν λοιπόν τόν παλαιό ἄνθρωπο πρέπει νά τόν μισήσουμε. Νά διακόψουμε κάθε σχέσι μαζί του. Νά μήν ἀκοῦμε τί μᾶς λέει, ἄν θέλουμε νά μένουμε πιστοί στό Χριστό, ἄν θέλουμε νά μήν καταντήσουμε κτήνη, ἀλλά νά εἴμαστε ἄνθρωποι μέ ἀνώτερο προορισμό.
* * *
«Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» (αὐτ.). Ἄς φέρουμε μερικά παραδείγματα, γιά νά καταλάβουμε τό σπουδαῖο αὐτό λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Βρισκόμαστε σέ περίοδο νηστείας. Ἡ Ἐκκλησία διατάζει νά νηστέψουμε. Ναί, νά νηστέψουμε ὅλοι, ἐκτός ἀπό τούς ἀσθενεῖς. Καί τήν ἐντολή αὐτή τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά τήν ἐκτελέσουμε. Ἀλλά νά, ἔρχεται ὁ παλαιός ἄνθρωπος, πού ἔχουμε μέσα μας, καί λέει· «Μήν ἀκοῦς. Τί θά πῇ νηστεία; Μήν ἀκοῦς τί λένε οἱ παπᾶδες καί οἱ δεσποτάδες. Ὅλες οἱ μέρες εἶναι ἴδιες. Σύ νά τρῶς καί Τετάρτη καί Παρασκευή καί Μεγάλη ‘Βδομάδα…». Τί θά κάνουμε τώρα; Δύο φωνές ἀκοῦμε. Ἡ μία τοῦ Χριστοῦ· «Νήστευε». Ἡ ἄλλη τῆς σάρκας, τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου· «Τρῶγε». Ποιά φωνή θ’ ἀκούσουμε; Ἄν πῇς στή σάρκα «Ὄχι, δέν θά σ’ ἀκούσω· θ’ ἀκούσω τό Χριστό», τότε ἐκτελεῖς τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Δείχνεις αὐταπάρνησι, πατᾷς τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, πού, ὅπως λέει ἕνα ἅγιος, εἶνε ἕνα γουρούνι, πού ποτέ δέν χορταίνει, ἀλλά θέλει ὅλο νά τρώῃ καί νά παχαίνῃ.
«Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν» (αὐτ.). Θέλεις κι ἄλλο παράδειγμα; Χτυπᾷ τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ σου κάποιος. Εἶνε ἕνας δυστυχισμένος ἄνθρωπος. Εἶνε μία χήρα, ἕνα ὀρφανό. Ζητοῦν τή βοήθειά σου. Δύο φωνές ἀκούγονται πάλι. Ἡ μία εἶνε ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄλλη εἶνε ἡ φωνή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μία σοῦ λέει «Δῶσε». Ἡ ἄλλη «Ὄχι, δέν θά δώσῃς τίποτε, οὔτε νερό στόν ἄγγελό σου». Ἀδελφέ μου, ποιά φωνή θ’ ἀκούσῃς; Ἄν ἀκούσῃς τή φωνή τοῦ Χριστοῦ κι ἀνοίξῃς τό πουγγί σου καί βοηθήσῃς τό φτωχό, νίκησες τόν παλαιό ἄνθρωπο, νίκησες τή φιλαυτία σου, ἐφάρμοσες τό λόγο τοῦ Χριστοῦ.
«Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Θέλεις τρίτο παράδειγμα; Κάποιος πάλι χτυπᾷ τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ σου. Δέν εἶνε ἕνας φτωχός καί δυστυχισμένος. Εἶνε ἐχθρός σου, σ’ ἔχει ἀδικήσει καί σ’ ἔχει βλάψει. Ἔρχεται νά σοῦ ζητήσῃ συχώρησι. Ὁ Χριστός σοῦ λέει νά τόν συχωρέσῃς. Ὁ παλαιός ἄνθρωπος λέει· «Ὄχι, νά μήν τόν συχωρέσῃς· νά τόν ἐκδικηθῇς· νά τόν καταδιώξῃς· νά τοῦ ῥουφήξῃς, ἄν μπορῇς, καί τό αἷμα του». Ἀδελφέ, ποιά ἀπό τίς δύο αὐτές φωνές θ’ ἀκούσῃς; Ἄν ἀκούσῃς τό Χριστό καί τόν συχωρέσῃς, νίκησες νίκη μεγάλη. Νίκησες τόν παλαιό ἄνθρωπο. Νίκησες ἕνα ἀπό τά χειρότερα πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τό πάθος τῆς ἐκδικήσεως. Ἀπαρνήθηκες τόν παλαιό ἄνθρωπο καί συντάχθηκες μέ τό νέο ἄνθρωπο, τό Χριστό. Ἐφάρμοσες τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν».
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ὁ Χριστός εἶνε ὁ ἀρχηγός. Ὁ σταυρός ἡ σημαία μας. Ἐμεῖς οἱ στρατιῶτες. Ἄς φανοῦμε πιστοί καί ἀφωσιωμένοι. Ἄς μισήσουμε τήν κακία, ἄς διακόψουμε κάθε σχέσι μέ τό διεφθαρμένο ἑαυτό μας, τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ὄχι τά θελήματά του. Ὄχι τά ἁμαρτωλά θελήματα τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλά μόνο τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἄς ἐκτελοῦμε.
Χριστέ, βοήθησέ μας. τό θέλημά σου νά γίνεται «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς» (Ματθ. 6, 10).

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)