†Ἀρχιμανδρίτη Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου

Κάποιος, πού κατεῖχε μεγάλη θέσι στήν κοινωνία, πίστευε στόν Πνευματισμό. Τά βράδυα ἔκανε πνευματιστικές συγκεντρώσεις μέ φίλους του στό σπίτι του καί ὑπνωτιζόταν ἡ σύζυγός του.
Τράβα χέρι ἀπ’ αὐτά τοῦ εἶπε ἕνας συγγενής του.
– Εἶναι καλά ἀπάντησε! Ἐπικοινωνοῦμε ἐκεῖ μέ τό Θεό καί τούς Ἁγίους.
– Μέ τό σατανᾶ ἐπικοινωνεῖτε, τοῦ λέγει. Πάρε καί διάβασε αὐτό τό βιβλίο καί τοῦ ἔδωσε τό βιβλίο «Ὑπάρχουν μάγια;». Ὅταν τό διάβασε, θά πάω νά τόν δῶ αὐτόν, πού τό ἔγραψε, εἶπε. Καί ἦλθε. Ἐξομολογήθηκε, τά παράτησε ὅλα μπῆκε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἒπειτα ἀπό καιρό μοῦ λέγει:
– Ὑποφέρω. Δέν μποροῦμε τό βράδυ νά κοιμηθοῦμε. Μοῦ κτυπᾶνε τούς τοίχους, τά πατώματα, λές καί τά ξυλώνουν. Ἀναγκάσθηκα καί ἄλλαξα σπίτι, ἀλλά στό νέο τά ἴδια κάνουν. Σέ παρακαλῶ νά ‘ρθῆς νά διαβάσης.
Ἕνα βράδυ μετά τό κήρυγμα ξεκινήσαμε ἀπό τήν πλατεῖα Κάνιγγος μέ ἕνα τάξι νά πᾶμε στό σπίτι του νά διαβάσω. Μέ ἄρχισε ὅμως μιά τρομερή ἀδιαθεσία. Ὅταν δέ περνούσαμε ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι μου, μοῦ ἐρχόταν νά ξεψυχήσω. Ἤθελε ὁ σατανᾶς νά μέ κάμη νά μή πάω. Ἐπέμεινα ὅμως, πῆγα καί διάβασα. Ὅταν ὅμως ἐτελείωσε, μοῦ λέγει:
– Ἔχουμε καί μιά προσκόμισι.
Τί εἶναι αὐτό; Ἐρώτησα. Ἐκκλησιαστικό ἀπό τό προσκομίζω;
– Ὄχι, μοῦ λέγει. Αὐτό ἦλθε, ὅταν κάναμε συγκέντρωσι, μόνο του, ἀοράτως.
Ἦταν ἕνα κλαδάκι μέ λίγα φυλλαράκια, δεμένα μέ μιά μεταξωτή ταινία. Θέλησα νά τό κάψω. Μοῦ ἔφεραν ἕνα μπουκάλι οἰνόπνευμα καί μιά γλάστρα, ἔρριξα ἀρκετό οἰνόπνευμα καί ἔβαλα φωτιά. Ἡ λαμπάδα ἀνέβαινε ὄχι ἴσια, ἀλλά σπειροειδής στρεφόταν. Ἦταν ἡ παρουσία τοῦ σατανᾶ. Τότε θυμήθηκα, πού ὅταν εἴμεθα μικροί καί βλέπαμε ἀνεμοστρόβιλο, λέγαμε χορεύουν οἱ δαίμονες. Ὅταν κατόπιν εἶπα σέ ἕνα, πού ἤτανε στό Πνευματισμό, ἔτσι μοῦ λέγει, βγαίνει ἡ λαμπάδα στόν Πνευματισμό.
Ὅταν ἐπιστρέψαμε τήν νύχτα στό Μοναστήρι, μοῦ εἶπε:
– Στό προηγούμενο σπίτι τήν εἶχα αὐτή τήν προσκόμισι πίσω ἀπό τήν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, καί χτυπιόταν ἡ Εἰκόνα. Σέ τοῦτο ὅμως όχι. Τήν εἶχα μακρυά ἀπό τήν Εἰκόνα.
– Εὐλογημένε, τοῦ εἶπα, ἀφοῦ ἔβαλες τό σατανᾶ κοντά της; Πῶς νά μήν χτυπιέται;
Τήν ἑπομένη, μοῦ εἶπεν, ὅτι μέσα στό δωμάτιο ἡσύχασαν, μόνο ἀπ’ ἔξω ἀκουγόταν κτύποι.
Ἔστειλα τότε ἕνα νεοχειροτονηθέντα Ἱερέα, πού δέν εἶχε κάμει ποτέ Ἁγιασμό. Τοῦ ὑπέδειξα τί θά διάβαζε καί πῶς θά τόν ἔκανε τόν Ἁγιασμό. Πράγματι ἐπῆγε στό σπίτι τοῦ πρώην πνευματιστοῦ καί μετά τόν Ἁγιασμό, δέν ξαναπαρουσιάσθηκαν τά πνευματιστικά φαινόμενα.
Μόνον γιά μιά φορά, πού θέλησα νά φτιάξω μιά ἐπιτροπή ἐναντίον τῶν μάγων, τῶν μέντιουμ, τοῦ Πνευματισμοῦ καί θά ἔβαζα καί αὐτόν, τότε λύσσαξε ὁ σατανᾶς, ἀλλά μετά ἀπό τό διάβασμα σταμάτησε.
Στήν ἐπιτροπή αὐτή εἶχαν καί ἕνα Ἱερέα. Αὐτός κατόπιν συνεννοήσεως καί μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον τόν Β’, μπῆκε στούς πνευματιστάς στήν Καλλιθέα. Ἔκανε τόν δικό τους. Τοῦ εἶχα δώσει καί ἕνα μικρό μαγνητόφωνο. Σέ μιά συγκέντρωσι τό ὑπνωτισμένο μέντιουμ ἔλεγε, ὅτι μιλοῦσε μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ. Ἀλλά ὁ Ἱερεύς μέσα του προσευχόταν, ἔλεγε τό Παναγία Τριάς κ.λ.π. Τότε ὁ ὑπνωτισμένος ἐταράσσετο καί ἐπήγαινε πρός τόν Ἱερέα. Οἱ ἄλλοι ὅμως νομίζανε, πῶς ὁ Ἱερεύς ἦταν ἐκλεκτός τοῦ Ἀρχαγγέλου καί ἔπεφταν καί τόν προσκυνοῦσαν τόν Ἱερέα. Καί δέν καταλάβαινε τό πνεῦμα, ὅτι ὁ Ἱερεύς ἦταν κατάσκοπος καί ὅτι στό μανίκι τοῦ ράσου του εἶχε τό μαγνητόφωνο. Τήν ταινία ἐκείνη τήν κρατῶ.
Αὐτός, λοιπόν, τό βράδυ πού ἐπρόκειτο νά μπῆ στήν ἐπιτροπή, ὑπέφερε. Ἦταν στήν κουζίνα τοῦ σπιτιοῦ του, καί τόσο φυσοῦσε, ὥστε ἔσπασε τό βιτρέ χονδρό τζάμι τοῦ παραθύρου του.
Ὁ τρίτος διάβαζε στό σπίτι του. Στή σόμπα εἶχε κάστανα, πού ἔψηνε. Ἀλλά πετιόταν μέ δύναμι καί τόν χτυποῦσαν ὅλα σέ ὡρισμένο σημεῖον τοῦ στήθους του. Ἀναγκάσθηκε καί τά ἔβγαλε ἀπό τή φωτιά. Κατόπιν δυνατός ἀέρας τοῦ ἔσπασε τό τζάμι τοῦ παραθύρου του. Πῆρε μιά κουβέρτα καί τό βούλωσε. Κατόπιν ἄναψε ἡ σόμπα καί φούντωσε. Πῆρε ἄλλη κουβέρτα καί τήν πούμωσε νά σβήση. Ἔπειτα ἀκούει ποδοβολητό ἱππικοῦ στήν ταράτσα. Ὁ γιός του, πού ἦταν θρησκευτικῶς ἀδιάφορος, φοβήθηκε ἔπειτα ἀπό αὐτά, ἔτρεξε καί βρῆκε λιβάνι καί ἔκαιγε ὅλη τή νύχτα καί σταυροκοπιόταν.
Γιατί τά διηγήθηκα αὐτά; διότι φαίνεται ἡ παρουσία τοῦ σατανᾶ καί, ὅτι ὅποιος πάει μέ αὐτόν δύσκολα φεύγει.
Μακρυά λοιπόν ἀπό τούς Πνευματισμούς, Σατανισμούς, τούς Ἀποκρυφισμούς, καί τά τοιαῦτα. Νά ξέρουμε δέ ὅτι, ὅταν εἴμεθα κοντά στό Θεό, δέν μπορεῖ νά μᾶς θίξη. «Τά πρόβατα τά ἐμά, οὐδείς δύναται ἁρπάσαι ἐκ τῆς χειρός μου», εἶπεν ὁ Κύριός μας.

1910 – 1982
ΠΗΓΗ: Τό βιβλίο «ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΔΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ» τοῦ †Ἀρχιμανδρίτη Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου. (Σελ. 140). ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ».
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.