
2η. Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, Η’ ΛΟΥΚΑ, (Καλοῦ Σαμαρείτου) Λουκ. ι’ 25 – 37, ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἄθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 409 – 411).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐπαγγελματίας δάσκαλος τῶν ἄλλων καί ἐγωιστής, ὅπως ὁ Νομικός τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, καί σάν ἐπαγγελματίας πληρώνεται γιά να ζήσῃ, εὑρίσκεται σε μειονεκτική θέσι προκειμένου ν’ ἀντιμετωπίσει ἕναν ἀνιδιοτελῆ πραγματικά. Στήν περίπτωσιν αὐτή δέν θαυμάζει, δέν χαίρει, δέν ἁμιλλᾶται ν’ ἀνεβῇ τά πνευματικά σκαλοπάτια, ἀλλά σύν τοῖς ἄλλοις φθονεῖ τόν ὑπεροχικό, καί προσπαθεῖ να κλονίσῃ τήν πίστι καί τήν ἐκτίμησι τοῦ λαοῦ, τοῦ ἑνός δήλ. ἤ τῶν πολλῶν πρός τό πρόσωπο τοῦ φθονουμένου. Τό ἐρώτημα τοῦ Νομικοῦ πρός τόν Κύριο «Τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;» δέν ἔβγαινε ἀπό μιά ἀνήσυχη ψυχή πού κατόπιν τῶν κηρυγμάτων τοῦ Ἰησοῦ ἔνοιωθε κενά, ἀλλ’ ἦταν ἕνα ὑποκριτικόν ἐνδιαφέρον ἀνθρώπου, πού, παρά τή μόρφωσί του, ἐχρησιμοποίει παγιδευτικά μέσα πρός μείωσιν τῆς ἀνωτερότητος καί τῆς αἴγλης τοῦ Χριστοῦ ἀπό τά χείλη τοῦ Ὁποίου ἐξηρτῶντο μυριάδες ψυχῶν πού ἐνωτίζοντο τῶν ρημάτων του. Ὁ Νομικός δέν εὑρῆκε θέσεις ἀρνητικές ὡς πρός τό Μωσαϊκό νόμο, ὥστε ν’ ἀνοίξῃ ἕνας διάλογος ἐποικοδομητικός γιά τούς ἀκροατάς, γιατί ἀσφαλῶς ἔνοιωθε ἀδυναμία. Ἑπομένως δέν τό ἐτόλμησε, γιά να μήν ἐκτεθῇ ὡς νομοδιδάσκαλος καί ξεπέση ἀπό τη συνείδησι τοῦ λαοῦ.
Σάν πονηρός ἐχρησιμοποίησε πλάγιον τρόπο με μιά λογικοφάνεια ὥστε, σῴζοντας τά προσχήματα να φέρῃ τό Χριστό σε δύσκολο θέσι ἀπαντήσεως καί να ἐπιτύχῃ ἔτσι τό σκοπό του. Καί σκοπός του, εἴπαμε, ἦταν ἡ μείωσις τῆς μεγαλειότητος τοῦ Κυρίου καί ὡς Διδασκάλου τῆς ἀληθείας. Τό ἐρώτημα πού ἦταν ντυμένο με τόν ὑποκριτικό χιτῶνα τοῦ ἐνδιαφέροντος δῆθεν, μετεστράφη σε ἀντερώτησι καί ἀνταπάντησι ὥστε ὁ «ἐκπειράζων τόν Κύριο» να ἐλεγχθῇ γιά τήν ἐπιπολαιότητά του, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀπόλυτος ἐξάρτησις ἀπό τό Θεό καί ἡ ἐνοργοποίησις τῆς ἀγάπης πού Ἐκεῖνος ζητεῖ ἀπό τούς δικούς του χάριν τοῦ ἐμπεριστάτου πλησίον μας ἀνεξαρτήτως φυλῆς, θρησκεύματος, γλώσσης κλπ. διαφορῶν, ὁλοκληρώνουν τό σκοπό τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα τοῦ προχριστιανικοῦ ἀνθρώπου πού ἔτσι προπαρασκευάζεται καί εὔκολα προδιατίθεται γιά τήν ἀποδοχή τῶν ὑψίστων ἐξ ἀποκαλύψεως ἀληθειῶν. Γιατί ὁ Νομικός προϋποτίθεται ὅτι δέν ἠρνεῖτο τήν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ, οὔτε καί τη σπουδαιότητα τῆς θείας ἐπιταγῆς περί ἀγάπης πρός τόν πλησίον χωρίς διακρίσεις καί διαλογισμούς. Δέν ἔθεσε κάτω ἀπό τήν κρίσι τοῦ Χριστοῦ τάς βασικάς προϋποθέσεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου πρός παιδαγωγίαν καί ψυχική προετοιμασία γιά στερεωτέρα πνευματική τροφή, ὅπως ἡ εὐαγγελική, ἀλλ’ ἠθέλησε να λύσῃ, δῆθεν, προσωπικό του πρόβλημα μήπως συνελάμβανε τόν Ἰησοῦν ὡς ἀνατροπέα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, πρᾶγμα πού θα διερέθιζε τόν ὄχλο. Τά ἐλατήρια ἦσαν πονηρά. Ἡ ὁμολογία τῆς ἀγνοίας τοῦ Νομικοῦ προεκάλεσε τόν οἶκτο τῶν ἀκροατῶν εἰς βάρος του, γιατί πῶς, νομοδιδάσκαλος αὐτός παιδαγωγός τῶν ἄλλων ἐπί πληρωμῇ ἠγνόει τό πνεῦμα τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλά καί τη σύνθεσι τῆς παραβολῆς τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου πού ἦταν καί ἕνα δίδαγμα κατά τῆς ἰουδαϊκῆς ἀποκλειστικότητος καί σκληρότητος γύρῳ ἀπό τό θέμα τῆς καλωσύνης;
Τό «πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως» δηλ. δείξε συμπόνια στόν πλησίον σου ὅποιος κι’ ἄν εἶναι, καί δῶσε κάτι ἀπό τόν ἴδιον τόν ἑαυτό σου πού σημαίνει μιά κοινωνία ἐνεργοῦ ἀγάπης πρός τόν πάσχοντα ἀδελφόν ἐν συνδυασμῷ με τήν πίστι σέ προσωπικό Θεό, προβληματίζει τόν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀγαθῷ, γιατί ἔτσι ἐπιτυγχάνεται καί ὁ σκοπός τῆς ζωῆς πού τά δυό της σκέλη εἶναι ἡ κατ’ ἐπίγνωσιν πίστις καί ἡ ἐνεργός ἀγάπη ὅπως ἐκτίθεται καί στήν καθολική ἐπιστολή τοῦ θείου Ἰακώβου β’ 34 κ.ε. Ἐάν ἡ ζωή ἐρρυθμίζετο σύμφωνα με τήν περί ὁλοκληρωτικῆς πρός τόν Θεόν ἀφοσιώσεως καί τήν πρός τόν πλησίον μας ἀγάπην, ἐντολή, τότε δέν θα ὑπῆρχε πρόβλημα καί δυσκολία πρός ἀποδοχήν τῶν ἐπί μέρους εὐαγγελικῶν ἀρετῶν ὡς βιωμάτων. Καί δέν θά ὑπῆρχε γιατί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σάν συνεργός στίς προσπάθειές μας για πνευματικωτέρα ἀτομική ζωή, πάντοτε ἐνισχύει μυστηριωδῶς τη βούλησι τοῦ ταπεινοῦ ἀγωνιστοῦ πρός ἀνατροπήν τῶν οιωνδήποτε ἐμποδίων.
Ἡ προσωπική ἀναγέννησι πού διαφέρει ἀπό τά τυπικά νομικά προστάγματα προϋποθέτει τήν ἔμφυτη πίστι πρός τό Θεό καί τήν ἀναγνώρισι ἀδελφοσύνης μεταξύ μας ἐφ’ ὅσον εἵμεθα πλάσματα τοῦ αὐτοῦ Δημιουργοῦ. Στό κεφάλαιον αὐτό τῶν γενικῶν ἀρχῶν ὅλοι οἱ λαοί εἶναι σύμφωνοι. Τοῦτο ὅμως δέν ἀρκεῖ για τούς φωτισθέντας καί λυτρωθέντας με τό Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστιανούς, τῶν ὁποίων ἡ πίστις εἶναι συγκεκριμένη καί τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον μας πολύ διαφορετικό, καί μάλιστα ὅπως τό περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό ιγ’ κεφάλαιον τῆς Α’ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς. Στούς μή χριστιανικούς, ἀλλά κάπως προηγμένους λαούς, ἡ ἀγάπη ἔχει τό νόημα μιᾶς ἁβρόφρονος κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς ἤ φυσικῆς καλωσύνης ὠφελίμου, ἐνῶ στούς κατ’ ἐπίγνωσιν Χριστιανούς περικλείει τό πνεῦμα τῆς θυσίας.
