
1η. Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ ΛΟΥΚΑ (Συγκύπτουσας) Λουκ. ιγ’ 10 – 17, ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 423 – 425).
Ἦταν ἡμέρα Σαββάτο, δηλαδή ἀργίας κατά τό Μωσαϊκό νόμο καί ἀπηγορεύετο ἡ δι’ ἰδιοτελεῖς σκοπούς ἐργασία, ὅπως καί σήμερα ἰσχύει γιά μᾶς ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, χάριν ἀναπαύσεως ἀπό τό μόχθο τῆς ἑξαημέρου ἐντατικῆς ἐργασίας καί κοπώσεως, ἀλλά καί γιά πνευματική περισυλλογή, ψυχικήν ἀνάτασι καί φιλάνθρωπες πράξεις. Γιατί πολλοί κατήντησαν μηχανές, ἤ ἐκτρέπονται κατά τίς ἅγιες ἡμέρες τῆς ἀργίας σέ πολλές ἠθικές ἀσχημίες. Πάντως κανείς δέν κατακρίνει τίς ὑπό τῆς θείας νομοθεσίας καθιερωμένες ἀργίες πού ἀποβλέπουν στό ψυχοσωματικό ξεκούρασμα τοῦ μοχθοῦντος ἀνθρώπου. Βεβαίως, ὅλοι περιμένουν μέ κάποιο εἶδος λαχτάρας τό Σαββατοκύριακό τους μέ τή διαφορά ὅτι γι’ ἄλλους μέν εἶναι εὐκαιρία μιᾶς ἀχαλινώτου καί διαβλητικῆς ψυχαγωγίας πού ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς ἠθικῆς εὐπρεπείας, καί γι’ ἄλλους ἀφορμή νά δώσουν τό παρόν καί νά ἐκφράσουν τά εὐγνώμονα αἰσθήματά τους στό Θεό τηροῦντες τή σωστική παράδοσι τῶν πατέρων μας μέ τόν τακτικό ἐκκλησιασμό τους, μέ τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἤ ἐποικοδομητικῶν βιβλίων καί περιοδικῶν, μέ τήν οἰκογενειακή συνεστίασι γιά τή σύσφιγξι τῶν δεσμῶν τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας, μέ τήν ἐπίσκεψι φιλανθρωπικῶν Καταστημάτων καί ἐκτέλεσιν ἔργων ἀγάπης. Καί εἶναι γιά τούς πολλούς διπλῆ ἡ εὐλογία τῆς Κυριακῆς ἀργίας.
Οἱ πνευματικοί ταγοί τοῦ Ἰσραήλ εἶχαν παρεξηγήσει τό σκοπό τῆς ὑπό τοῦ νόμου ἐπιβληθείσης ἀργίας τοῦ σαββάτου σέ βαθμό γελοίας σχολαστικότητος μέ τήν τήρησι τύπων, ἄνευ οὐσίας καί σκοπιμότητος. Ἔκαναν σύγχυσι ἔργων θυσίας ἀνθρώπων πρός συνανθρώπους των, ἔστω καί ἄν εἰς μέν τούς ἀγαθοποιοῦντας ὑπῆρχεν ἀνιδιοτελής προσφορά πρός τόν πάσχοντα κατ’ ἐπιταγήν τοῦ ἠθικοῦ νόμου εἰς δέ τόν δεχόμενο τήν εὐεργεσία ἐδίδετο ἀφορμή ἐκφράσεως αἰσθημάτων εὐγνωμοσύνης στό Θεό, πού, μέσω τῶν ὀργάνων του, εὐεργετεῖ. Τό διπλό αὐτό κέρδος οἱ μικράνθρωποι καί φθονεροί τῆς ἑβραϊκῆς Συναγωγῆς τό παραθεωροῦσαν γιά νά τηρήσουν τούς τύπους καί τά προσχήματα τῆς ἱδικῆς των θεοσεβείας. Ἦταν, βεβαίως, ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου πού ἔλαβε χώραν ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτούσης «ἤν ἔδησεν ὁ σατανᾶς δέκα καί ὀκτώ ἔτη» ἀλλ’ ἡ ἀργία τοῦ σαββάτου, ἢ, τῆς καθ’ ἡμᾶς Κυριακῆς δέν σημαίνει καί ἐφάμαρτη ἀδράνεια, οὔτε καί ἀπανθρωπιά, ἀλλ’ ὑπόμνησι καθηκόντων καί πρός τά ζῷα ἀκόμη πού μάς ἐξυπηρετοῦν, καί πρός τούς ἀνθρώπους, ὅταν πάσχουν ψυχικά καί σωματικά. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐνεργοποιῇ τίς ψυχικές του δεξιότητες γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τόν πλησίον καί γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Οἱ φιλάνθρωπες πράξεις, ἀπό ἀρχαιοτάτης χριστιανικῆς ἐποχῆς, ὑπῆρχαν στόν ἠθικό κώδικα τῶν καθηκόντων κατά τίς ἡμέρες τῆς θρησκευτικῆς ἀργίας, καί, μάλιστα, τῆς Κυριακῆς, ὅπου οἱ Χριστιανοί πιστοί, συναθροιζόμενοι ἐπί τό αὐτό, μέ τήν πνευματική καθοδήγησι τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἄλλων πνευματικῶν προϊσταμένων τους μέ τίς «λογίες», δηλαδή τίς προαιρετικές εἰσφορές, ἀνεκούφιζαν τή δυστυχία τῶν ἐμπεριστάτων ἀδελφῶν τους. Α’ Κορ. ιστ’ 1 – 3.
Ἡ αἰτία τῆς ἀγανακτήσεως τοῦ ἀρχισυναγώγου δέν ἦταν τόσο ἡ παρερμηνεία τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλ’ ὁ φθόνος. Τόσον ἡ ἠθική ἀκτινοβολία τοῦ Ἰησοῦ, ὅσο καί τά ἐντυπωσιάζοντα τό λαό θαύματά Του προκαλοῦσαν ἀνοίγματα στήν παράταξι τῶν ὑποκριτῶν καὶ θρησκειοκαπήλων τῆς ἐποχῆς, ἐπειδή τούς ἦταν ἀδύνατο νά ὑποφέρουν τή λάμψι καί τό φανερό ἐνθουσιασμό τῶν καλοπροαιρέτων Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἔχαιρον «ἐπί πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γενομένοις ὑπό τοῦ Ἰησοῦ». Ὅλα τά πάθη, ἰδιαίτερα ὅμως ὁ φθόνος, εἶναι δηλητήρια στήν ψυχή ἐκείνων πού τά φιλοξενοῦν. Ἔτσι καί ἡ ἠθική εὐαισθησία ἀφανίζεται, καί ἡ λογική αχρηστεύεται, καί ἡ κακία πιάνει τό χῶρο τῆς καρδιᾶς καί τυποποιεῖ ἀνθρώπους σκοτεινούς πού τούς εἶναι ἀδύνατον, ὄχι μόνο νά κάμουν καλό, ἀλλά καί νά ἀνεχθοῦν τό καλό ὅταν προέρχεται ἀπό ἄλλους.
Ὁ φθόνος εἶναι τό ἀδικαιολόγητο πάθος ἀλλά δικαιότατο καί ἀδικώτατο συγχρόνως. Δικαιώτατο γιατί κατατρώγει τά σπλάχνα τοῦ ἰδίου τοῦ φθονεροῦ· ἀδικώτατο, γιατί μισεῖ τόν πλησίον ἐπειδή ὑπερέχει καί δέν τοῦ ἔφταιξε σέ τίποτε. Καί ἀντί ὁ φθονερός νά σκοτώσῃ τό βάκιλλο τῆς φυματιώσεως αὐτῆς, προσπαθεῖ μέ διαβολές καί συκοφαντίες νά βλάψῃ τόν ἐνάρετο, τόν ἀγαθοποιό τόν ὑπέροχο. Μήπως ἀπό φθόνο δέν ἐσταύρωσαν τόν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι, καί δέν ἐδηλητηρίασαν τό Σωκράτη οἱ Ἀθηναῖοι;

(1904 – 1992)
Ἡ Εἰκόνα καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.