
1η. Ἀνάλυσι τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, Ζ’ ΛΟΥΚΑ, (Λουκ. η’ 41 – 56), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», (1980) (σελ. 395 – 397).
Συνθετική ὕλη εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος, θνητός. Πεθαίνει καί ἀποσυντίθεται. Ὁ θάνατος δέν σέβεται κανένα, οὔτε φοβεῖται κανένα, οὔτε καί δωροδοκεῖται ἀπό κανένα. Σκληρός, ἀσυγκίνητος, ἀποφασιστικός, ἀμετανόητος. Εἶναι ὁ μόνος δεσπότης, πρό τοῦ ὁποίου σκύβουν τόν αὐχένα βασιλεῖς, ἡγεμόνες, σοφοί καί ἰδιῶτες, ἄσημοι καί διάσημοι, πλούσιοι καί φτωχοί, καί ἀχρηστεύονται τά μέσα τῆς βίας τῶν Δυνατῶν τῆς γῆς, ἡ ὁποία ὑποτάσσεται μέ τή σειρά της στή φθορά. Αἰτία τοῦ φυσικοῦ θανάτου κατά τάς Ἁγίας Γραφάς εἶναι ἡ ἁμαρτία, καί ἀπό τή δεσποτεία του δέν ἐξῃρέθησαν οὔτε οἱ ἁμαρτωλοί οὔτε καί οἱ δίκαιοι, κατά κληρονομικήν αἱματική συγγένεια. (Γενεσ. Β’ 17, Ρωμ. ε’ 13 κ.ἑ.).
Ὁ θάνατος, ὡς φυσικός καί τίμημα τῆς ἁμαρτίας καί ὡς γεγονός ἀναμφισβήτητο, δέν νικιέται οὔτε καί ἀπό τήν ἐπιστήμη. Τά φάρμακα, ἁπλῶς ἠμπορεῖ να παρατείνουν κάπως τήν σωματική ζωή καί να δώσουν κάποιαν ἀνακούφισι στόν πόνο, ἄν καί τοῦτο εἶναι ἀμφισβητήσιμο, λόγῳ τοῦ ἐθισμοῦ, δέν κλείνουν ὅμως μέσα τους τό μυστήριον τῆς ἀθανασίας, τό ὁποῖον εἶναι τό κατά Χάριν Θεοῦ προνόμιον τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀφθαρτοποιούμενον, θα τό ἀναλάβῃ κατά τή γενική ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, Α’ Θεσ. δ’ 13 κ.ε., Α’ Κορ. ιε’ 20 κ.ε. Ἔχει ὅμως καί τήν ἀγαθή του πλευρά ὁ σωματικός θάνατός, παρά τη θλῖψι πού προκαλεῖ στούς οἰκείους: ὅτι εἶναι ἕνας συγκρατητικός χαλινός τοῦ ἀφηνιάζοντος ἀνθρωπίνου θηρίου, πού μέ τή λύσσα τῆς κακίας του θα ξεπερνοῦσε καί τό σατανᾶ σέ πράξεις ἐγκληματικές καί ἡ ἀνθρωπότης θά μετεβάλλετο σέ φοβερή Κόλασι πρό τῆς Κολάσεως. Ὁ θάνατος τερματίζει τήν, σέ βαθμό ὁλικῆς καταστροφῆς, δρᾶσιν τοῦ κακοποιοῦ πνεύματος, καί ἀφίνει, πολλάκις ἀνεξέλικτο τό ἐνδιάθετο κακό πού δέν προφθάνει νά ἐνεργοποιηθῇ σέ ἔκτασι.
Ἀλλ’ ὑπάρχει καί ὁ ἠθικός θάνατος. Αὐτόν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νά τόν ἀποφύγῃ. Πρόκειται περί τοῦ θανάτου τόν ὁποῖον προκαλεῖ τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Καί ἠθικός θάνατος εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ ψυχικοῦ κάλλους· τοῦ κάλλους πού ταιριάζει στήν διά τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ὡραϊσθεῖσα ψυχή, ἡ ὁποία καί καλεῖται «νύμφη» του, καί πρέπει νά κρατῇ πάντα τήν πνευματική της ὡραιότητα διά τῆς ἀποφυγῆς τῆς ἠθικῆς ρυπαρίας, Ματθ. κβ’ 12, ἄλλως τε κινδυνεύει νά ἀφορισθῇ καί νά ὑποστῇ τίς συνέπειες τῆς ἐκδιώξεώς της ἀπό τή χώρα τοῦ Παράδεισου, καί νά ὁδηγηθῇ ἐκεῖ ὅπου ὁ θεός τῆς ἀκαθαρσίας, ὁ βελιάρ. Τοῦτο ὅμως εἶναι θάνατος αἰώνιος, ὡς συνέπεια τοῦ ἠθικοῦ θανάτου πού ἡ ἁμαρτία προκαλεῖ. Αὐτός ὁ θάνατος εἶναι καί ὁ φοβερώτερος, γιατί δέν ὑπάρχει ἐλπίδα Χάριτος, ὅπως ἐδῶ στή γῆ, ὅταν οἱ ἁμαρτωλοί ἐν μετανοίᾳ προσπίπτοντες πρό τοῦ Ἐσταυρωμένου, τήν ζητοῦν μετά δακρύων καί τή λαμβάνουν μέσῳ τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός πάντοτε.
Οὔτε ὁ φυσικός θάνατος, οὔτε ὁ αἰώνιος νικᾶται· μόνο ὁ ἠθικός, πού ὁδηγεῖ στόν αἰώνιο θάνατο, προλαμβάνεται. Καί προλαμβάνεται μέ τή συνειδητή ἀντίδρασι κατά τοῦ κακοῦ καί τά μέσα ποὺ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία διαθέτει: μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τακτικός Ἐκκλησιασμός, ἀποφυγή ἀφορμῶν πρός ἁμαρτίαν, ἐξομολόγησι καί Θεία Κοινωνία, ἀλλά καί ἔργα χριστιανικῆς ἀγάπης. Ἐδῶ παλαίει ἡ ἀφθαρσία κατά τῆς φθοράς, ἡ ἀθανασία κατά τῆς θνητότητος, ἡ σπάθη τοῦ ἀγαθοῦ πρός τά δόντια τοῦ νοητοῦ δράκοντος. Καί ἡ πάλη πρέπει νά εἶναι ἀκατάπαυστη μέ τήν ψυχή ἀγωνιζομένη στίς ἐπάλξεις καί καμμιά κερκόπορτα δέν πρέπει νά μείνῃ ἀφρούρητος. Ἐάν λαμβάνωνται μέτρα πρός ἀπώθησιν τοῦ ἀναπόφευκτου ἄλλως τε, φυσικοῦ θανάτου, πόσῳ μᾶλλον πρός σωτηρίαν τῆς ψυχῆς, πού ἀπειλεῖται με τόν διά τοῦ ἠθικοῦ θανάτου, αἰώνιο θάνατο; Δέν σώζεται ἡ κατάστασι μέ τήν ἀνάστασι τοῦ Λαζάρου καί τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τῆς χήρας Ναΐν, καί τήν ὀλιγόχρονη παράτασι τῆς γήϊνης ζωῆς, ἄν, ὡς προῖκα τῆς ψυχῆς, δέν ἔχουν τήν πίστι καί τήν ἀρετή τοῦ Χριστοῦ γιά τήν τελική τους ἀποκατάστασι. Ἡ ζωοποιός δύναμις τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί λυτρωτική τοῦ φυσικοῦ θανάτου· ἀλλ’ ἡ παράτασι τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς γιά λίγο ἀκόμη χρονικό διάστημα δέν ὠφελεῖ. Γιά τοῦτο ἡ μετά θάνατον ἐπιβίωσι τῆς ψυχῆς καί ἡ ἕνωσί της μετά τοῦ σώματος τῆς ἀφθαρσίας, ἀπαιτοῦν ἠθικήν ἐπαγρύπνησι καί ἀντίστασι κατά τοῦ διαβόλου, Ἰακ. δ’ 7, τοῦ ὀλεθρίου αὐτοῦ συμβούλου τῆς συμφορᾶς μας.

(1904 – 1992)
Ἡ Εἰκόνα καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου, ἔχουν προστεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.