M

Close

Στάσου ἐδῶ νά γνωρίσης τά τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου.

          Σέ κάποια χώρα πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὀνομαζομένην Ἄβυδο, κατοικοῦσε ἕνας ὀρθόδοξος καί εὐλαβής χριστιανός μέ τήν ἐπίσης ἐνάρετη καί θεοφιλῆ σύζυγό του Σοφιανή κατά τό ἔτος 1607.

          Κάποια φορά ἀσθένησε ἡ Σοφιανή καί παρέμεινε στό κρεββάτι ἐπί εἴκοσι ἡμέρες χωρίς νά μπορεῖ νά σηκώση οὔτε τό κεφάλι της. Κατά τήν δύσι τοῦ ἡλίου τῆς 3ης Αὐγούστου ἅπλωσε τά χέρια της στόν οὐρανό καί φάνηκε σάν νά ἐξέπνευσε. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς της τότε ἑτοίμαζαν τά ἁρμόδια γιά τήν ταφή χωρίς νά μποροῦν ἀπό κανέναν νά παρηγορηθοῦν. Διεπίστωσαν ὅμως ὅτι κάτω ἀπό τόν ἀριστερό μαστό της τό μέρος ἐκεῖνο ἦταν θερμό, ὁπότε καί τήν ἄφησαν ἀσαβάνωτη μέχρις ὅτου τελείως νεκρωθῆ.

          Ἐν τῷ μεταξύ ἦλθε καί ἡ κατά σάρκα ἀδελφή της καί μέσα στήν ἀπελπισία καί τόν πόνο της ἐπῆρε κρύο νερό καί ἐρράντισε τήν Σοφιανή ἡ ὁποία συνῆλθε καί εἶπε τά ἑξῆς στήν ἀδελφή της Ἄννα: «Καλλίτερα νά μήν εἶχες ἔλθει, ἀδελφή μου, ἐδῶ διότι περισσότερη ζημία καί θάνατο μοῦ προξένησες, παρά ζωή πρόσκαιρη, διότι οἱ φωνές σου μέ ἐξέβαλαν ἀπό τόν φωτεινό ἐκεῖνο Παράδεισο καί τήν ἀνέκφραστη δόξα τοῦ Θεοῦ πού ἀπελάμβανα. Ἔπρεπε, ἀθλία, ὅταν μέ εἶδες νεκρή, νά χαιρόσουν περισσότερο καί νά εὐχαριστοῦσες τόν Θεό, παρά τώρα ὅπου μέ βλέπεις καί ἀνέζησα».

          Ἀφοῦ εἶπε καί ἄλλα πολλά καί ἔγινε καλλίτερα τῆς ἐζήτουν οἱ παρευρισκόμενοι νά διηγηθῆ τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ πού εἶδε στήν ἄλλη ζωή. Ἐκείνη ἐζήτησε Πνευματικό νά τά ἐξομολογηθῆ καί, ἐάν ἐκεῖνος κρίνη ὅτι εἶναι εὔλογο, νά τά μάθουν καί ἄλλοι. Ἦλθε λοιπόν ὁ Πνευματικός Ἱερόθεος Κουκοζέλης, Προηγούμενος τῆς Ἱεράς Μονῆς Σταυροβουνίου Κύπρου, ὁ ὁποῖος μέ πατριαρχική προσταγή ἦλθε γιά νά ἐξομολογήση τήν Σοφιανή, ἡ ὁποία διηγήθηκε τά ἑξῆς:

          «Καθώς σηκώθηκα καί ἀνεκάθισα στό κρεββάτι μου, λιποθύμησα καί βλέπω μπροστά μου ἕνα ἀστραπόμορφο νεανία, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στά χέρια του ἕνα χρυσό δοχεῖο γεμᾶτο νερό καί μοῦ εἶπε: Σοφιανή, γνωρίζω ὅτι ἔχεις μεγάλη δίψα καί ἡ καρδιά σου φλέγεται ἀπό τήν ἀσθένεια. Ἄν ὅμως πιῆς αὐτό τό ζωοπάροχο νερό, θά ὑγιαίνης στήν ψυχή καί στό σῶμα καί θά ἔχης παντοτεινή χαρά». Ἐγώ, ἀκούοντας αὐτά, ἐσκίρτησα ἀπό χαρά, καί ἄλλο τίποτε δέν ἤθελα παρά νά βλέπω τόν φαινόμενο ἐκεῖνο νέο. Ὅταν ἔλαβα τό ποτήρι αὐτό στά χέρια μου γιά νά τό πιῶ, δέν ξέρω πῶς, ἁρπάχθηκα ἀπό τήν ζωή καί ἐπί τρία ἡμερονύκτια ἔλειπα ἀπό τό σῶμα, ἡ δέ ψυχή μου ἀκολούθησε ἐκεῖνο τόν νέο καί ἀνεβαίναμε στόν οὐρανό. Ἐπεράσαμε ἑπτά σφαιροειδεῖς κύκλους τοῦ οὐρανοῦ μέσα σέ σκότος βαθύ καί κατόπιν φθάσαμε σ’ ἕνα φωτεινό καί πανευώδη τόπο, πρό τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο δύο ὑψηλές καί πανθαύμαστες πύλες. Ἡ δεξιά ἦταν κατασκευασμένη ἀπό καθαρό χρυσό καί πολυτίμους λίθους, ἐνῶ ἡ ἀριστερά ἀπό χαλκό καί ἀναμμένο σίδερο, πού φαινόταν σάν φλογεροί ἄνθρακες. Γύρω ἀπ’ αὐτήν ἐστέκοντο πλῆθος ἀπό φρικωδέστατους ὁπλισμένους γίγαντες πού ἐφύλαττον τήν πύλη καί ἐγώ τότε ἔμεινα ἄφωνος ἀπό τόν φόβο μου.

          Μοῦ λέγει ὁ ὁδηγός μου: Βλέπεις, ἀδελφή, αὐτές τίς πύλες; Αὐτές εἶναι οἱ πύλες τῆς δικαιοσύνης καί ἡ μέν χρυσῆ εἶναι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ δέ σιδερένια τῆς κολάσεως τῶν ἁμαρτωλῶν.

          Ἀφήσαντες αὐτές τίς πύλες ἀνεβήκαμε ψηλότερα σέ φωτεινότερο τόπο, ὅπου ἐστέκοντο ἄπειρα πλήθη φωτομόρφων ἀνδρῶν τῶν ὁποίων οἱ θέσεις δέν ἦταν ὅλες σέ ἕνα τόπο, ἀλλά ἀλλοῦ ἦταν ψηλότερα καί ἀλλοῦ χαμηλότερα.

          Τότε ὁ ὁδηγός μου μέ τοποθέτησε ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους καί μοῦ εἶπε: «Σοφιανή, ἐδῶ σκῦψε καί προσκύνησε». Ἀμέσως τότε ἐγώ ἔσκυψα καί προσκύνησα μέ πολύ φόβο, ἀλλά ποιόν προσκύνησα δέν εἶδα. Ἐκεῖνος πάλι μ΄ ἐσήκωσε καί μοῦ εἶπε: «Στάσου ἐδῶ νά γνωρίσης τά τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου», καί μετά τά λόγια αὐτά εἶδα ἕνα πύρινο, λαμπρό καί βασιλικό θρόνο, κάτω ἀπό τόν ὁποῖο ἦταν ἕνα ἀνθρώπινο χέρι τό ὁποῖο κρατοῦσε ζυγαριά.

          Γύρω ἀπ’ αὐτόν τόν θρόνο ἐστέκοντο ἀναρίθμητα πλήθη ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἀνέβαιναν ἀπό τήν ὁδό πού ἦλθα καί ἐγώ, μεταφέροντας ψυχές ἀνθρώπων, ἀνδρῶν, γυναικῶν καί παιδίων καί ὅταν τίς ἀνέβαζαν ἐδῶ, ἔλεγαν: «Προσκυνᾶτε», καί ἐκεῖνες οἱ ψυχές προσκυνοῦσαν, ὅπως δηλαδή ἔκανα καί ἐγώ. Ἐπάνω στόν φοβερό θρόνο, μέσα σέ φωτεινές νεφέλες, καθόταν ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐνδεδυμένος ἕνα γαλαζοπόρφυρο ἔνδυμα. Ἐγώ ἀπό τήν δυνατή λάμψι τοῦ προσώπου Του, δέν μπόρεσα νά Τόν ἀτενίσω. Οἱ παριστάμενοι ἄγγελοι ἔψαλλαν τό: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος ὁ Ὤν καί προών καί φανείς ὡς ἄνθρωπος Θεός, ἐλέησον τό πλάσμα σου». Ἐνῶ ἄλλοι ἀγγελικοί χοροί ἔψαλλαν τό: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης Σου». Ἐκεῖνοι πού ἦταν μαζί μας ἔψαλλαν τό: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία», ἄλλοι δέ ἔψαλλαν τό: «Ἀλληλούϊα» ἀνά τρεῖς φορές, ἐνῶ ἄλλοι τό: «Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν» καί οὐδέποτε ἔπαυαν τήν δοξολογία τους.

          Ἀπό τά δεξιά τοῦ Χριστοῦ στεκόταν ἡ Θεοτόκος καί ἀριστερά ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὅπως τούς εἰκονίζουν οἱ ἁγιογράφοι. Οἱ ἄγγελοι, ὅταν ἐτελείωναν τήν δοξολογία τους, προσκυνοῦσαν τόν Κύριο κλίνοντες τίς κεφαλές τους, ὁ δέ Κύριος ὕψωνε τά ἄχραντα χέρια Του καί τούς εὐλογοῦσε. Ἀπό τά Δεσποτικά δάκτυλα τῶν χεριῶν Του ἔπεφταν ποταμηδόν πολύτιμοι λίθοι καί μαργαρῖτες, πρᾶγμα τό ὁποῖο βλέποντας ἐγώ, ἔφριξα καί ρώτησα τόν ὁδηγό μου τί εἶναι αὐτά τά μυστήρια, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

          – Βλέπεις, Σοφιανή, τούς μαργαρῖτες καί τούς πολυτίμους λίθους πού πέφτουν ἀπό τό δεξί χέρι τοῦ Δεσπότου καί κατέρχονται στή γῆ; Αὐτοί εἶναι τό ἄφατο ἔλεός Του, ἡ ἄπειρος ἀγάπη, τήν ὁποία ἔχει πρός τό γένος τῶν ἀνθρώπων, τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί γι’ αὐτό πέμπει τήν εὐλογία Του στά σπίτια τῶν ἀγαθῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, πού φυλάττουν ἀπαρασάλευτη τήν πίστι σ’ Αὐτόν καί σέ ὅσους ἐξομολογοῦνται καθαρά τίς ἁμαρτίες τους, ἐφαρμόζουν τίς θεῖες ἐντολές καί ἀπέχουν ἀπό τά θελήματα τοῦ διαβόλου, ὅλους αὐτούς τούς εὐλογεῖ καί τούς λυτρώνει ἀπό κάθε κακό. Αὐτοί πού ἐλεοῦν καί ἀγαποῦν τόν πλησίον τους, ἀπολαμβάνουν ζῶντες αὐτές τίς εὐλογίες καί μετά τόν θάνατό τους κληρονομοῦν τήν ἐδῶ διαμονή καί μακαριότητα.

          Οἱ φλογοειδεῖς πύρινοι κόμποι πού πέφτουν ἀπό τό ἀριστερό Του χέρι σημαίνουν τόν θυμό, τήν ὀργή καί καί τήν ἀγανάκτησί Του γι’ αὐτούς πού κάνουν ἁμαρτωλή ζωή καί ἀδικοῦν τόν πλησίον τους. Αὐτοί ὄχι μόνο στεροῦνται τήν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλά καί παραπέμπονται στό αἰώνιο πῦρ γιά νά κολάζωνται μέ τούς ἀκάθαρτους δαίμονες.

          Ἀριστερά ἀπό τόν θρόνο καί τήν ζυγαριά, πού εἴπαμε, διακρινόταν μέγα χάσμα, ἀπό τό ὁποῖο ἐξερχόταν ἀφόρητη δυσωδία, θειαφώδης αὔρα καπνοῦ καί ἀναρίθμητες σπαρακτικές φωνές ἀνθρώπων πού συνεχῶς ἐφώναζαν τό: «οὐαί καί τό ἀλλοίμονο».

          Οἱ ἄγγελοι ἔφερναν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν γῆ καί, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν, τίς ὡδηγοῦσαν σέ ἐξέτασι ὅλων τῶν ἔργων τους πού ἔκαναν στή γῆ, καί τά μέν καλά τά ἔθεταν στό δεξί μέρος τῆς ζυγαριᾶς τά δέ πονηρά στό ἀριστερό της. Κατόπιν τίς σεσωσμένες καί ἅγιες ψυχές ἔδινε ἐντολή ὁ Χριστός καί τίς ὡδηγοῦσαν οἱ ἄγγελοι στόν τόπο πού εὑρισκόταν ἡ χρυσή πύλη, ἐνῶ τίς ἀμετανόητες καί ἁμαρτωλές ψυχές τίς ἔριχναν σέ ἐκεῖνο τό χάος τῆς ἀβύσσου. Τότε οἱ ἄγγελοι ἐχαίροντο καί εὐφραίνοντο γιά τίς σεσωσμένες ψυχές, ἐνῶ ἐλυποῦντο καί ἐσκυθρώπαζον γιά τίς κολασμένες.

          Ἐκείνη τήν στιγμή ἔφεραν οἱ ἄγγελοι μία ψυχή, τῆς ὁποίας ἐπλεόναζαν οἱ ἁμαρτίες της ἀπό τά ἀγαθά της ἔργα καί ἐπρόκειτο ὁ Κύριος νά κάνη νεῦμα στούς ἀγγέλους νά τήν ρίξουν στό χάος. Τότε ὅμως παρουσιάσθηκε μπροστά ἡ Κυρία Θεοτόκος καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί παρακαλοῦσαν τόν Κύριο λέγοντας: «Οἱ οἰκτιρμοί Σου, Μακρόθυμε, νικοῦν τήν ὀργή Σου· ἄν καί εἶναι ἁμαρτωλή αὐτή ἡ ψυχή, δέν ἔπαυσε νά φυλάγη τήν ἀληθινή σέ Σένα πίστι καί γι’ αὐτό Σέ ἱκετεύουμε νά τήν συγχωρήσης». Ἐνῶ αὐτοί παρακαλοῦσαν τόν Χριστό, ἦλθαν καί οἱ ἄγγελοι προβάλλοντες τίς ἐλεημοσύνες, τίς Λειτουργίες, τά κεριά, τό λάδι, τίς προσφορές καί τά μνημόσυνα τά ὁποῖα ἔκανε. Ἀκόμη ἀνέβηκαν καί οἱ προσευχές τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν γι’ αὐτή τήν ψυχή καί οἱ ἀγαθοεργίες τῶν γονέων καί συγγενῶν της πού προσφέρθησαν στούς πτωχούς γιά τήν ἀνάπαυσί της. Ἐπί πλέον ἀκούσθηκαν οἱ δεήσεις τῶν πτωχῶν, πού ἔλαβαν τίς ἐλεημοσύνες ἀπό τούς συγγενεῖς της, λέγοντες τό: «Ὁ Θεός νά τήν συγχωρήση».

          Τότε ἀκούσθηκε ἡ φωνή τοῦ Δεσπότου νά λέγη: «Ἰδού γιά τήν δέησι τῶν ἱερέων μου καί τῶν ἀδελφῶν μου τῶν πτωχῶν, δίνω συγχώρησι σ’ αὐτή τήν ψυχή». Ἐνῶ λοιπόν ἐπρόκειτο νά νεύση ὁ Κύριος μέ τό δεξί Του χέρι νά βάλουν οἱ ἄγγελοι τήν ψυχή αὐτή μαζί μέ τούς δικαίους, ἔφθασαν στόν Θρόνο Του οἱ ὀδυρμοί, οἱ φωνές, τά μοιρολογήματα καί οἱ ἀγανακτήσεις τῶν γονέων της καί οἱ βλασφημίες κατά τοῦ Θεοῦ, τίς ὁποῖες ἔλεγαν ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν θλῖψι τους καί ἔτσι ἐξεδήλωναν τήν ἀπιστία τους στό ἑνδέκατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Ὅταν συνέβησαν αὐτά, ὠργίσθηκε πολύ ὁ Κύριος καί εἶπε: «Ἐπειδή δέν ἀρκέσθηκαν στίς δεήσεις τῶν ἱερέων μου, ἀλλά καί ἀντιμάχονται ἐναντίον μου, νά σηκώσετε αὐτή τήν ψυχή καί νά τήν ρίψετε στό σκότος τό ἐξώτερο». Οἱ ἄγγελοι τότε πολύ λυπήθηκαν γι’ αὐτή τήν ψυχή, ἀλλά κάνοντας ὑπακοή στόν Χριστό, ἐπῆραν τήν ψυχή καί τήν ἔριξαν στό ἀχανές ἐκεῖνο βάραθρο τῆς κολάσεως. Τότε ἐτόλμησα καί ἐγώ ἡ ταλαίπωρη νά ρωτήσω τόν ὁδηγό ἄγγελό μου: «Γιατί, Κύριέ μου λυποῦνται τόσο πολύ οἱ ἄγγελοι, ὅταν ρίχνεται κάποια ψυχή στό βάραθρο τῆς κολάσεως»;

          Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε· «Αὐτό τό χάος εἶναι ἐκεῖνο πού χωρίζει τούς δικαίους ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί βυθίζει ὅσους πέσουν στόν ἀφώτιστο αὐτό τόπο τοῦ Ἅδου, στόν ὁποῖο κολάζονται αἰωνίως. Ἐάν ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄγγελοι χαρά γιά τούς σεσωσμένους, πολύ περισσότερο ἔχουμε λύπη γι’ αὐτούς πού κολάζονται».

          Ἐνῶ μοῦ ἔλεγε αὐτά ὁ ἄγγελός μου, ἀκούω ξαφνικά μεγάλο θόρυβο, διότι ἤρχοντο ἄγγελοι φέροντες μία ψυχή μέ ψαλμωδίες καί θυμιάματα, λαμπάδες καί φωτοχυσίες. Αὐτή ἡ ψυχή ἐρχόταν μέ πολύ χαρά καί παρρησία, οἱ δέ ψυχές τῶν δικαίων ἦλθαν γιά νά τήν προϋπαντήσουν. Εἶχε ἡ μακαρία αὐτή ψυχή τό ἔνδυμά της λευκό καί καθαρό σάν τόν ἥλιο καί δέν ἔφερε καμμιά κηλίδα ἤ στίγμα ἁμαρτίας, ὅπως εἶχαν οἱ ἄλλες ψυχές. Τό ἔνδυμα αὐτό νομίζω ὅτι θά ἦταν ἡ στολή τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τό ὁποῖο ἐφύλαξε ἀμόλυντο καί γι’ αὐτό ἔλαμπε τόσο πολύ. Ἦλθε λοιπόν αὐτή ἡ ψυχή καί προσκύνησε, ὅπως ὅλες κατά τήν συνήθειαν. Τότε ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἐβόησαν μεγαλόφωνα λέγοντας: «Σέ εὐχαριστοῦμεν, Παντοκράτωρ Δέσποτα, διότι εἴδαμε ψυχή δικαίου καθαρή καί ἀμόλυντη ἀπό τήν ἁμαρτία». Τότε ἀκούσθηκε βροντώδης ἡ φωνή τοῦ Δεσπότου λέγουσα: «Πάρετε αὐτή καί νά τήν ἀναπαύσετε μαζί μέ τούς ἁγίους». Ἔπειτα στρέφοντας τόν λόγο του καί τό χέρι Του πρός ἐμένα, εἶπε: «Νά ὁδηγήσετε καί τήν Σοφιανή αὐτή στίς κατοικίες καί μονές τῶν ἁγίων μου, γιά νά τίς ἰδῆ· ἐπειδή ὅμως τήν ἀναζητοῦν πολλοί στόν κόσμο, νά τήν ἐπιστρέψετε στό σῶμα της γιά νά σωθοῦν καί ἄλλοι ἀπό τήν ἐξιστόρησι αὐτῆς τῆς ὀπτασίας πού ἀξιώθηκε ἐδῶ νά ἰδῆ. Ἄν ἀγωνισθῆ νά ἀποκτήση καί ἄλλες ἀρετές καί εὐδοκιμήση τελείως, τότε θέλει νά ἀξιωθῆ μετά ἀπό τρεῖς χρόνους ν’ ἀπολαύση μεγαλύτερες τιμές».

          Μέ αὐτό τόν λόγο τοῦ Δεσπότου μέ ἅρπαξε ὁ ἄγγελος καί ἀκολουθήσαμε ἐκείνη τήν δικαία ψυχή, ἑνωθέντες μέ ἄλλες σεσωσμένες ψυχές. Φθάσαμε μπροστά ἀπό τήν χρυσή ἐκείνη πύλη τοῦ παραδείσου. Ξαφνικά εἶδα μπροστά μου τήν Κυρία Θεοτόκο μέ ἀνέκφραστη δόξα καί μαζί της ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στά χέρια του κλειδιά. Ἄνοιξε τήν ὡραῖα ἐκείνη πύλη καί μπῆκε πρώτη ἡ Θεοτόκος κατόπιν ὁ Πέτρος καί μετά οἱ ἄγγελοι μέ τίς ψυχές πού μετέφεραν. Μέ αὐτούς ἐπήγαιγα καί ἐγώ βιαζόμενη νά συμπορεύωμαι μέ τήν Θεοτόκο. Ὁ τόπος αὐτός ἦταν τόσο φωτοστόλιστος καί πανευώδης, ὥστε ἐθαύμαζα καί ἐχαιρόμουν ἀνεκδιήγητα. Τό ἔδαφος ἐκεῖνο δέν ὡμοίαζε μέ τήν στερεά γῆ τήν δική μας, ἡ ὁποία ἔχει ἀνηφόρες, κατηφόρες, πέτρες, ποτάμια καί ὅσα ἄλλα βλέπουμε, ἀλλά ἦταν λευκή σάν τό καθαρό βαμβάκι ἤ χρυσό ὕφασμα στολισμένο μέ ποικίλους πολυτίμους λίθους καί μαργαριτάρια. Εἶδα ἐπίσης δένδρα ὑψηλά, εὐώδη καί κατάφορτα ἀπό ἄνθη καί ὡραιοτάτους καρπούς, πού ὡμοίαζαν μέ ρόδα καί κρῖνα. Κάτω ἀπό τά δένδρα ἐφαίνοντο ὅτι ἦταν χρυσοπόρφυρα στρώματα ἐπάνω στά ὁποῖα ἀναπαύοντο ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, μεταξύ τῶν ὁποίων ἐγνώρισα πολλούς ἀπό τήν πατρίδα μου τήν Ἄβυδο καί ἀπό τήν πόλι αὐτή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πεθάνει.

          Ἐκεῖ εἶδα τόν ἱερέα πατέρα μου Ἰωάννη καί τήν μητέρα μου Ἀναστασία καί μία ἀδελφή μου, πλήν ὅμως δέν μπόρεσα νά τούς πλησιάσω καί νά τούς μιλήσω. Οἱ κατοικίες τους δέν ἦταν ὅμοιες, ὅπως δέν ἦταν ὅμοιες οἱ ἀρετές καί τά ἔργα τους ἐδῶ στή γῆ. Βαδίζοντας ἀκόμη πρός τά ἐμπρός εἶδα καί τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σέ ὑψηλό καί φωτεινώτερο τόπο καί περιπατοῦσαν ὅλοι λευκοφορεμένοι καί ἐνδεδυμένοι μέ λαμπρότατο φῶς. Ἐνῶ τότε ἀναρωτιόμουν μέ τόν ἑαυτό μου, ποιοί νά εἶναι ἄραγε αὐτοί, ἐστράφη ἡ Θεοτόκος πρός ἐμένα καί μοῦ εἶπε: «Σοφιανή, βλέπεις τίς ἀναπαύσεις τῶν Ἁγίων; Βάδιζε γρήγορα νά προφθάσης καί προσκυνήσης τόν δίκαιο Ἀβραάμ, διότι δέν θά τόν ἰδῆς καθώς τό ποθεῖς». Τότε ἔτρεξα ἐγώ καί εἶδα ἀπό μακριά τόν Ἀβραάμ νά κάθεται σ’ ἕνα ὡραιότατο θρόνο καί γύρω του ἀναρίθμητες ψυχές μέ πολλή εὐφροσύνη καί χαρά. Ἐγώ ἔτρεχα νά τόν ἰδῶ καί νά τόν ἀπολαύσω, ὁπότε μέ εἶδε ἐκεῖνος καί μοῦ ἔνευσε νά τόν πλησιάσω. Παίρνοντας περισσότερο θάρρος ἔτρεχα γιά νά τόν φθάσω, ἀλλά ἐκείνη τήν στιγμή ἄκουσα τίς φωνές τῆς ἀδελφῆς μου καί μέ τό κρύο νερό πού ἐρράντισε τό πρόσωπό μου, ἐπανῆλθα στόν ἑαυτό μου καί αἰσθάνθηκα μεγάλο βάρος καί ψυχρότητα στό σῶμα μου, ὡσάν νά μοῦ ἦταν πάγος. Σιγά – σιγά ἐμψυχώθηκε τό σῶμα καί συνῆλθα τελείως.

          Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτά μέ προσοχή ὁ Πνευματικός της τήν ἐρώτησε:

          – Εἶδες κανένα ἄλλο μυστήριο, παιδί μου; Εἶδες δαιμόνια τελωνιακά, κολάσεις ἁμαρτωλῶν, ὅπως βλέπουν πολλοί ἄλλοι;

          – Ἡ Σοφιανή ἀποκρίθηκε: Δέν εἶδα τίποτε περισσότερο, πάτερ μου.

          – Γνωρίζεις κανένα ἀγαθό, τήν ἐρωτᾶ ὁ ἱερεύς, πού νά ἔπραξες στήν ζωή σου;

          – Τί καλό ζητεῖς ἀπό ἐμένα τήν ἁμαρτωλή, πάτερ; Ἀλλά, ἐπειδή μέ ἀναγκάζεις, θά σοῦ εἰπῶ αὐτό πού γνωρίζω. Πρίν τρία χρόνια, ἐκεῖ πού ἔγνεθα στό πατρικό μου σπίτι, μία μεσημβρία ἄκουσα μεγάλη βοή καί ταραχή, ὡσάν νά συνέβαινε σεισμός καί τότε βλέπω μέ τά μάτια μου τρεῖς ἱεροπρεπεῖς ἄνδρες μέ ἀρχιερατικές στολές, οἱ ὁποῖοι, καθώς γνωρίζω ἀπό τίς εἰκόνες τους, ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐγώ παρέλυσα ἀπό τόν φόβο μου, ἔκανα τόν σταυρό μου καί τούς προσκύνησα μέ μεγάλο φόβο. Ἐκεῖνοι τότε μοῦ εἶπαν:

          – Μή φοβεῖσαι, Σοφιανή, ἐμεῖς εἴμεθα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καί θέλουμε νά ἀφιερώσης στόν Θεό τό σπίτι σου γιά νά γίνη ἐκκλησία στό ὄνομά μας καί ἐμεῖς θά πρεσβεύουμε γιά τήν σωτηρία σου.

          – Ἐγώ ἐτόλμησα καί τούς εἶπα: Ἅγιοι Δεσπόται μου, εἶναι αὐτό τό σπίτι κατάλληλο γιά δοξολογία Θεοῦ καί κατοικία ἰδική σας, ἀφοῦ μάλιστα καί ἐμεῖς εἴμεθα πτωχοί ἄνθρωποι καί δέν ἔχουμε τόν τόπο νά κάνουμε ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζετε; Ἐκτός ἀπ’ αὐτά δέν γνωρίζω καί τήν γνώμη τοῦ συζύγου μου, ἀκόμη καί ἄν θά μπορέσουμε νά πάρουμε βασιλική ἄδεια γιά τήν ἀνοικοδόμησι αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας.

          – Ἐκεῖνοι μοῦ εἶπαν: Μή στεναχωρῆσαι πού εἶναι ὁ χῶρος ἀκάθαρτος καί κοπρώδης, οὔτε να΄φοβῆσαι γιά τήν βασιλική ἄδεια, μόνο φρόντισε ἐσύ νά μᾶς τόν ἀφιερώσης καί ἐμεῖς ὅλα τά ἄλλα θά τά τακτοποιήσουμε. Διότι κατά τήν παλαιά ἐποχή ὁ ἀχυρῶνας αὐτός ἦταν ναός ἰδικός μας. Ἄν ὅμως ἀμελήσης καί δέν κάνης, ὅπως σοῦ λέγομε, θά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά σοῦ ἀφαιρέση τήν ζωή σου ὡς παρήκοη.

          Μόλις εἶπαν αὐτά οἱ Ἅγιοι, ἔγιναν ἄφαντοι. Ὅταν τό βράδυ ἦλθε ὁ ἄνδρας μου τοῦ ἀνήγγειλα ὅλα τά γενόμενα. Μετά από τρεῖς ἡμέρες, μετά τό ἀπόδειπνο καί τήν μικρή προσευχή μας, ἐφάνηκαν πάλι οἱ Ἅγιοι μέ σεισμό καί μοῦ εἶπαν μεγαλόφωνα:

          Σοφιανή, γιατί δέν ἔκανες αὐτό πού σοῦ ὡρίσαμε καί μέλλεις νά πεθάνης μέ αἰφνίδιο θάνατο;

          Ἐγώ λέγω τότε τοῦ ἀνδρός μου: Ἀκοῦς τί προστάζουν οἱ Ἅγιοι; Αὐτός ἀποκρίθηκε καί τούς εἶπε: – Ἅγιοι Δεσπόται μου, μοῦ τά εἶπε ὅλα ἡ Σοφιανή, ἀλλά ἐπειδή εἴμεθα πτωχοί καί δέν ἔχουμε τά μέσα, φοβούμεθα δέ καί τήν ἐξουσία τοῦ κράτους, γι’ αὐτό δέν ἐκάναμε τίποτε. Ἐπειδή ὅμως ὁρίζετε νά τόν ἀφιερώσουμε στόν Θεό καί τήν ἁγιωσύνη σας, ἀπό σήμερα νά γίνη δικός σας ὁ τόπος αὐτός.

          – Οἱ Ἅγιοι τοῦ εἶπαν: Αὔριο τό πρωΐ θά σκάψης μέσα στόν ἀχυρώνα καί θά εὕρης μάρμαρα, σταυρούς, ἀκόμη καί τήν Ἁγία Τράπεζα καί θά πεισθῆς ἔτσι στά λόγια μας. Πήγαινε καί στόν Σουλτᾶνο καί ζήτησέ του τήν ἄδεια καί ἐμεῖς θά τόν καταπείσουμε νά σᾶς τήν δώση.

          Ἀφοῦ εἶπαν αὐτά οἱ Ἅγιοι, ἀνεχώρησαν. Ἐμεῖς ὅλη ἐκείνη τήν νύκτα τήν περάσαμε μέ δοξολογίες στόν Θεό καί τό πρωΐ ἀνακοινώσαμε τό γεγονός στούς συγχωριανούς μας καί ὅλοι ἔτρεξαν μέ σκαπτικά ἐργαλεῖα νά βοηθήσουν στό σκάψιμο. Πράγματι, εὑρήκαμε τήν Ἁγία Τράπεζα ἀπό λευκό μάρμαρο καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά ἀντικείμενα πού ἦταν χωμένα. Ἐπήραμε μέ εὐκολία καί τήν ἄδεια ἀπό τόν Σουλτᾶνο καί ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς ἐκκλησίας. Ἐμεῖς εἴχαμε μερικά χωράφια, τά πουλήσαμε καί ἀγοράσαμε διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα γιά τήν ἐκκλησία καί ἀφοῦ τελείωσαν οἱ δουλειές, μέ πατριαρχική ἄδεια, ἦλθε ὁ Ἅγιος μητροπολίτης Κίτρους καί τήν ἐγκαινίασε. Ἐμεῖς κατόπιν ἐφύγαμε ἀπό τό χωριό μας καί ἐγκατασταθήκαμε στήν Κωνσταντινούπολι παίρνοντας σπίτι μέ ἐνοίκιο. Ὅμως σέ παρακαλῶ, ἅγιε Πνευματικέ μου, νά πείσης τόν ἄνδρα μου νά μοῦ ἐπιτρέψη νά γίνω μοναχή γιά νά κλάψω τίς ἁμαρτίες μου αὐτά τά τρία ἔτη πού μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος ὅτι θά μείνω ἀκόμη σ’ αὐτή τήν ζωή. Ὁ Πνευματικός της ἀκούοντας αὐτά, εἶπε στόν ἄνδρα της νά μή τήν ἐμποδίση νά πραγματοποιήση τόν διακαῆ της πόθο. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι μετά ἀπό δύο χρόνια θά πᾶνε μαζί στούς Ἁγίους Τόπους να΄προσκυνήσουν τά Ἱερά Προσκυνήματα καί νά ἀφιερωθοῦν στόν Θεό.

          Πράγματι, ἀφοῦ πούλησαν τά ὑπάρχοντά τους, ἔφυγαν γιά τά Ἱεροσόλυμα καί ἐκεῖ ἐξωμολογήθηκαν τά πάντα στόν Πατριάρχη Σωφρόνιο. Μετά κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί ἡ μέν Σοφιανή ἐπῆγε σέ μοναστήρι καί ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Σωφρονία, ὁ δέ ἄνδρας της ἐπῆγε σέ ἀνδρικό καί ἀπό Χρῆστος ἐπωνομάσθηκε Χαρίτων.

          Πηγή: Ἀπό τό Βιβλ. «ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ», σελ. 3, τῶν Ἐκδόσεων: «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ».

Τό παραπάνω γεγονός, διαλαμβάνετε μέ περισσότερες λεπτομέρειες στόν Μέγα Συναξαριστῆ τοῦ Βίκτωρος Ματθαῖου, καί παρατίθεται ὁλόκληρο κατωτέρω:

ΟΠΤΑΣΙΑ ΦΟΒΕΡΑ ΚΑΙ ΩΦΕΛΙΜΟΣ

Ἀνάμνησις ὀπτασίας φοβεράς γυναικός τινος εὐσεβοῦς, Σοφιανς καλουμένης, τῆς διά τοῦ θείου Ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείσης Σωφρονίας Μοναχῆς, ἥν εἶδε κατ’ Αὔγουστον τοῦ ἔτους 1607 (¹)

Δόξαν τήν οὐράνιον, Σῶτερ, δεικνύεις Οἷς οδας τρόποις τοῖς πιστοῖς σου ἱκέταις.

          Εἰς χώραν τινά κειμένην πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὀνομαζομένην Ἄβυδον, ἦτο Χριστιανός τις ὀρθόδοξος καί εὐλαβής, ὀνομαζόμενος Χρῆστος. Οὗτος εἶχε γυναῖκα ἐνάρετον καί θεοφιλῆ, θυγατέρα ἱερέως τινός, ἥτις ἦτο φύσεως δεξιᾶς, σπουδάσασα καί μαθοῦσα παρά τοῦ πατρός της τά ἱερά γράμματα, εἰργάζετο δέ τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ προθύμως. Ταύτην ὁ ἱερεύς καί πατήρ της, ἀφ’ οὗ ἦλθεν εἰς νόμιμον ἡλικίαν, τήν ὑπάνδρευσε, μή θέλουσαν, μετά τοῦ ρηθέντος Χρήστου. Μετά ταῦτα ὁ πατήρ αὐτῆς ἐγέννησε ἄλλην θυγατέρα, τήν ὁποίαν ὑπάνδρευσε καί αὐτήν. Μετ’ ὀλίγον χρόνον ἐτελεύτησαν ὁ πατήρ καί ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἀφήσαντες τόν οἶκον καί τά χρήματα τῆς θυγατρός αὐτῶν Σοφιανῆς, ἀπό τά ὁποία αὕτη ἄλλα μέν ἐμοίρασεν εἰς ἐλεημοσύνας καί εἰς διαφόρους ἄλλας καλάς ἐργασίας, τόν δέ οἶκον ἀφιέρωσεν εἰς ὑμνῳδίαν Θεοῦ, ποιήσασα αὐτόν Ναόν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Συνάξαντες δέ οὗτοι ὀλίγα χρήματα πρός αὐτάρκειαν τῆς ζωῆς των, ἀπῆλθον μετά τοῦ ἀνδρός της εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν εἰς τὴν ἐνορίαν τοῦ Ἀγίου Νικολάου καί κατῴκησαν εἰς ἔνα οἶκον με ἐνοίκιον.

          Μετ’ ὀλίγον ἡ Σοφιανή ἠσθένησε βαρέως, παραμείνασα ἐπί εἴκοσιν ἡμερονύκτια εἰς τήν κλίνην της, χωρίς να δύναται να ἐγείρῃ οὔτε τήν κεφαλήν της, ἠτόνησαν δέ τά μέλη της ὅλα καί σχεδόν ἐπλησίασεν εἰς τόν θάνατον. Εἰς δέ τάς τρεῖς τοῦ Αὐγούστου πρός τήν ἑσπέραν, βασιλεύοντος τοῦ ἠλίου, ἐζήτησε να τήν βοηθήσουν διά να ἀνακαθίσῃ ὀλίγον καί να παρηγορηθῇ. Εὐθύς ὅμως ὡς ἀνεκάθισεν εἰς τήν στρωμνήν της καί ἐνῶ συνωμιλοῦσεν, ἁπλώσασα αἰφνιδίως τάς χεῖρας πρός τόν οὐρανόν ἐλιποθύμησε καί ἐφάνη ὅτι ἐξέπνευσεν ὡς νεκρά, αἱ δέ παριστάμεναι γυναῖκες, ἰδοῦσαι τό αἰφνίδιον τοῦ θανάτου, ἐθρήνουν ἀπαρηγόρητοι κατά τήν συνήθειαν. Οἱ γείτονες ἀκούοντες τούς θρήνους συνέτρεχον καί ὁ οἶκος ἐπληρώθη ἀπό τοῦ προσελθόντος πλήθους, ὁ δέ ταλαίπωρος ἀνήρ της ἀφ’ ἑνός μέν εἶχε θλῖψιν ἀπαρηγόρητον, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐφρόντιζε διά τά πρός ταφήν ἁρμόδια, ἀπέστειλε δέ καί ταχυδρόμον διά να φέρουν τήν ἀδελφήν της ἀπό τό χωρίον ὅπου εὑρίσκετο. Γυμνώσαντες λοιπόν αὐτήν διά να πλύνουν τό σῶμα της, εἶδον ἕν μέρος τοῦ σώματος κάτωθεν τοῦ ἀριστεροῦ αὐτῆς μαστοῦ να ἀναπνέῃ καί τό αἷμα ἦτο ὀλίγον θερμόν, ἡ δέ θερμότης ἀνήρχετο εἰς τόν λάρυγγα. Ἀφῆκαν ὅθεν αὐτήν ἀσαβάνωτον, ἕως οὗ ἔλθῃ ἡ ἀδελφή της.

          Εἰς τήν κατάστασιν ταύτην εὑρίσκετο ἡ γυνή ἐπί τρία συνεχῆ ἡμερονύκτια, τήν δέ ἕκτην Αὐγούστου, ἑορτήν τῆς Μεταμορφώσεως, περί ὤραν δευτέραν τῆς ἡμέρας, ἦλθε καί ἡ ἀδελφή της ἀπό τό χωρίον. Ὡς δέ εἰσῆλθεν εἰς τόν οἶκον ἤρχισε να θρηνῇ σφοδρῶς, ἀπό δέ τάς φωνάς της συνήχθη πλῆθος ἀνδρῶν καί γυναικῶν, αὕτη δέ λαβοῦσα με τάς παλάμας της ὕδωρ ψυχρόν ἐρράντισε τό πρόσωπον τῆς Σοφιανῆς, ἀπό δέ τό ράντισμα τοῦ ψυχροῦ ὕδατος αἰσθανθεῖσα ἡ νομιζομένη νεκρά ἦλθεν εἰς ἑαυτήν καί ἤκουσε τήν ἀδελφήν της Ἄνναν να λέγῃ· «Ἡ ἀδελφή μου δέν ἀπέθανε». Συνελθοῦσα δέ ἠγέρθη εὐθύς ἀπό τήν κλίνην της καί καθίσασα εἶπεν εἰς τήν ἀδελφήν της πεπληρωμένη ἀπελπισίας· « γύναι, ἄμποτε μήν ἤθελες ἔλθει ἐδῶ, διότι περισσοτέραν ζημίαν καί θάνατον μοῦ ἐπροξένησες παρά ζωήν πρόσκαιρον, ἐπειδή αἱ φωναί σου με ἐξέβαλον ἀπό τόν φωτεινόν ἐκεῖνον Παράδεισον καί τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ τήν ἀνέκφραστον. Σοῦ ἔπρεπεν, ἀθλία, ὅταν με εἶδες νεκράν, να χαίρεσαι περισσότερον καί να εὐχαριστῇς τόν Θεὸν παρά τώρα ὅπου με βλέπεις πώς ἀνέζησα». Ταῦτα καί ἄλλα παρόμοια ἔλεγεν ἡ Σοφιανή πρός τήν ἀδελφήν της, οἱ δέ ἐκεῖ παρευρισκόμενοι μεγάλως θαυμάζοντες τήν παρεκάλουν να τούς διηγηθῇ τά ὅσα εἶδε καί ἤκουσε μυστήρια τοῦ Παραδείσου· ἡ δέ Σοφιανή εἶπε πρός αὐτούς· «Ἀφήσατέ με ὀλίγον, ἀδελφοί, να ἔλθω εἰς αἴσθησιν καί να ἐνθυμηθῶ ὅσα εἶδον καί ἤκουσα, καί τότε θέλω σᾶς τά διηγηθῇ, πλήν πρέπει πρῶτον να μοῦ φέρετε πνευματικόν ἐνάρετον, εἰς τόν ὁποῖον να τά ἐξομολογηθῶ· ἄν δέ ἐκεῖνος τό κρίνῃ εὔλογον, τότε θέλετε τά μάθει καί σεῖς».

          Προσκληθείς ὅθεν ὁ ἐλλογιμώτατος ἱερομόναχος καί πνευματικός Κύριος Ἱερόθεος, Κουκουζέλης, ἀνήρ Κύπριος καί Προηγούμενος τῆς ἐν Κύπρῳ Μονῆς Σταυρονικήτα, προερχόμενος ἐκ τοῦ ἁγιωνύμου ὄρους τοῦ Ἄθωνος, εὐλαβής καί θεοφοβούμενος, ἦλθε διά πατριαρχικῆς προσταγῆς να γράψῃ ὅσα ἀκούσῃ ἐπακριβῶς, διά να κηρυχθῶσι μετέπειτα εἰς ἅπαντα τόν λαόν, εἰς δόξαν καί φόβον τοῦ Θεοῦ. Πορευθείς ὁ πνευματικός εἰς τόν οἶκον τῆς Σοφιανῆς ἐκάθισε καί ἤρχισε να τήν ἐρωτᾷ περί τῆς ἀσθενείας της, ὡς καί περί τοῦ τι ἔπαθε καί τι εἶδεν εἰς τήν ὀπτασίαν της. Τότε ἤρχισεν ἐκείνη με δάκρυα να διηγῆται καί να λέγῃ ταῦτα.

          «Ἐγώ ἡ δούλη σου, ἅγιε Πνευματικέ, καθώς ἐζήτησα, ἠγέρθην καί ἀνεκάθισα εἰς τήν κλίνην μου στηριζομένη ἀπό τάς γυναῖκας, αἵτινες με ἐκράτουν, εἶχε δέ ἡ καρδία μου λιποθυμίαν καί φλόγα μεγάλην. Τότε εἶδον εἰς σχῆμα εὐνούχου βασιλικοῦ ἔνα νεανίαν εὐπρόσωπον, τό δέ εἶδος τοῦ προσώπου του ἤστραπτεν ἀπό διαφόρους λάμψεις φωτός καί χάριτος καί τό σῶμα του ἦτο κατεστολισμένον με ποικίλας ὄψεις, ἐξήρχοντο δέ ἐξ αὐτοῦ ἀκτῖνες φωτός. Τό ἐσωτερικόν του ἔνδυμα ἦτο ἐρυθροπόρφυρον καί τό ἐξωτερικόν ἦτο χιτών λαμπρός, ἔχων ἐπ’ αὐτοῦ ὑφασμένα κρίνα καί ἄνθη διάφορα, ἐφαίνετο δέ ὡς ἀστραπή φωτός. Εἰς τάς χεῖρας του ἐκράτει δοχεῖον χρυσοῦν καθαρόν καί διαυγές ὡς ἤλεκτρον, πλῆρες ὕδατος καθαροῦ καί ψυχροτάτου καί λέγει μοι· «Σοφιανή, γνωρίζω ὅτι ἔχεις μεγάλην δίψαν καί ἡ καρδία σου φλέγεται ἀπό τήν ἀσθένειαν· ἄν ὅμως δυνηθῇς να πίῃς ἀπό τό ζωοπάροχον τοῦτο ὕδωρ, ὅπερ κρατῶ, θέλεις ὑγιάνει ψυχῇ τε καί σώματι, θα ἔχῃς δέ καί χαράν παντοτεινήν». Εὐθύς ὡς ἤκουσα ταῦτα ἐσκίρτησεν ἡ ψυχή μου καί πλέον περί τοῦ κόσμου τούτου δέν ἐφρόντιζα, ἀλλ’ ἔβλεπον πρός τόν φαινόμενον. Τότε ἔτεινεν ἐκεῖνος τό δοχεῖον διά να μοῦ τό δώσῃ, ἁπλώσασα δέ ἐγώ τάς χεῖρας μου διά να τό λάβω, δέν γνωρίζω πῶς ἡρπάγην ἀπό τήν παροῦσαν ζωήν καί ἔλειπον τρία ἡμερονύκτια ἀπό τό σῶμα μου, ἡ δέ ψυχή μου ἠκολούθησεν αὐτόν, μοῦ ἐφαίνετο δέ ὅτι ἀνηρχόμεθα εἰς τόν οὐρανόν».

          «Διήλθομεν οὕτως ἑπτά σφαιροειδής κύκλους, οἵτινες λέγουν ὅτι εἶναι αἱ ἑπτά βαθμίδες τοῦ οὐρανοῦ, ἐν μέσῳ δέ ἀέρος πεπηγμένου ἦτο σκότος βαθύ καί θόρυβος μέγας· ἀφοῦ δέ ἀνήλθομεν ἄνωθεν αὐτῶν ἐφθάσαμεν εἰς τόπον φωτεινόν, πανευώδη καί πάντερπνον, πρό τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο δύο πύλαι ὑψηλαί καί πανθαύμαστοι. Ἐκ τούτων ἡ μέν μία, ἡ δεξιά, ἦτο κατασκευασμένη ἀπό χρυσόν καθαρόν καί λίθους πολυτίμους καί μαργαρίτας, εἰς τρόπον ὥστε γλῶσσα ἀνθρώπου να μή δύναται να διηγηθῇ τήν ὡραιότητά της, ἡ δέ ἑτέρα, ἡ ἀριστερά, ὅμοια εἰς τό ὕψος καί πλάτος τῆς πρώτης, ἦτο κατασκευασμένη ἀπό χαλκόν καί σίδηρον ἀνημμένους ὡς ἄνθρακες φλογεροί. Πέριξ τούτων ἵσταντο πλῆθος γιγάντων φρικοδεστάτων ὡπλισμένων, φυλαττόντων τάς πύλας ἀσφαλῶς, ἐγώ δέ ἀπό τόν πολύν μου φόβον ἔμεινα ἄφωνος. Λέγει μοι δέ ὁ ὁδηγός μου· «Βλέπεις, ὦ γύναι, αὐτάς τάς πύλας; αὗται εἰσίν αἱ πύλαι τῆς δικαιοσύνης, περί ὧν ἀκούεις ἀπό τήν γραφήν· καί ἡ μέν χρυσῆ εἶναι τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἡ δέ σιδηρᾶ εἶναι τῆς κολάσεως τῶν ἁμαρτωλῶν». Ἀφήσαντες τάς πύλας ἐκείνας ἀνήλθομεν ὑψηλότερον, εἰς τόπον πλέον φωτεινόν, εἰς τόν ὁποῖον ἵσταντο πλήθη ἄπειρα λευκοφόρων ἀνδρών, τῶν ὁποίων ἡ στάσις δέν ἦτο ὅλων ὁμοία, ἀλλά ἄλλων ἦτο ὑψηλοτέρα, ἐξ ὧν μόνον ψαλμῳδίαι ἠκούοντο καί ᾄσματα μυριοπληθῆ καί ἄλλων ἦτο κατωτέρα. Ἄλλοι πάλιν ἵσταντο ἐκεῖ ὅπου ἤμην καί ἐγώ βλέπουσα. Τότε ὁ ὁδηγός μου με ἔστησεν ἐν μέσῳ τῶν Ἀγγέλων καί λέγει μοι· «Σοφιανή, ἐδῶ κῦψον καί προσκύνησον». Παρευθύς δέ ἐγώ ἔκλινα τά γόνατά μου καί προσεκύνησα με φόβον πολύν, ποῖον ὅμως προσεκύνησα δέν εἶδον· καί πάλιν με ἤγειρεν ὁ ὁδηγός μου Ἄγγελος λέγων μοι· «Στῆθι ἐδῶ καί πρόσεχε καλῶς διά να πληροφορηθῇς τά τεράστια τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου». Εὐθύς δέ με τόν λόγον εἶδον θρόνον πύρινον, λαμπρόν, βασιλικόν, κάτωθεν δέ τοῦ θρόνου ἦτο χείρ ἀνθρώπου κρατοῦσα ζυγαριάν, ἥτις δέν ἔκλινεν ἐδῶ καί ἐκεῖ».

          «Πέριξ τοῦ φοβεροῦ θρόνου ἐκείνου ἵσταντο Ἄγγελοι ἀναρίθμητοι, ἐξ ὧν ἄλλοι ἀνήρχοντο καί ἄλλοι καί ἄλλοι κατήρχοντο ἀπό τόν δρόμον ἀπό τόν ὁποῖον ἦλθον καί ἐγώ, ἔφερον δέ οὗτοι ψυχάς ἀνθρώπων πολλῶν ἀνδρῶν, γυναικῶν καί παιδίων, καί ὡς τάς ἔφερον ἔλεγον πρός αὐτούς· «Προσκυνήσατε». Εὐθύς δέ ἔπιπτον οὗτοι καί προσεκύνουν καθώς ἐποίησα καί ἐγώ. Ἔμπροσθεν δέ τοῦ φοβεροῦ θρόνου τοῦ δικαστοῦ καί ὑπεράνω αὐτοῦ ἐκάθητο ὑψηλά ὁ Δεσπότης Χριστός ἐν μέσῳ τῶν φωτεινῶν νεφελῶν, ἔχων ἔνδυμα γαλαζοπόρφυρον· ἀπό δέ τήν φοβεράν ὑψηλήν λάμψιν, δέν ἠδυνήθην να ἴδω τό φοβερόν του πρόσωπον. Οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, οἱ ὑπεράνω ἱστάμενοι, ἔψαλλον ἀσιγήτοις στόμασι τό «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης σου», ἕτεροι δέ χοροί ἔψαλλον· «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος ὁ ὤν καί προών καί φανείς ὡς ἄνθρωπος Θεός, ἐλέησον τό πλάσμα σου». Ἐκεῖνοι δέ οἵτινες ἦσαν μεθ’ ἡμῶν, οἱ μέν ἔλεγον· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»· οἱ δέ ἕτεροι ἔψαλλον· «Ἀλληλούια, Ἀλληλούια, Ἀλληλούια»· καί ἄλλοι πάλιν ἔλεγον· «Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν»· καί οὐδέποτε ἔπαυεν ἡ δοξολογία των».

          «Δεξιόθεν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ μοῦ ἐφαίνετο, ὅτι ἵστατο ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἀριστερά δέ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, καθώς τούς εἰκονίζουν οἱ ζωγράφοι. Καί οἱ μέν Ἄγγελοι, ὅταν ἐτελείωνον τήν δοξολογία των, κλίνοντες τάς κεφαλάς αὐτῶν προσεκύνουν τόν Κύριον, ὁ δέ Κύριος ἄνωθεν, ὑψῶν τάς ἀχράντους χεῖρας του, ηὐλόγει αὐτούς. Ἔρρεον δέ ἀπό τούς Δεσποτικούς δακτύλους Αὐτοῦ, ἐκ μέν τῆς δεξιᾶς χειρός λίθοι πολύτιμοι καί μαργαρῖται ποταμηδόν κατερχόμενοι εἰς τήν γῆν, ἀπό δέ τῆς ἀριστερᾶς κόμβοι πύρινοι φλογοειδεῖς. Βλέπουσα ἐγώ τά τοιαῦτα ἔφριττον καί ἀπό τόν πολύν φόβον ἔτρεμον ὡς κάλαμος καί ἤθελον να ἐρωτήσω τόν ὁδηγόν μου τι ἦτο τό φοβερόν τοῦτο μυστήριον τοῦ Δεσπότου, αὐτός δέ προφθάνει τήν ἐρώτησιν καί λέγει· «Βλέπεις, Σοφιανή, τούς μαργαρίτας καί τούς πολυτίμους λίθους, οἵτινες ρέουσιν ἐκ τῆς δεξιᾶς τοῦ Δεσπότου καί κατέρχονται εἰς τήν γῆν; οὗτοι εἶναι τό ἄφατον ἔλεος, ἡ ἄπειρος εὐσπλαγχνία καί ἡ ἀνυπέρβλητος ἀγάπη, τήν ὁποίαν ἔχει πρός τό γένος τῶν ἀνθρώπων, τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, διά τοῦτο δέ πέμπει τάς εὐλογίας του καί δωρεάς εἰς τούς οἴκους τῶν ἀγαθῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, τούς φυλάττοντας ἀ π α ρ α σ ά λ ε υ τ ο   τ ή ν   π ί σ τ ι ν   π ρ ό ς   Α ὐ τ ό ν·  καί ὅσοι ἐξομολογοῦνται καθαρά τάς ἁμαρτίας αὐτῶν καί ἀπέχουν ἀπό τά θελήματα τοῦ διαβόλου καί φυλάττουν τάς ἐντολάς Του, τούς εὐλογεῖ καί τούς λυτρώνει ἀπό κάθε κακόν. Οἱ ἐλεήμονες καί οἱ ἀγαπῶντες τόν πλησίον των, τοιαύτας εὐλογίας ἀπολαμβάνουν ζῶντες, μετά θάνατον δέ κληρονομοῦσι τήν ἐνταῦθα διαμονήν καί μακαριότητα. Οἱ δέ φλογοειδεῖς κόμβοι τῆς ἀριστερᾶς του χειρός σημαίνουν τόν θυμόν, τήν ὀργήν καί τήν ἀγανάκτησιν Αὐτοῦ, αἵτινες κατέρχονται εἰς τούς οἴκους τῶν ἁμαρτωλῶν καί τῶν ἀδικούντων τούς πλησίον των, δι’ ὅ καὶ κατακαίονται ψυχῇ τε καί σώματι, ἀφανίζονται οἱ οἶκοι αὐτῶν καί ἐξολοθρεύονται ἀπό τό πρόσωπον τῆς γῆς· ὄχι δέ μόνον ὅτι στεροῦνται τήν πρόσκαιρον ζωήν, ἀλλά καί παραπέμπονται εἰς τό αἰώνιον πῦρ διά να κολάζωνται αἰωνίως μέ τούς ἀκαθάρτους δαίμονας».

          «Ἀριστερά τοῦ θρόνου καί τῆς ζυγαριᾶς, περί ἧς προείπομεν, διεκρίνετο χάσμα μέγα, ἐκ τοῦ ὁποίου ἀνεδίδετο δυσωδία ἀφόρητος· ὁμοῦ δέ με τήν δυσώδη καί θειαφώδη αὔραν τοῦ καπνοῦ, ἠκούετο βοή μεγάλη, φανεροῦσα τήν ὀδύνην ἀναριθμήτων ἀνθρώπων, οἵτινες ἐφώναζον τό οὐαί! Καί τό οἴμοι! Τό δέ χάσμα τοῦτο διένευε πρός τήν ἀριστεράν χεῖρα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἀναπέμπον φλόγα πυρός. Οἱ δέ Ἄγγελοι ἔφερον τάς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν γῆν καί ἀφ’ οὗ προσεκύνουν τάς ὡδήγουν εἰς ἐξέτασιν, παρευθύς δέ τότε βίβλοι ἠνοίγοντο καί ἠρευνῶντο τά ἔργα αὐτῶν, εἴτε δικαίως εἴτε ἀδίκως ἐπολιτεύθησαν· καί τάς μέν καλάς πράξεις αὐτῶν ἔθεταν εἰς τήν δεξιάν πλάστιγγα τῆς ζυγαριᾶς, τάς δέ κακάς εἰς τήν ἀριστεράν. Πολλῶν δέ ψυχῶν αἱ πράξεις ἐφαίνοντο παρρησία ἄνευ τινός ἐξετάσεως, ἐπειδή ἦσαν ἀναγεγραμμέναι ἐπί τῶν ἐνδυμάτων αὐτῶν, τόσον αἱ καλαί ὅσον καί αἱ κακαί. Τότε διά μέν τάς ψυχάς, αἵτινες ἐκρίνοντο δίκαιαι ἀπό τήν ζυγαριάν καί ἀπό τάς βίβλους, ἔνευεν ὁ Δεσπότης με τήν ἀγίαν του δεξιάν καί τάς ὡδήγουν οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι εἰς τόν τόπον ἐκεῖνον εἰς τόν ὁποῖον εὑρίσκοντο αἱ θαυμασταί πύλαι καί τάς ἔθετον ἔμπροσθεν τῆς χρυσῆς πύλης. Διά δε πάλιν τάς ψυχάς, αἵτινες ἐκρίνοντο ἁμαρτωλαί, ἔνευε με τήν ἀριστεράν του χεῖρα, καί εὐθύς τάς ἔρριπτον οἱ Ἄγγελοι εἰς ἐκεῖνο τό χάος. Οἱ δέ Ἅγιοι Ἄγγελοι ἔχαιρον μέν καί ηὐφραίνοντο διά τάς σεσωσμένας ψυχάς, ἐλυποῦντο δέ καί ἐσκυθρώπαζον διά τάς κολαζομένας».

          «Μεταξύ τούτων ἔφεραν καί μίαν ψυχήν, ἥτις ἀφοῦ προσεκύνησε, παρέστη εἰς ἐξέτασιν, ἐπλεόναζον δέ αἱ ἁμαρτίαι της ἀπό τάς δικαιοσύνας, ἔμελλε δέ να νεύσῃ ἡ ἀριστερά χείρ τοῦ Κυρίου διά να ῥιφθῇ εἰς τό χάος. Τότε ὅμως ἐνεφανίσθη ἡ Κυρία Θεοτόκος καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί ἐπρέσβευον ὑπέρ αὐτῆς πρός τόν Κύριον λέγοντες· «Οἱ οἰκτιρμοί Σου, μακρόθυμε, νικοῦν τήν ὀργήν Σου· ἄν καί ἁμαρτωλός τυγχάνει ἡ ψυχή αὕτη, ὅμως ἐφύλαξε τήν εἰς Σε πίστιν βεβαίαν, διά τοῦτο δεόμεθα Σου συγχώρησον αὐτήν». Ἐνῶ δέ οὗτοι ἐμεσίτευον, ἦλθον καί οἱ Ἄγγελοι φέροντες τάς ἐλεημοσύνας, τάς λειτουργίας, τά κηρία, τό ἔλαιον, τάς προσφοράς καί τά μνημόσυνα, τά ὁποία τελοῦνται συνήθως διά τούς νεκρούς. Προσέτι ἀνῆλθον οἱ προσευχαί τῶν ἱερέων, οἵτινες ἐλειτουργοῦσαν διά τήν ψυχήν ἐκείνην καί αἱ ἀγαθοεργίαι τῶν γονέων καί συγγενῶν αὐτῆς, αἵτινες ἐτελέσθησαν δι’ αὐτήν, καί παρέστησαν πέριξ τῆς ψυχῆς. Ἐπί πλέον ἠκούσθησαν αἱ δεήσεις τῶν πτωχῶν, οἵτινες ἔλαβον ἐλεημοσύνην, λέγουσαι· «Ὁ Θεός συγχωρήσοι σοι». Τότε ἠκούσθη ἡ φωνή τοῦ Δεσπότου λέγουσα· «Ἰδού διά τήν δέησιν τῶν Ἱερέων μου καί τῶν ἀδελφῶν μου τῶν πτωχῶν, δίδω συγχώρησιν εἰς αὐτήν».

          «Ἐνῶ δέ ἔμελλε να νεύσῃ ἡ δεξιά χείρ διά να τήν ὑπάγουν οἱ Ἄγγελοι με τούς δικαίους, ἔφθασαν ἐκεῖ καί οἱ ὀδυρμοί, αἱ φωναί, οἱ κλαυθμοί, τά μοιρολογήματα, αἱ ἀγανακτήσεις τῶν γονέων της καί αἱ βλασφημίαι κατά τοῦ Θεοῦ, τάς ὁποίας ἀπό τήν λύπην των ἀνεπιγνώστως λέγουσιν εἰς τούς ἀποθνῄσκοντας, με τάς ὁποίας ἐκδηλοῦν τήν ἀπιστίαν των πρός τό ἑνδέκατον ἄρθρον τῆς πίστεως, τό: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» ἀπελπιζόμενοι διά τόν νεκρόν καί οὕτω ἀθετοῦντες τήν ἀνάστασιν. Ὡς δέ ἠκούσθησαν αὗται, ὀργισθείς μεγάλως ὁ Κύριος εἶπεν· «Ἐπειδή δέν ἠρκέσθησαν εἰς τάς δεήσεις τῶν Ἱερέων μου, ὅπως ἡ Ἐκκλησία παρέλαβεν, ἀλλά ἀντιμάχονται κατ’ ἐμοῦ, ἄρατε αὐτήν καί ἀπορρίψατέ την εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον». Παρευθύς τότε οἱ Ἄγγελοι μεγάλως λυπηθέντες ἔρριψαν αὐτήν εἰς τό ἀχανές ἐκεῖνο βάραθρον τῆς κολάσεως. Τότε ἐτόλμησα καί ἐγώ ἡ ταλαίπωρος να ἐρωτήσω μυστικῶς τόν ὁδηγόν μου λέγουσα· «Διατί, κύριε μου, λυποῦνται τόσον οἱ Ἄγγελοι, ὅταν ρίπτεται ψυχή τις εἰς ἐκεῖνο τό βάραθρον;» Ἀποκριθείς δέ ἐκεῖνος λέγει μοι· «Αὐτό τό χάος εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον χωρίζει τούς δικαίους ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί βυθίζει ὅσους πέσουν εἰς τόν ἀφεγγῆ τόπον τοῦ Ἅδου, εἰς τόν ὁποῖον κολάζονται αἰωνίως· ἐάν δέ ἔχωμεν ὅλοι οἱ Ἄγγελοι χαράν διά τούς σεσωσμένους, πολύ περισσότερον θλιβόμεθα διά τούς κολαζομένους ».

          Ἐνῶ μοί ἔλεγε ταῦτα ὁ Ἄγγελος, ἀκούω αἴφνης θόρυβον μέγαν, διότι ἤρχοντο Ἄγγελοι φέροντες ψυχήν με ψαλμῳδίας, θυμιάματα, λαμπάδας καί φωτοχυσίας καί τήν συνώδευον με ἄπειρον λαμπαδηφορίαν, ἤρχετο δέ αὕτη με μεγάλην χαράν καί παρρησίαν, αἱ δέ ψυχαί τῶν δικαίων ἦλθον εἰς ἀπάντησίν της. Εἶχε δέ ἡ μακαρία ἐκείνη ψυχή τό ἔνδυμά της λευκόν καί καθαρόν ὡς τόν ἥλιον καί δέν ἔφερεν ἐπ’ αὐτοῦ οὐδένα ρύπον ἤ σημεῖον ἁμαρτίας, ὅπως εἶχον αἱ ἄλλαι ψυχαί. Τό ἔνδυμα τοῦτο ὑπολαμβάνω ὅτι ἦτο ἡ στολή τοῦ ἀγίου Βαπτίσματος, ὅπερ ἐφύλαξεν ἀμόλυντον καί διά τόν λόγον αὐτόν ἔλαμπεν· ὅμως δέν ἠδυνήθην να γνωρίσω ἀπό ποῖον τάγμα ἦτο. Ἦλθεν ὅθεν ἡ ψυχή αὕτη καί προσεκύνησεν ὅπως καί αἱ ἄλλαι ψυχαί, ἅπαντες δέ οἱ Ἄγγελοι ἐβόησαν τότε μεγαλοφώνως λέγοντες· «Εὐχαριστοῦμεν Σοι, Παντοκράτωρ Δέσποτα, ὅτι εἴδομεν ψυχήν δικαίου καθαράν καί ἀρρύπωτον ἀπό ἁμαρτίας». Ἠκούσθη δέ πάλιν φωνή βροντώδης ἐκ τοῦ Δεσπότου λέγουσα· «Λάβετε αὐτήν καί ἀναπαύσατε μετά τῶν Ἁγίων». Εἶτα δεικνύων ἐμέ με τήν ἀγίαν του χεῖρα εἶπεν· «Ὁδηγήσατε καί τήν Σοφιανήν αὐτήν εἰς τάς κατοικίας καί τάς μονάς τῶν Ἁγίων μου, διά να ἴδη αὐτάς· ἐπειδή δέ τήν ἀναζητοῦν εἰς τόν κόσμον, ἐπιστρέψατε αὐτήν εἰς τό σῶμα της διά να σωθοῦν καί ἄλλοι ἐξ αὐτῆς με τήν διήγησιν τῆς ὁράσεώς της ταύτης· ἄν δέ ἀγωνισθῇ διά να ἀποκτήσῃ καί ἄλλας ἀρετάς, καί εὐδοκιμήσῃ τελείως, τότε θέλει ἀξιωθῇ μετά τρεῖς χρόνους μεγαλυτέρας τιμῆς». Με τόν λόγον τοῦτον τοῦ Δεσπότου με ἥρπασεν εὐθύς ὁ Ἄγγελος καί ἠκολουθήσαμεν τήν δικαίαν ἐκείνην ψυχήν, ἑνωθέντες με τάς ψυχάς τῶν λοιπῶν σεσωσμένων, ἔμπροσθεν τῆς χρυσῆς ἐκείνης πύλης τοῦ Παραδείσου.

          «Θεωροῦσα τό ἀμήχανον ἐκεῖνο κάλλος, βλέπω ἐξαίφνης τήν Κυρίαν Θεοτόκον με δόξαν ἀνέκφραστον, ἔχουσαν μεθ’ ἑαυτῆς ἱεροπρεπῆ τινα ἄνδρα, ὅστις καθώς ὑπονοῶ ἀπό τάς ἀγίας εἰκόνας θά ἦτο ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, κρατοῦντα εἰς τάς χεῖρας του κλεῖδας, με τάς ὁποίας ἤνοιξε τήν θαυμαστήν πύλην, εἰσῆλθε δέ πρώτη Κυρία Θεοτόκος εἶτα ὁ θεῖος Πέτρος καὶ κατόπιν οἱ Ἄγγελοι με τήν δικαίαν ἐκείνην ψυχήν καί τάς ὑπολοίπους τοιαύτας. Μετά τούτους εἰσῆλθον καί ἐγώ βαδίζουσα ταχέως διά να φθάσω τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον· εἶχε δέ τοσοῦτον ἄπειρον φῶς, τοιαύτην εὐωδίαν καί τοσαύτην χαράν ἀνεκλάλητον ὁ τόπος ἐκεῖνος, ὥστε ἐθαύμαζα καί ἐχαιρόμην· ἔβλεπα δέ τό ἔδαφος ἐκεῖνο, ὅτι δέν ὡμοίαζε τελείως με γῆν στερεάν ὡς τήν ἰδικήν μας, ἥτις ἔχει ἀνάφορον, κατήφορον, πέτρας, ποταμούς καί ὅσα ἐνταῦθα βλέπομεν· ἀλλά ἡ γῆ ἐκείνη ἦτο ὡς βαμβάκιον καθαρόν λευκόν, ἤ ὕφασμα χρυσοῦν συνυφασμένον ποικίλως καί πεποικιλμένον με λίθους πολυτίμους καί μαργαρίτας. Εἶδον εἰσέτι δένδρα ὑψηλά, εὐώδη, κατάφορτα ἀπό ἄνθη καί καρπούς ὡραιοτάτους, ἅτινα ὡμοίαζον με ρόδα καί κρίνα. Κάτωθεν δέ τῶν δένδρων ἐφαίνοντο ὅτι ἦσαν στρωμναί χρυσοπόρφυροι, ἐπ’ αὐτῶν δέ ἦσαν ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά, μεταξύ τῶν ὁποίων ἐγνώρισα καί πολλούς, ἀπό τήν χώραν μου Ἄβυδον ὅσον καί ἀπό τήν πόλιν ταύτην, οἵτινες εἶχον ἀποθανεῖ πρό πολλοῦ».

          «Ἐκεῖ εἶδον τόν πατέρα μου Ἱερέα Ἰωάννην καί τήν μητέρα μου Ἀναστασίαν, ὡς καί μίαν ἀδελφήν μου, ἥτις εἶχεν ἀποθάνει προγενεστέρως, πλήν ὅμως δέν ἠδυνήθην να πλησιάσω καί να τούς ὁμιλήσω. Αἱ κατοικίαι δέ ὅλων δέν ἦσαν ὅμοιαι, ὅπως δέν ἦσαν ὅμοια τά ἔργα αὐτῶν. Βαδίζουσα λοιπόν με βίαν πρός τά ἐμπρός εἶδον καί τούς Ἁγίους, οἵτινες ἦσαν εἰς τόπον ὑψηλόν καί κατά πολύ περισσότερον φωτεινόν ἀπό τόν κάτω, ἐπεριπάτουν δέ ἅπαντες λευκοφορεμένοι καί ἐνδεδυμένοι με φῶς ἄπειρον. Ἐνῶ δέ διηρωτώμην καθ’ ἑαυτήν, ποῖοι να ἦσαν ἆρα γε ἐκεῖνοι, στραφεῖσα ἡ Δέσποινα Θεοτόκος μοί εἶπε· «Σοφιανή, βλέπεις τάς ἀναπαύσεις τῶν Ἁγίων;» Ἐγώ δέ ὡς ἤκουσα τήν φωνήν τῆς Θεοτόκου, πεσοῦσα εὐθύς προσεκύνησα καί ὡς ἠγέρθην λέγει μοι ἡ Θεοτόκος· «βάδιζε ταχέως διά να προφθάσης να ἴδης τόν δίκαιον Ἀβραάμ, διότι δέν θέλεις τόν ἰδεῖ καθώς ποθεῖς». Τρέχουσα ὅθεν ἐγώ εἶδον μακρόθεν τόν Ἀβραάμ καθήμενον ἐπί θρόνου χρυσοῦ ὡραιοτάτου, πέριξ δέ τούτου ἵσταντο ψυχαί ἀναρίθμητοι με πολλήν εὐφροσύνην καί χαράν. Ἐνῶ δέ ἔσπευδον διά να τόν ἀπολαύσω, με εἶδεν ἐκεῖνος καί μοῦ ἔνευσε να πλησιάσω πρός αὐτόν· λαβοῦσα ὅθεν περισσότερον θάρρος ἔτρεχον διά να τόν φθάσω, ὅτε ἤκουσα τάς ἀτάκτους φωνάς τῆς ἀδελφῆς μου, ἀπό δέ τήν ψυχρότητα τοῦ ὕδατος, με τό ὁποῖον με ἐρράντισεν, ἦλθον εἰς ἑαυτήν καί ᾐσθάνθην μέγα βάρος καί ψυχρότητα εἰς τό σῶμα μου, τόσον ὥστε ἐνόμιζον ὅτι εὑρισκόμην εἰς πάγον· ὀλίγον ὅμως κατ’ ὀλίγον ἤρχισε να ἐμψυχώνεται τό σῶμα μου ἕως ὅτου συνῆλθον τελείως».

          Ἀφοῦ ἤκουσε ταῦτα μετά προσοχῆς ὁ πνευματικός, τῆς λέγει·«Εἶδες ἄλλο τίποτε μυστήριον, τέκνον μου; Εἶδες τελώνια δαιμόνων ἤ κολάσεις ἁμαρτωλῶν καθώς καί ἄλλοι πολλοί εἶδον;» Ἡ δέ Σοφιανή ἀπεκρίθη· «Δέν εἶδα τίποτε περισσότερον, πάτερ μου, ἐκτός ἐκείνων τά ὁποῖα εἶπον». Λέγει πάλιν ὁ πνευματικός· «Γνωρίζεις κανέν ἀγαθόν ἔργον, τό ὁποῖον να ἔπραξες εἰς τήν ζωήν σου;» Ἀπεκρίθη ἡ Σοφιανή· «Τι καλόν ζητεῖς ἀπό ἐμέ τήν ἁμαρτωλήν, πάτερ μου; πλήν ἐπειδή με ἀναγκάζεις θα σοῦ εἰπῶ ἐκεῖνο, τό ὁποῖον γνωρίζω. Πρό τριῶν ἐτῶν, ἐκεῖ ὅπου ἐκαθήμην καί ἔγνεθα εἰς τόν πατρικόν μου οἶκον, μίαν ἡμέραν περὶ τὴν μεσημβρίαν ἤκουσα βοὴν μεγάλην καὶ ταραχήν ὡς να ἐσείετο ὁ οἶκος μας, μοῦ ἐφάνη δέ ὅτι ἐσυννέφιασεν ὁ οὐρανός αἰφνιδίως καί τότε βλέπω ὀφθαλμοφανῶς τρεῖς ἱεροπρεπεῖς ἄνδρας με ἀρχιερατικάς στολάς, τούς ὁποίους ἀπό τάς ἀγίας εἰκόνας ἐγνώρισα ὅτι ἦσαν οἱ Τρεῖς Μεγάλοι Ἱεράρχαι Βασίλειος, Γρηγόριος καί Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος».

          Παρευθύς τότε ἐγερθεῖσα ἔκαμα τόν σταυρόν μου καί τούς προσεκύνησα με φόβον μέγαν, μοῦ λέγουσι δέ ἐκεῖνοι· «Μή φοβεῖσαι, Σοφιανή, ἡμεῖς εἵμεθα οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι καί θέλομεν να ἀφιέρωσης εἰς τόν Θεόν τόν οἶκον σου τοῦτον διά να γίνῃ Ἐκκλησία εἰς τό ὄνομά μας, ἡμεῖς δέ θά πρεσβεύωμεν ὑπέρ τῆς σωτηρίας σου». Τολμήσασα δέ ἐγώ λέγω· «Δεσπόται μου Ἅγιοι! Εἶναι ὁ οἶκος οὗτος ἄξιος διά δοξολογίαν Θεοῦ καί κατοικίαν ἰδικήν σας, ἀφοῦ μάλιστα εἵμεθα πτωχοί καί δέν ἔχομεν τόν τρόπον να τόν κάμωμεν Ἐκκλησίαν ὡς ὁρίζετε; Ἐκτός δέ τούτου, δέν γνωρίζω καί τήν θέλησιν τοῦ ἀνδρός μου, ἄν συμφωνῇ, εἶναι δέ καί πολύ δύσκολον να λάβωμεν ἄδειαν βασιλικήν». Ἐκεῖνοι δέ μοῦ εἶπον· «Μή στενοχωρεῖσαι, διότι εἶναι ἀκάθαρτος καί κοπρώδης οὔτε να φοβῆσαι διά τήν βασιλικήν ἄδειαν, μόνον φρόντισε σύ να μᾶς τόν ἀφιέρωσης καί ἡμεῖς ὅλα αὐτά θα τά τακτοποιήσωμεν. Διότι καί κατά τήν παλαιάν ἐποχήν ὁ ἀχυρών αὐτός ἦτο Ναός ἰδικός μας. Ἄν ὅμως ἀμελήσῃς καί δέν κάμῃς, καθώς σοῦ λέγομεν, θέλομεν δεηθῇ τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ να σοῦ ἀφαίρεση τήν ζωήν ὡς παρηκόου».

          «Ταῦτα εἰπόντες οἱ Ἅγιοι ἐγένοντο ἄφαντοι, ὅταν δέ συνῆλθον ἦλθε καί ὁ ἀνήρ μου, εἰς τόν ὁποῖον ἀνήγγειλα πάντα τά γενόμενα. Μετά τρεῖς ἡμέρας, ἀφ’ οὗ εἴπομεν τό ἀπόδειπνον καί τήν μικράν προσευχήν μας, ἐφάνησαν πάλιν οἱ Ἅγιοι με σεισμόν καί λέγουσι μεγαλοφώνως· «Σοφιανή, διατί δέν ἔκαμες ἐκεῖνο τό ὁποῖον σοῦ ὡρίσαμεν καί μέλλεις να ἀποθάνῃς με αἰφνίδιον θάνατον;» Λέγω τότε τοῦ ἀνδρός μου· «Ἀκούεις τι προστάζουσιν οἱ Ἅγιοι;» Αὐτός δέ ἀποκριθείς εἶπε· «Δεσπόται μου Ἅγιοι, ἡ Σοφιανή μοῦ τά εἶπεν ὅλα, ἀλλ’ ἐπειδή εἵμεθα πτωχοί καί δέν ἔχομεν τόν τρόπον, φοβούμεθα δέ καί τήν βασιλείαν, διά τοῦτο ἐσιώπησα. Ὅμως, ἐπειδή ὁρίζετε, να τόν ἀφιερώσω εἰς τόν Θεόν καί εἰς τήν ἁγιωσύνην σας, ἀπό δέ τήν σήμερον ἄς εἶναι ἰδικός σας». Οἱ δέ Ἅγιοι εἶπον· «Αὔριον τό πρωί σκάψον ἐντός τοῦ ἀχυρῶνος καί θέλεις εὔρει μάρμαρα καί σταυρούς, ὡς καί τήν ἀγίαν Τράπεζαν καί τότε θα πεισθῇς εἰς τούς λόγους μας· ὕπαγε δέ καί εἰς τόν σουλτᾶνον καί ζήτησον ἄδειαν, ἡμεῖς δέ τόν καταπείθομεν να σοῦ δώσῃ αὐτήν».

          «Ταῦτα εἰπόντες οἱ Ἅγιοι ἀνεχώρησαν· καθ’ ὅλην δέ τήν νύκτα ἐκείνην ἠγρυπνήσαμεν δοξολογοῦντες τόν Θεόν, τήν δέ πρωίαν ἀνέφερεν ὁ ἀνήρ μου εἰς τούς Γέροντας τοῦ χωρίου ἅπαντα τά λαληθέντα ἀπό τούς Ἁγίους, οἱ δέ φιλόθεοι ἐκεῖνοι γέροντες τῆς Ἀβύδου, ἀκούσαντες ταῦτα, ἥρπασαν εὐθύς ἄλλοι μέν σκαπάνας, ἄλλοι δέ πτυάρια καί ἀπῆλθον εἰς τόν ἀχυρῶνα καί ὦ τοῦ θαύματος! εὐθύς ὡς ἤρχισαν να σκάπτουν, ἐφάνη ἡ ἀγία Τράπεζα ἐξ ὡραιοτάτου λευκοῦ μαρμάρου, ὅπως ἐπίσης καί ἄλλα μάρμαρα καί σημεῖα ἐκκλησιαστικά, τά ὁποῖα ἦσαν ἐκεῖ κατακεχωσμένα. Ἐγνώρισαν ὅθεν ὅτι ἦτο ἐκεῖ παλαιόθεν Ἐκκλησία, ἀφοῦ δέ ἐκαθάρησαν τόν τόπον, μετέβησάν τινες με τόν ἄνδρα μου εἰς τό Διβάνιον τοῦ βασιλέως καί ἐζήτησαν ἄδειαν δι’ ἀνακαινισμόν Ἐκκλησίας, οὕτω δέ Θεοῦ συνεργεῖα καί βοηθεία τῶν Ἁγίων ἐδόθη ἡ ἄδεια διά να γίνῃ Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν».

          «Πωλήσαντες τότε μίαν ἄμπελον, ἔνα λιβάδιον ὡς καί ἕτερά τινα πράγματα, τά ὁποῖα εἴχομεν, τά ἐδαπανήσαμεν εἰς οἰκοδομήν Ναοῦ, ἱστορήσαμεν ἀγίας εἰκόνας, ἠγοράσαμεν σκεύη ἱερά, βιβλία ἐκκλησιαστικά καί ὅλα ἐν γένει ὅσα ἀπαιτοῦνται διά μίαν Ἐκκλησίαν καί ἐζητήσαμεν ἄδειαν πατριαρχικήν· ἦλθεν ὅθεν ὁ Ἅγιος Κίτρων, ὅστις ἐνεκαινίασε τόν Ναόν ὡς ἔπρεπε καί με τήν χάριν τοῦ Θεοῦ λειτουργεῖται ἕως τήν σήμερον, ἡμεῖς δέ ἀνεχωρήσαμεν ἀπό τήν χώραν μας καί ἤλθομεν ἐδῶ εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν. Πλήν παρακαλῶ σε, Ἅγιε πνευματικέ, ὅπως πείσης τόν ἄνδρα μου καί μοῦ ἐπιτρέψῃ να γίνω Μοναχή διά να κλαύσω τάς ἁμαρτίας μου κατά τά τρία αὐτά ἔτη, τά ὁποία μέλλω να ζήσω ἀκόμη, καθώς ἤκουσα τόν Δεσπότην Χριστόν να μοῦ λέγῃ». Ὁ δέ πνευματικός, ὡς ἤκουσεν αὐτά ἀπό τήν Σοφιανήν, λέγει πρός τόν ἄνδρα της· «Ἀκούεις, ὦ ἄνθρωπε, τά φοβερά καί παράδοξα πράγματα, τά ὁποῖα ἐφανέρωσεν ὁ Θεός εἰς τήν σύζυγόν σου; Λοιπόν μή τήν ἐμποδίσῃς εἰς αὐτό πού σε παρακαλεῖ, ἀλλ’ ἐπίτρεψον εἰς αὐτήν να μονάσῃ, διότι εἶναι τοῦτο καλόν καί διά σε, διότι μετά τρεῖς χρόνους ἀποθνῄσκει πάλιν. Σε παρακαλῶ ὅθεν καί ἐγώ να τῆς τό ἐπιτρέψῃς». Ὁ δέ Χρῆστος, ἀκούσας τήν καλήν συμβουλήν, ὑπεσχέθη ὅτι μετά δύο ἔτη θα μεταβῇ με τήν Σοφιανήν εἰς τά Ἱεροσόλυμα καί θά μονάσουν ἐκεῖ ἀμφότεροι.

          Οὕτω καί ἐγένετο· πωλήσαντες κατά τήν ὑπόσχεσιν τά ὑπάρχοντά των, ἀπῆλθον εἰς τήν ἀγίαν πόλιν, προσεκύνησαν τούς ἁγίους Τόπους, ἐξωμολογήθησαν τά συμβάντα εἰς αὐτούς εἰς τόν ἁγιώτατον Πατριάρχην Σωφρόνιον καί κοινωνήσαντες τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπό τάς ἀγίας του χεῖρας ἐπλήρωσαν τήν ἐπιθυμίαν των, καθώς ἐπόθουν, γενόμενοι Μοναχοί. Ἡ Σοφιανή λαβοῦσα τό ἅγιον σχῆμα μετωνομάσθη Σωφρονία Μοναχή, ἡσυχάσασα εἰς ἕν τῶν Μοναστηρίων τῆς Ἀγίας Πόλεως. Ὅτε δέ μετ’ ὀλίγον συνεπληρώθη τό τρίτον ἔτος ἀπό τήν ἡμέραν ὅπου εἶδε τήν ὀπτασίαν, ἀσθενήσασα ὀλίγον ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, κληρονομήσασα τόν φωτεινόν ἐκεῖνον Παράδεισον με περισσοτέραν δόξαν παρά τό πρότερον· τό δέ τίμιόν της λείψανον ἐνεταφιάσθη ἐντίμως καί εὐλαβῶς ὡς ἔπρεπεν εἰς τήν ταφήν τῶν ξένων. Ὁ ἀνήρ αὐτῆς Χρῆστος ἀπῆλθεν ἵνα προσκυνήσῃ εἰς τό Σίναιον Ὄρος, ἔνθα καρείς μετωνομάσθη Χαρίτων Μοναχός, εὐφράνας δέ τοῖς θεαρέστοις ἔργοις τόν Θεόν ἀπῆλθε πρός Κύριον.

          Ἡ ὀπτασία αὐτή ἔλαβε χώραν κατά τό σωτήριον ἔτος 1607 ἀπό γεννήσεως Χριστοῦ, ἔγραψε δέ ταύτην ὁ πνευματικός ἀφ’ οὗ διεπίστωσε τήν ἀκρίβειαν τῶν γεγονότων πρός ὠφέλειαν τῶν αναγινωσκόντων. Ὅθεν ἅπαντες οἱ ἀκούοντες ταῦτα ἄς παραδειγματισθοῦν καί ἄς διορθώσουν τήν πολιτείαν αὐτῶν, ἵνα ἀξιωθῶσι να κατοικήσωσι μετά τῆς Σοφιανῆς εἰς τόν φωτεινόν ἐκεῖνον καί πάντερπνον Παράδεισον, μετά πάντων τῶν δικαίων καί Ἁγίων. Εἰς δόξαν Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἑνός Θεοῦ, ᾧ πρέπει δόξα, τιμή καί κράτος πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ταῖς τῶν Ἁγίων πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

          (¹) Ἡ ὀπτασία αὕτη σῴζεται χειρόγραφος ἐν τῇ Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων τῇ οὔσῃ ἐν τῷ Ἁγιωνύμῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω, ἀντιγραφεῖσα δέ ἐκεῖθεν ἐδημοσιεύθη μετά τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὁσίου Νείλου τοῦ Μυροβλύτου ἐν σελ. 20 – 29 ἐκδοθείσης κατά τό 1847. Ἐνταῦθα καταχωρίζεται διωρθωμένη λεκτικῶς.

          Πηγή:Μέγας συναξαριστής τῆςρθοδόξουκκλησίας (ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ). Ἐκδίδεται ἀναλώμασι καί ἐπιμελείᾳ, τουν Μοναχοςλαχίστου Βίκτωρος Ματθαίου Καθηγουμένου τςν Κρονίζη, Κουβαράττικςεράς καί σεβασμίας Δεσποτικς Μονς Μεταμορφώσεως του Σωτῆρος. Ἔκδοσις Γ‘, ἀνάτυπος ἐκ τς Β‘, Ἀθναι 1969 (Τόμος Η’, μην Αύγουστος σελ. 107 – 116).

Related Posts

Αὐτός, πού θέλει νά εὐαρεστῇ εἰς τόν Θεόν, οὐδόλως πρέπει νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν του τούς ἐξευτελισμούς ἤ τάς τιμᾶς τῶν ἀνθρώπων (Β’)

Αὐτός, πού θέλει νά εὐαρεστῇ εἰς τόν Θεόν, οὐδόλως πρέπει νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν του τούς ἐξευτελισμούς ἤ τάς τιμᾶς τῶν ἀνθρώπων (Β’)

ΕΥΕΡΓΕΝΤΙΝΟΣ ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΚΕ' Τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ.           Ἀδελφοί, ἐάν κάποτε συμβῇ νά μᾶς εἰρωνευθοῦν οἱ ἄνθρωποι δι' ἕν ἀγαθόν ἔργον, τό ὁποῖον ἐπετελέσαμεν, δέν πρέπει νά ἐντραπῶμεν διά τήν ἄδικον αὐτήν εἰρωνείαν καί σπεύσωμεν νά κάμωμεν ἐκεῖνα, πού δέν πρέπει, διά νά...

Ἀρνεῖσαι τό Χριστό;

Ἀρνεῖσαι τό Χριστό;

          Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ματθ. 10, 32 – 33, 37 - 38, 19, 27 - 30), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 61). «Ὅστις δ' ἄν ἀρνήσηται με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν...

Λόγος περί τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, Ἁγίου πατρός ἡμῶν Μεθοδίου τοῦ Ὁμολογητοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

Λόγος περί τῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, Ἁγίου πατρός ἡμῶν Μεθοδίου τοῦ Ὁμολογητοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως

          «Εἴ τις, βασιλεῦ, δέν προσκυνεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καί τήν πανάχραντον αὐτοῦ Μητέρα, καί πάντας τούς Ἁγίους ἐν εἰκόνι περιγραπτούς, ἔστω τοῦ αἰωνίου ἀναθέματος καί τοῦ ἀσβέστου πυρός τῆς γεέννης ὑπόδικος».           ΠΗΓΗ: ΒΙΚΤΩΡΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,...