
Ἀνάλυσις τοῦ Ἀποστόλου πρός Κολασσαείς 3, 4 – 11, τῆς Κυριακῆς ΙΑ’ Λουκᾶ (Προπατόρων), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ». (Σελ. 294 – 299)
«…..Ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον» (Κολ. 3, 9 – 10)
Στήν ἀποστολική περικοπή, πού διαβάστηκε σήμερα σ’ ὅλους τούς ναούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιά δυό ἀνθρώπους· ὁ ἕνας εἶναι «ὁ παλαιός» (Κολ. 3, 9), ὁ ἄλλος εἶναι «ὁ νέος» (ἔ.ἀ. 3, 10). Ἔτσι τούς ὀνομάζει. Μέ ποιόν παρακαλῶ, ἀπ’ τούς δύο μοιάζουμε, μέ τόν παλαιό ἤ μέ τό νέο; Ἀλλά πρίν ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα αὐτό πρέπει νά δώσουμε κάποια ἑρμηνεία σ’ αὐτές τίς δυό λέξεις πού ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος.
«Παλαιός» – «νέος». Μή νομίσετε, ὅτι οἱ λέξεις αὐτες ἔχουν σχέσι μέ τήν ἡλικία. Μπορεῖ νά εἶναι ἕνας πολύ ἡλικιωμένος, γέρος 80 ἤ 90 χρονῶν κι ὅμως νά εἶναι νέος. Καί πάλι μπορεῖ ἕνας νά εἶναι νέος στήν ἡλικία, πάνω σ’ ὅλη τήν ἀκμή τῆς νεότητος, κι ὅμως νά εἶναι παλαιός. Τί εἶναι ἆραγε ἐκεῖνο πού τόν ἕνα ἄνθρωπο τόν κάνει παλαιό, καί τόν ἄλλο τόν κάνει νέο;
«Π α λ α ι ό ς ἄ ν θ ρ ω π ο ς»! Στή δημοτική γλῶσσα λέγεται παλιάνθρωπος. Παλιάνθρωπος; Τόλμησε νά πῇς ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο παλιάνθρωπο, καί θά δῇς τί θά γίνῃ· θά θυμώσῃ, θά ἐξαγριωθῇ καί θά σοῦ κάνῃ μήνυσι. Κι αὐτό θά εἶναι τό λιγώτερο. Γιατί ὑπάρχουν καί χειρότερα· ὑπάρχει περίπτωσι πού, ὅταν κάποιος ἄκουσε νά τόν λένε παλιάνθρωπο, πῆρε πιστόλι καί σκότωσε αὐτόν πού τόν εἶπε ἔτσι. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του καί δέν ἐπιτρέπει νά τόν ὀνομάζουν ἔτσι. Ἐγώ παλιάνθρωπος; Σοῦ λέει. Πρέπει νά πλύνῃς τό στόμα σου μέ ροδόσταμο γιά ν’ ἀναφέρῃς τ’ ὄνομά μου…… Καί ὁ πιό διεφθαρμένος ἄνθρωπος ὑπερασπίζει τήν τιμή τοῦ ὀνόματος του. Ἄτιμο καί παλιάνθρωπο δέν θέλει κανένας νά τόν ὀνομάσουν. Καθένας, καί μάλιστα αὐτός πού εἶναι οἰκογενειάρχης, θέλει ν’ ἀφήσῃ στά παιδιά του καί στά ἐγγόνια του καλό ὄνομα. Γιατί τό καλό ὄνομα ζυγίζει παραπάνω ἀπό ἕνα τόννο χρυσάφια καί διαμάντια. Τό καλό ὄνομα εἶναι θησαυρός ανεκτίμητος.

«Παλαιός ἄνθρωπος»! Καί ὅμως, ἀγαπητοί μου· παρ’ ὅλη τήν καλωσύνη πού δείχνουν ἐξωτερικῶς πολλοί ἄνθρωποι, καί γιά τήν ἐξωτερική αὐτή καλωσύνη καί εὐγένεια ὀνομάζονται καλοί ἄνθρωποι, ὑπάρχει στό βάθος πολλή κακία καί διαφθορά. Ὁ «παλαιός ἄνθρωπος» εἶναι κρυμμένος στήν καρδιά κάθε ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος κι αὐτός ἀκόμα πού ὀνομάζεται καλός, μοιάζει μ’ ἕνα πηγάδι πολύ βαθύ, πού στήν ἐπιφάνειά του φαίνεται καθαρό· ἄν ὅμως πάρῃς ἕνα κουβᾶ κι ἀρχίσῃς νά τό ἀδειάζῃς καί φτάσῃς στόν πάτο, τότε θά δῇς πόση ἀκαθαρσία ἦταν κρυμμένη στό βάθος τοῦ πηγαδιοῦ. Ἔτσι εἶναι κι ὁ ἄνθρωπος· ἀπ’ ἔξω φαίνεται καλός, ἀλλά μέσα στήν καρδιά του, πού τή βλέπει μόνο ὁ Θεός, πόση διαφθορά καί κακία εἶναι κρυμμένη! Μόνο ὅσοι δέν πῆραν ποτέ στά χέρια τους τό Εὐαγγέλιο καί δέν τό ἔκαναν καθρέφτη γιά νά δοῦν σ’ αὐτόν τήν κακία καί τή διαφθορά τους, μόνο αὐτοί, ἐνῶ τό πρόσωπό τους εἶναι γεμᾶτο μουτζοῦρες, μποροῦν νά λένε, ὅτι εἶναι καθαροί καί ἅγιοι κι ὅτι σ’ αὐτούς δέν ταιριάζει ἡ ὀνομασία «παλαιός ἄνθρωπος». Ὅσοι ὅμως διαβάζουν τό Εὐαγγέλιο καί βλέπουν σέ ποιό ὕψος ἀρετῆς θέλει ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο, κ’ ἐξετάζουν τόν ἑαυτό τους καί βλέπουν πόσο μακριά εἶναι ἀπ’ τό ἰδανικό μιᾶς ἁγίας ζωῆς πού κήρυξε καί ἔζησε ὁ Χριστός, μόνο αὐτοί ἔχουν τό «γνῶθι σαυτόν», καί συμφωνοῦν με τόν Παῦλο, καί συντετριμμένοι ἀπ’ τή συναίσθησι τῆς αμαρτωλότητός τους γονατίζουν καί παρακαλοῦν τό Θεό, νά ξερριζώσῃ ἀπό μέσα τους τό δέντρο τῆς ἁμαρτίας με τά πολλά κλαδιά, καί νά φυτέψῃ μέσα στήν καρδιά τους τό νέο δέντρο τῆς ἀρετῆς καί τῆς πίστεως.

«Παλαιός ἄνθρωπος»! Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καί ἄλλοτε μᾶς δόθηκε ἀφορμή νά κηρύξουμε, δέν εἶναι ὅπως βγῆκε ἀπ’ τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός, ἦταν ἕνα ἔξοχο δημιούργημα· ἦταν σάν ἄγγελος, καί διέφερε ἀπ’ τούς ἀγγέλους μόνο στό ὅτι εἶχε σῶμα. Κακία μέσα του δέν ὑπῆρχε. Τά ἔβλεπε ὅλα μέ ἀθῳότητα. Ἦταν ὑγιής κατά πάντα. Καί δέν θά πέθαινε ποτέ. Αὐτός ἦταν ὁ ἄνθρωπος ὅπως βγήκε ἀπ’ τά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ἁλλοίμονο! Μέσα στόν ἄνθρωπο, ἀπό δική του ἀπροσεξία, μπῆκε τό πρῶτο μικρόβιο, πού γέννησε ὅλα τά ἑκατομμύρια τῶν μικροβίων πού προξένησαν καί προξενοῦν τόση καταστροφή στόν κόσμο. Καί τό πρῶτο μικρόβιο εἶναι αὐτό πού ἡ Γραφή ὀνομάζει «ἁμαρτία». Ἡ ἁμαρτία ἔβγαλε τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν παράδεισο. Αὐτή ἔρριξε τόν ἄνθρωπο ἄρρωστο στό κρεβάτι. Αὐτή ἔφερε τόν πόνο καί τά δάκρυα στόν κόσμο. Αὐτή ἔσπρωξε τόν Κάϊν νά σκοτώσῃ τόν ἀδελφό του. Αὐτή ὥπλισε καί ὁπλίζει τούς ἀνθρώπους μέ μαχαίρια καί τσεκούρια καί μέ ἄλλα ἀκόμη πιό φοβερά ὅπλα, γιά νά σκοτώνωνται, ἀντί νά ζοῦν ὅλοι ἀγαπημένοι σάν παιδιά τοῦ Θεοῦ. Αὐτή, ναί ἡ ἁμαρτία, ἄλλαξε τόν ἄνθρωπο, κατέστρεψε τήν ἀγγελική ὀμορφιά πού εἶχε, τόν γέμισε μέ ρυτίδες καί πληγές, τόν ἔκανε ἀγνώριστο, ὥστε οἱ ἄγγελοι, πού τόν ἔβλεπαν σ’ αὐτή τήν ἀθλία κατάστασι, νά λένε· αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού βγῆκε ἀπ’ τά χέρια τοῦ Θεοῦ;… Αὐτόν τόν ἄνθρωπο τῆς κακίας καί ἀθλιότητος καί διαφθορᾶς ἔχει ὑπ’ ὄψι του καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὀνομάζῃ τόν ἄνθρωπο «παλαιόν» (ἔ.ἀ.).
«Παλαιός ἄνθρωπος»! Ξέρετε πῶς μοιάζει ὁ παλαιός ἄνθρωπος; Ὑποθέστε, ὅτι ἕνας γλύπτης κάνει ἀπό καθαρό μπροῦντζο ἕνα ἄγαλμα. Τό ἄγαλμα εἶναι ὡραῖο, εἶναι τέλειο. Ὅταν ἔγιναν τά ἀποκαλυπτήριά του ὅλοι τὸ θαύμασαν. Οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου, πού ἔπεφταν πάνω του, τό ἔκαναν ν’ ἀστράφτῃ. Ἀλλ’ ἀπό τότε ποὺ τό ἔστησαν μέχρι σήμερα περάσανε δυό καί τρεῖς χιλιάδες χρόνια. Βάρβαροι τό γκρέμισαν ἀπ’ τή θέσι του. Τό ἄγαλμα, ἐγκαταλελειμμένο, σκεπάστηκε ἀργότερα ἀπ’ τά χώματα καί τίς ἀκαθαρσίες. Χρόνια, αἰῶνες, ἦταν ἐκεῖ θαμμένο. Ἦρθε ὅμως κάποιος, ἔσκαψε καί τό βρῆκε. Ἦταν σέ ἀθλία κατάστασι· τίποτε δέν θύμιζε τήν πρώτη του δόξα. Ἀλλ’ ὁ τεχνίτης – καί τεχνίτης ἀπαράμιλλος ἦταν αὐτός πού τό ἀνέσυρε – δέν ἀπελπίστηκε. Τό πῆρε, τό ἔρριξε μέσα στό καμίνι, τό ἔλειωσε, κι ἀπό τό ἴδιο ὑλικό ἔκανε πάλι τό ἄγαλμα, πού ἦταν χίλιες φορές ὡραιότερο ἀπό τό πρῶτο.

Μέ καταλάβατε τί θέλω νά πώ μέ τό παράδειγμα αυτό; Παραβολικώς σάς μίλησα. Άγαλμα είναι ο άνθρωπος· άγαλμα έξοχο, άγαλμα όχι άψυχο αλλ’ έμψυχο, άγαλμα μέ νού καί καρδιά. Ένα άγαλμα κάποιος τό κάνει. Αλλά τό άγαλμα αυτό πού λέγεται άνθρωπος ποιός τό έκανε; Ο Θεός τό έκανε. Όποιος πή, ότι έτσι φύτρωσε, δέν είναι στά λογικά του. Τό άγαλμα τό κάνει ο γλύπτης· τόν άνθρωπο τόν έκανε ο μέγας καλλιτέχνης πού λέγεται Θεός. Τά αγάλματα τά τρώει η σκουριά, τά καταστρέφουν οι βάρβαροι. Καί τόν άνθρωπο; Τόν καταστρέφει η σκουριά τής αμαρτίας καί τά βαρβαρικά πάθη. Αγνώριστος πιά κατήντησε ο άνθρωπος.
Έ, αὐτό τόν ἄνθρωπο, τόν κακό καί διεφθαρμένο, τό φονιᾶ καί τόν ἐγκληματία, τόν πόρνο καί τό μοιχό, τόν γεμᾶτο από κακίες καί πάθη, αὐτό τόν ἄνθρωπο, τόν «παλαιόν ἄνθρωπον» (ἔ.ἀ.), ἦρθε ὁ Χριστός, ὁ Θεῖος καλλιτέχνης, τόν πῆρε, τόν ἔρριξε μέσα στό φλογερό καμίνι τῆς ἀγάπης του, καί από ‘κεῖ μέσα ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὁ φονιᾶς καί ὁ λῃστής, βγῆκε νέος ἄνθρωπος, βγῆκε ἅγιος. Κι ὁ κόσμος εἶδε καί θαύμασε καί εἶπε· μόνο ὁ Χριστός ἔχει τή δύναμι νά παίρνῃ τά παλιά πράγματα καί νά τά κάνῃ νέα· νά παίρνῃ τά κάρβουνα καί νά τά κάνῃ διαμάντια· νά παίρνῃ τή σκουριά καί νά τήν κάνῃ χρυσάφι. Σ’ αὐτόν, τό Χριστό, τό Δημιουργό τοῦ παντός, τόν σοφό Καλλιτέχνη, τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

(20/4/1907 – 28/8/2010)