M

Close

Ὠδίνες Ἅδου. Ἁμαρτία θανατηφόρος.

Τοῦ Φώτη Κόντογλου

          Ἀλλοίμονο! Τό ἀπελπιστικό σκοτάδι πού μᾶς περίζωνε ἀπό πολλά χρόνια, ἔγινε, τοῦτες τίς μέρες, ἕνα κατάμαυρο καί πνιχτό σύννεφο, πού σκέπασε τόν κόσμο, καί τόν ἔπιασε ἡ κοντανασαμιά τοῦ θανάτου. «Δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐφ’ ἡμᾶς». Ὁ διάβολος, πού μᾶς παραπλανοῦσε νά κάνουμε τά καταχθόνια θελήματά του, φτιάνοντας κάθε λογῆς σύνεργα γιά νά βγάλουμε τά μάτια ὁ ἕνας τ’ ἀλλουνοῦ, μπόμπες, ἀεροπλάνα, ὑποβρύχια, πυραύλους κι ἕνα σωρό ἄλλα σατανικά πράγματα, λέγοντάς μας πονηρά πώς ἡ ἐπιστήμη μας δέν λογαριάζει καμμιά δύναμη καί πώς θά γίνουμε Θεοί, ἀφοῦ λοιπόν σιγά – σιγά μᾶς κατάφερε νά γίνουμε διάβολοι σάν κι αὐτόν, τώρα πού μᾶς ἔφερε ἐδῶ πού βρισκόμαστε καί πέσαμε στήν παγίδα καί δέν μποροῦμε νά κάνουμε μήτε μπρός μήτε πίσω, κάθεται καί μᾶς κυττάζει φχαριστημένος, χαμογελῶντας πονηρά γιατί μᾶς βλέπει νά τρέμουμε σάν τά φύλλα τοῦ δέντρου πού τό δέρνει ἡ ἀνεμοζάλη.

          Ποῦ εἶναι λοιπόν, σέ τούτη τή στιγμή τῆς ἀγωνίας, ποῦ εἶναι ἡ παντοδυναμία μας· νά μᾶς γλυτώσει ὄχι ἀπό ἕναν χάρο, ἀλλά ἀπό χίλιους, ἀπό ἕνα ἑκατομμύριο χάρους πού φτιάξαμε μέ τά δικά μας τά χέρια;

          Ἀληθινά, τί φριχτή τιμωρία, καί τί ρεζίλεμα τοῦ ἀνθρώπινου γένους! Ἡ παντοδυναμία μας, πού γι΄ αὐτή καυχιόμαστε, νά γίνει ἡ καταστροφή μας, τά ἐργαλεῖα πού ἐφεύραμε γιά νά ἐξοντώσουμε τόν ἀδελφό μας καί νά κυριέψουμε ἐμεῖς τόν κόσμο, νά γυρίσουνε καταπάνω στήν κεφαλή μας!

          Ὅλοι τρέμουμε. Ὁ Ἅδης ἔχει ἀνοιχτό τό στόμα του, ἕτοιμος νά μᾶς καταπιεῖ. Άς μᾶς γλυτώσει λοιπόν τώρα ἡ ἐπιστήμη μας, ἡ σοφία μας, ἡ φιλοσοφία μας, ἡ τέχνη μας, τά πανεπιστήμιά μας, τά ἐργαστήριά μας, πού μέσα σ’ αὐτά σκαλίζαμε μέρα – νύχτα γιά νά βροῦμε τόν διάβολο, ὥς πού τόν βρήκαμε, καί νάτος, ἔχει σκεπάσει μέ τά μελανά φτερά του τήν οἰκουμένη.

          «Καί εἶδον, καί ἤκουσα ἑνός ἀετοῦ πετομένου ἐν μεσουρανήματι, λέγοντος φωνῇ μεγάλῃ: Οὐαί, οὐαί, οὐαί τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς γῆς… Καί ἤνοιξε τό φρέαρ τῆς ἀβύσσου, καί ἀνέβῃ καπνός ἐκ τοῦ φρέατος, ὡς καπνός καμίνου μεγάλης, καί ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καί ὁ ἀήρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος».

          Ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν φανερώνεται ἀπότομα. Ὁ Κύριος λυπᾶται τό πλάσμα του καί γι’ αὐτό κάνει ὑπομονή, περιμένοντας νά μετανοήσει. Τοῦ δίνει στενοχώριες, τό παιδεύει μέ ἐπιείκεια, γιά νά γυρίσει ἀπό τόν πονηρό δρόμο του, ὥστε νά μήν φτάξει στήν ἔσχατη καταδίκη του. Ἀπό πολλά χρόνια μᾶς χτυπᾶ μέ τό ραβδί του χωρίς νά μᾶς ἐξοντώνει. Περάσαμε πολλούς πολέμους, εἴδαμε μεγάλες καταστροφές, μά δέν μετανοήσαμε. Ἀντί νά μετανοήσουμε, ἐμεῖς ἀποκτηνωθήκαμε, γινήκαμε ζῶα, κυλιόμαστε μέσα στή βρώμα. Ἦρθε ὁ μεγάλος πόλεμος, ξερρίζωσε τούς μισούς ἀπό μᾶς, κι ὅσοι ἀπομείνανε ἤτανε σάν πεθαμένοι. Ὕστερα πέσανε ἀρρώστειες, πεῖνες. Ἐμεῖς ὅμως πηγαίναμε στά χειρότερα. Καταντήσαμε χοῖροι σιχαμεροί, δοσμένοι στίς ποιό βρώμικες ἡδονές, ἀδιάντροποι, πλεονέχτες, θεομίσητοι, ἄσπλαχνοι, τρελλοί γιά τά λεφτά, ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, πού τόν κοροϊδεύουμε, οἱ σατανόψυχοι, γεμᾶτοι ἀλαζονεία γιά τήν ἐπιστήμη μας, ὥς πού φτάξαμε στή σημερινή παραζάλη καί κρέμεται ἀπό μιά κλωστή ὅλη ἡ προκομμένη ἀνθρωπότητα.

          Ναί. Ἀντί οἱ συμφορές καί οἱ δοκιμασίες νά μᾶς κάνουνε νά ἀλλάξουμε δρόμο, νά μᾶς κάνουνε ν’ ἀγαπήσει ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀφοῦ εἴμαστε ὅλοι κατάδικοι κάτω ἀπό τή μεγάλη μάχαιρα πού κρέμεται ἀπό τόν οὐρανό, ἐμεῖς δός του κακία στήν κακία, πονηριά στήν πονηριά, ἀδιαντροπιά στήν ἀδιαντροπιά. Ὣς πού βρεθήκαμε σήμερα κρεμασμένοι ἀπό πάνω ἀπό τόν γκρεμό πού δέν ἔχει πάτο, ἀπό πάνω ἀπό τήν ἄβυσσο, καί τρέμουμε, καί σηκώνουμε τά χέρια μας σέ Κεῖνον πού δέν τά σηκώσαμε ποτέ, σέ Κεῖνον πού δέν τόν λογαριάζαμε ὁλότελα, ἄν ὑπάρχει ἤ ἄν δέν ὑπάρχει.

          Τώρα καταριόμαστε δά τήν κυρά ἐπιστήμη μας καί τούς μεγάλους ἄνδρας μας πού καταφέρανε νά φτιάξουνε μιά τέτοια ἀνθρωπότητα, τοῦτο τό τερατούργημα τῆς σαστιμάρας καί τῆς ἐπιστημονικῆς πανσοφίας. Μά ἐμεῖς μαθές δέν εἴμαστε, πού ὥς ἐχτές καυχιόμαστε γι’ αὐτόν τόν τραγέλαφο, ἐμεῖς δέν φωνάζαμε μέρα – νύχτα πῶς «τά καταπληκτικά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης θά λύσουν ὅλα τά προβλήματά μας» καί πώς θά μᾶς κάνουνε νά ζοῦμε 200 καί 500 χρόνια, νά πετοῦμε στά ἄστρα, νά θρεφόμαστε μ’ ἕνα χάπι, νά δουλεύουνε γιά μᾶς οἱ μηχανές κι ἐμεῖς νά καθόμαστε, μ’ ἕναν λόγο νά μήν ἔχουμε ἀνάγκη τόν γέρο – Θεό, πού περιμένει ἀπό μᾶς νά τόν σώσουμε ἀπό τόν θάνατο, καί πού γράφαμε καί στά λατινικά πώς εἴμαστε «Salvatores Dei», σωτῆρες τοῦ Θεοῦ; Τώρα γιατί ἀλλάξαμε τά λόγια μας ὁλότελα κι ἀπό ἀλαλαγμούς κι οὐρλιάσματα γιά τό μεγαλεῖο μας, τώρα πού ἔφταξε ὁ κόμπος στό χτένι, μυξοκλαῖμε, ἤ κάνουμε τόν κοριό, λέγοντας πῶς δέν εἶναι τίποτα καί θά περάσει, δίνοντας στόν ἑαυτό μας παρηγοριά, ὥς πού νά γίνουμε σκόνη τῆς σκόνης;

          Ποῦ ἤτανε ὁ Θεός, πρίν ἀπό δυό μέρες καί τόν ἀνακαλύψαμε τώρα, ταύτη τή στιγμή τῆς ἀπελπισίας; Τώρα τόν φτιάξαμε, τώρα γινήκαμε «creatores Dei»; Τόσον καιρό, σάν πονετικός πατέρας, προσπαθοῦσε νά μᾶς φέρει στά λογικά μας μέ τά προμηνύματα τῆς καταστροφῆς. Ἐμεῖς ὅμως ποῦ νά τόν ἀκούσουμε, ποῦ νά ἀλλάξουμε τόν πονηρό δρόμο μας! Φράζαμε τ’ αὐτιά μας στόν προφήτη Ἱερεμιία πού φώναζε: «Κύριε, ἐμαστίγωσας αὐτούς καί οὐκ ἐπόνεσαν. Ἐστερέωσαν τά πρόσωπα αὐτῶν ὑπέρ πέτραν, καί οὐκ ἠθέλησαν ἐπιστραφῆναι». (Ἱερ. ε’, 3). «Κύριε, τούς ἔδειρες· καί δέν πονέσανε. Τά πρόσωπά τους ἀπομείνανε ἀσάλευτα σάν τήν πέτρα, καί δέν θελήσανε νά μετανοήσουνε». Καί πάλι, μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα λέγει ὁ Θεός: «Ἐσιώπησα, μή καί ἀεί σιωπήσομαι καί ἀνέξομαι»; (Ἠσ. κβ’, 14). «Τόσον καιρό σώπασα καί περίμενα· μήπως ὅμως θά σωπαίνω παντοτεινά καί θά κάνω ὑπομονή»;

          Ὁ Χριστός εἶπε: «Γιά κείνη τή μέρα καί τήν ὥρα (πού θά καταστραφεῖ ὁ ἁμαρτωλός κόσμος), κανένας δέν γνωρίζει πότε θἄρθει, μήτε οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, παρά μονάχα ὁ Πατέρας μου. Κι ὅ,τι ἔγινε στίς μέρες τοῦ Νῶε, τό ἴδιο θά γίνει καί τότες πού θἄρθει ὁ γυιός τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί, ὅπως ἤτανε ὁ κόσμος πρίν ἀπό τόν κατακλυσμό πού οἱ ἄνθρωποι τρώγανε καί πίνανε, παντρολογιόντανε καί ἐρωτευόντανε, ὡς τήν ἡμέρα πού μπῆκε στήν κιβωτό ὁ Νῶε, καί δέν πήρανε εἴδηση, ὥς πού ἦλθε ὁ κατακλυσμός καί τούς ἔπνιξε ὅλους, ἔτσι θἆναι καί τότε πού θά παρουσιασθεῖ ὁ γυιός τοῦ ἀνθρώπου». Κι ἀλλοῦ λέγει ὁ Κύριος: «Καί θά φανοῦνε σημεῖα στόν ἥλιο καί στή σελήνη καί στ’ ἄστρα, κι ἀπάνω στή γῆ τά ἔθνη θά στριμώχνουνται σαστισμένα, ἀπό τό βογγητό τῆς θάλασσας κι ἀπό τήν ταραχή, καί θά ξεψυχᾶνε οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν φόβο κι ἀπό τό νά περιμένουνε συμφορές μεγάλες πού θἄρθουνε καταπάνω στήν οἰκουμένη. Γιατί οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν θά σαλευτοῦν… Καί σάν ἀρχίσουνε νά γίνουνται αὐτά, ἐσεῖς (ὅσοι πιστεύετε σέ μένα) πάρετε θάρρος καί σηκώσετε τά κεφάλια σας, γιατί κοντεύει ἡ ὥρα πού θά λυτρωθεῖτε».

          Ναί, μοναχά ὅποιος δέν εἶχε ξεχάσει τόν Θεό πρίν νά ἔρθει ἡ φοβερά τῆς ὀργῆς του, καί ζοῦσε μέ τήν ἀγάπη σ’ Ἐκεῖνον, μοναχά αὐτός δέν φοβᾶται σέ τοῦτες τίς ὧρες τῆς ἀπελπισίας. Αὐτός δέν κλαίγει, ἀλλά παρακαλεῖ τόν Κύριο νά λυπηθεῖ τόν κόσμο. Στέκεται ἀτάραχος ἀνάμεσα στούς ἄλλους πού τρέμουνε καί κλαῖνε γύρω του, αὐτοί πού κάνανε πρωτήτερα τόν παλληκαρᾶ καί τόν καταφρονούσανε.

          Ἕνας ἅγιος λέγει: «Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι κολλημένος στίς ἀπολαύσεις τῆς γῆς καί τρώγει παντοτεινά χῶμα μαζί μέ τό φίδι καί πού δέν δίνει σημασία στό τί εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, σάν ἔρθουνε δύσκολες στιγμές καί πνίγεται ἀπό τήν ἀπελπισία καί καταλάβει πώς κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τόν βοηθήσει, κράζει στόν Θεό νά τόν ἐλεήσει. Ἄμυαλε, ὡς τούτη τήν ὥρα δέν θυμήθηκες τόν Θεό, ἀλλά τόν ἔβριζες μέ τίς πράξεις σου καί τώρα τολμᾶς νά λές πώς ἔχεις τήν ἐλπίδα σου στόν Θεό; Λοιπόν, τώρα ἐλπίζεις σέ Ἐκεῖνον πού δέν πίστευες; Πῶς τώρα τόν πιστεύεις; Ἄκουσε τόν Κύριο πού λέγει πώς σέ ὅσους θά τόν καλοπιάνουνε κατά τήν ὥρα τῆς ἀνάγκης, θά γυρίσει καί θά πεῖ: Οὐκ οἶδα ὑμᾶς. Δέν σᾶς γνωρίζω».

          Ἀλλά, κι ἄν καί τούτη τή φορά λυπηθεῖ ὁ Θεός τόν κόσμο καί δέν χαθοῦμε ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς, πάλι ἐμεῖς θά ἐπιδοθοῦμε στά κακά θελήματά μας, ὅπως πρίν, ἴσως καί περισσότερο. Καί ἡ ὀργή του θά πλανιέται πάλι ἀπό πάνω μας, ἡ μεγάλη μάχαιρα θά κρέμεται ἀπάνω ἀπό τά κεφάλια μας. Ἐμεῖς ὅμως οἱ θεόστραβοι δέν θά τή βλέπουμε, ἀλλά θά κυττάζουμε μέ τά τηλεσκόπια τούς πυραύλους καί θά καμαρώνουμε, ὥς πού νά πέσει μιά καί καλή τό ρόπαλο ἀπάνω στό κλούβιο κεφάλι μας.

          «Ἡ οὐαί ἡ μία ἀπῆλθεν. Ἰδού ἔρχονται ἔτι δύο οὐαί μετά ταῦτα». (Ἀποκ. θ’, 12).

          Ἄραγε θά παρέλθει τούτη ἡ Οὐαί, πού στέκεται σάν μαῦρο σύννεφο ἀπό πάνω ἀπό τήν Κούβα; Ἄραγε θά προφτάξει, νά τυπωθεῖ τοῦτο πού γράφω;

(28 Οκτωβρίου 1962)

Φώτης Κόντογλου
(1895 – 1965)

ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. Σέλ. 47, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.

Related Posts

Ἀπό τόν βίον του Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν ΠΑΪΣΙΟΥ του Μεγάλου (ΙΟΥΝΙΟΥ ΙΘ’)

Ἀπό τόν βίον του Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν ΠΑΪΣΙΟΥ του Μεγάλου (ΙΟΥΝΙΟΥ ΙΘ’)

            Μοναχός τις, ἁπλοῦς κατά τήν διάνοιαν, ἤτοι μαθητής του ἱεροῦ Παϊσίου, ὑπακούων καλῶς εἰς ὅλα του τά προστάγματα· μεταβαίνων δέ οὗτος μίαν φοράν εἰς τήν Αἴγυπτον, διά να πωλήσῃ ἐργόχειρον, ἀπήντησε εἰς...

Γιατί νά ἀπελπισθεῖς;

Γιατί νά ἀπελπισθεῖς;

Τοῦ † Ἀρχιμανδρίτη Δαμασκηνοῦ Ἀγάθωνίτη Ὁ πιό μεγάλος κίνδυνος, σκληρή δοκιμασία, γιά τούς ἀνθρώπους πού πονοῦν εἶναι ἡ ἀπελπισία. Αὐτή σκοτώνει ὕπουλα τήν κάθε ἀρετή μας, τό πονηρό τό τρωκτικό πού τρώει τή ζωή μας. Αὐτή γκρεμίζει ὄνειρα καί ροκανίζει σκέψεις καί πώς...

Ὕμνος τριαδικός σύν εὐχαῖς εἰς τό Μεσονυκτικόν. Ἐκ τῶν δογμάτων τοῦ ἁγίου Διονυσίου

Ὕμνος τριαδικός σύν εὐχαῖς εἰς τό Μεσονυκτικόν. Ἐκ τῶν δογμάτων τοῦ ἁγίου Διονυσίου

           Δόξα τῇ ἀπειροτάτῃ καί παναιτίῳ καί ζωαρχικῇ βασιλείᾳ σου, ἡ ὑπερούσιος καί ὑπέρθεος καί ὑπεράρχιος ἐναρχική Παναγία Τριάς, ἡνωμένως ἐν τρισίν ὑποστάσεσι διακεκριμένη, καί η ἕνωσις ὑπέρ νόησιν, ἡ πάντα ὑπέρ ἔννοιαν ὑπερβάλλουσα ἁγιότης· ἡ πάντων δεσπόζουσα...