
1η Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΙΕ’ ΛΟΥΚΑ Λουκᾶ ιθ’ 1 – 10, ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἄθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 464 – 466).
Ὅταν ἕνας δέν φιλοσοφῇ στή ζωή, ρίχνει ὅλο τό βάρος τῶν φροντίδων του ἐπάνω στά θέματα πού ἀφοροῦν τήν ἐξωτερικήν ἐμφάνισι στίς κοινωνικές διακρίσεις, στόν ὑλικό πλουτισμό, σέ ὅτι ἀφορᾷ τή θεραπεία τοῦ «ἐγώ» καί τήν καλοπέρασι. Φυσικά, γιά νά τά ἐπιτύχῃ ἀπαιτεῖται ἀγωνία καί ἀγών. Δεδομένου δέ ὅτι ἄβυσσος ἀνοίγεται ἀπαιτήσεων, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ πεῖρα, ἡ ἱκανοποίησις ὑλικῶν ἀτομικῶν ἀναγκῶν καί ἡ ἀνταπόκρισις ἔναντι τῶν κοσμικῶν ἀπαιτήσεων, δέν πληροῦται μέ τόν προσωπικό μας ἱδρῶτα πάντοτε, ἱδρῶτα ὁ ὁποῖος, ὡς τίμιος, παρέχει τάς «διατροφάς» καί τά «σκεπάσματα» κατά τόν Παῦλο Α’ Τιμ. στ’ 8. Καί ἄν κάτι ἀποκτηθῇ ἐπί πλέον, τοῦτο, κατατίθεται στόν «κουμπαρᾶ» τῆς ἀποταμιεύσεως δι’ ἐκτάκτους ἀνάγκας, ὅπως π.χ. ἀσθένεια, σπουδή τῶν παιδιῶν, ἀποκατάστασι κόρης κ.ο.κ. ὁπότε καί θά ἦταν ἀφροσύνη νά μή εἶναι προβλεπτικός ἕνας οἰκογενειάρχης ἰδία, ἀφοῦ ὑπάρχουν στήν πορεία τῆς ζωῆς μας καί τά ἀπρόβλεπτα ἐνδεχόμενα.
Ἀλλά αὐτός ὁ συνετός ἄνθρωπος εἶναι ὁ σημερινός «νοικοκύρης» πού, χωρίς νά ἀδικήσῃ καί νά βλάψῃ κανένα, οὔτε τοῦ ἐπιουσίου του στερεῖται, οὔτε καί θλίβεται κάτω ἀπό τήν πίεσι τῆς πενίας, ἀλλ’ οὔτε καί προκαλεῖ τό κοινό αἴσθημα, ὅπως πολλοί νεόπλουτοι πού ἀποτόμως εὑρέθησαν μέ χρήματα, μέ χτήματα καί καλοζωία διαβλητή, εὐθύς ὡς ἐσημάδευσαν τό στόχο καί τά μέσα τοῦ πλουτισμοῦ, εἴτε στά δημόσια, εἴτε στά ἰδιωτικά ἀναμιγνυόμενοι.
Πῶς αὐτή ἡ ἁλματώδης ἐπί τά βελτίω ζωή, ἡ ἐξοργιστικά προκλητική, καί πῶς αὐτή ἡ «καμινάδα» ἐπάνω ἀπό τά χαμόσπιτα τῶν ἄλλων, μᾶς τό εἶπεν ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, ἄν ὄχι ξάστερα, πάντως χτυπητά, ἐφ’ ὅσον καί ὁ Κύριος δέν ἠρνήθη τήν κακή φήμη του ὡς ἁμαρτωλοῦ, ὅπως τόν κατηγοροῦσεν ἡ κοινή γνώμη. Μᾶς εἶπεν ὅτι ἐγένετο πλούσιος ἀπό ἀδικίες καί ἀρπαγές, ἐκμεταλλευόμενος τήν ἀνωτέρα φοροϋπαλληλική του θέσι καί ἰδιότητα, ὡς ἀσύδοτος καί ἀνεξέλεγκτος εἰσπράκτωρ τῶν φόρων γιά τούς ὁποίους κατέβαλε ψιχία ποσοστῶν στό Δημόσιο Ταμεῖο.

Ἀλλ’ ὅσῳ γλυκά κι’ ἄν εἶναι τά ἁρπάγματα, ἡ ἀδικία εἶναι ἀδικία πού δίνει μιά γλῶσσα διαμαρτυρίας καί στά δι’ ἀδικιῶν ἀποκτηθέντα καί σ’ αὐτή πρό πάντος τή συνείδησι τοῦ ἅρπαγα καί τοῦ ἀδίκου, πού ὁσονδήποτε χαλαρή καί ἄν τήν ἔχῃ, ἐκτός τῆς πωρώσεως, ἀφαιροῦν τή γαλήνη τῆς ψυχῆς, τή χαρά, τήν οἰκογενειακή εὐτυχία, ἡ ὁποία εἶναι καί θέμα μιᾶς κοινωνικῆς ὑπολήψεως. Διότι πέραν ἀπό τήν ἱκανοποίησι τοῦ στομάχου, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι χοῖρος ὥστε νά λύσῃ τά προβλήματά του μέ μιά θρεπτική, ἔστω, λάσπη, πού θά τήν ἀνακατεύη ἡ γλῶσσα του, οὔτε καί βλάξ νά μή σκέπτεται, νά μή ξεφεύγη ἀπό τή βιολογική ζωή ἑνός, ἁπλῶς «ζωντανοῦ». Εἶναι καί ψυχή πνεῦμα μέ ἀνατάσεις, μέ ἀνησυχίες, μέ ἐγκατεστημένο δικαστήριο ἐντός του πού τοῦ προβάλλει τόν κώδικα τῆς καλῆς, τιμίας, ἠθικῆς συμπεριφοράς ἀπέναντι τῆς ἰδίας του συνειδήσεως καί τῶν συνανθρώπων του, τούς ὁποίους δέν δικαιοῦται νά ἀδικῇ.
Αὐτή ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως δυναμώνει περισσότερο ὅταν ὁ ἄνθρωπος κουρασμένος ἀπό τή δουλεία τῶν παθών, καί μάλιστα τῆς πλεονεξίας καί ἁρπαγῆς, ζητεῖ, ὅπως ὁ Ζακχαῖος, «ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν». Ἐκεῖ εὑρῆκε τή λύσι τοῦ προβλήματος, καί μάλιστα διά τῆς ἐμπράκτου μετανοίας καί δημοσίας ἐξομολογήσεως: «Κύριε, ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου δίδωμι τοῖς πτωχοῖς». Τοῦτο ὡς φιλανθρωπία ἐκ τῶν δικαίων κόπων του. «Καί εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Τοῦτο τό ἐπέβαλεν ὁ νόμος διά τούς κλέπτας. (Ἐξοδ. κγ’.). Ἡ γοερά δημοσία κραυγή τοῦ Ζακχαίου ὅτι ἀδίκησε συνανθρώπους ἤ τό Δημόσιο γιά νά πλουτίσῃ καί ἡ ὑπόσχεσις ἀμέσου ἐπανορθώσεως τῶν ἀδικιῶν, ἔφερε καί τήν κάθαρσι καί τό λυτρωμό: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο……. ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητήσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός».
