† Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου

«Ή ούκ οίδατε ότι τό σώμα υμών ναός έν υμίν αγίου Πνεύματος εστιν, ού έχετε από Θεού, καί ούκ εστέ εαυτών;»(Α’ Κορ.6,19)
Ἡ θρησκεία, ἀγαπητοί μου, ἡ θρησκεία δέν εἶναι ἐφεύρεσι τῶν παπάδων γιά ἐκμετάλλευσι, ὅπως λένε οἱ ἄπιστοι καί ἄθεοι. Ὄχι. Ἡ θρησκεία εἶναι τό πιό εὐγενικό αἴσθημα. Ἡ θρησκεία εἶναι κάτι φυτεμένο μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅτι εἶναι φυτεμένο μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, δέν μπορεῖ κανείς νά τό ξερριζώσῃ. Ναί! Τό αἴσθημα τῆς θρησκείας εἶναι ἔμφυτο, ὅπως εἶναι καί τό αἴσθημα πού αἰσθάνεται ἡ μάνα γιά τό παιδί. Χίλιες διαταγές νά βγοῦνε νά μήν ἀγαπάῃ ἡ μάνα τό παιδί της, δέν θά κάνουν τίποτα. Ἡ μάνα θ’ ἀγαπᾷ τό παιδί της. Κι ἂν ἀκόμα τή σφάξουν, ἡ τελευταία της λέξι θά εἶναι «παιδί μου, σ’ ἀγαπῶ!». Ἔτσι εἶναι καί ἡ θρησκεία. Αἴσθημα ἔμφυτο, βαθειά ριζωμένο στόν ἄνθρωπο. Ποιός μπορεῖ νά τό ξερριζώσῃ;
Ἀπό τήν ἡμέρα, πού παρουσιάστηκε ὁ ἄνθρωπος στόν κόσμο, παρουσιάστηκε καί ἡ θρησκεία. Ὅπου σκάψουν οἱ ἀρχαιολόγοι, βρίσκουν σημάδια θρησκείας. Βρίσκουν ἐρείπια ναῶν, μαρμάρινες πλάκες μέ ἐπιγραφές πού μιλοῦν γιά θρησκευτικές τελετές καί θυσίες. Βρίσκουν ἀγάλματα καί εἴδωλα, πού οἱ ἀρχαῖοι προσκυνοῦσαν γιά θεούς. Ὅπως λέει ἕνας ἀρχαῖος ἱστορικός καί φιλόσοφος, ὅπου καί νά πᾶς, θά συναντήσῃς τή θρησκεία ὡς τήν πρώτη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ, λέει νά βρῇς μιά πόλι πού νά μήν ἔχῃ σχολεῖα καί γυμναστήρια καί ἄλλα κτήρια, ἀλλά δέν θά βρῇς πόλι πού νά μήν ἔχῃ ναό καί οἱ ἄνθρωποι νά μή θρησκεύουν. Παντοῦ ἡ θρησκεία. Παντοῦ βωμοί καί θυσιαστήρια. Παντοῦ ναοί. Οἱ Ἑβραῖοι π.χ. ἕνας ἀπό τούς πιό ἀρχαίους λαούς τοῦ κόσμου, ὅταν βρίσκονταν στήν ἔρημο καί συνεχῶς βάδιζαν γιά νά πᾶνε στήν πατρίδα τους, εἶχαν κάνει ἕνα κινητό ναό, σάν τά σημερινά λυόμενα σπίτια, καί στόν κινητό αὐτό ναό οἱ ἱερεῖς προσεύχονταν καί πρόσφεραν τίς θυσίες στό Θεό. Ὕστερα, ὅταν ἔφτασαν στήν Παλαιστίνη κ’ ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ ὁ βασιλιᾶς τους Σολομῶν ἔχτισε τόν περίφημο ναό τοῦ Σολομῶντος. Αὐτός ὁ ναός εἶχε γίνει προσκύνημα. Στό ναό αὐτό ἔρχονταν ἀπ’ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου οἱ Ἑβραῖοι, γιά νά γιορτάσουν τή μεγάλη γιορτή τοῦ Πάσχα. Σήμερα πιά ὁ ναός αὐτός δέν ὑπάρχει. Σῴζονται μόνο κάτι ἐρείπια ἀπό τό νεώτερο ναό. Σ’ αὐτά τά ἐρείπια, πού θυμίζουν τήν παλιά δόξα, κάθε Σάββατο πᾶνε οἱ Ἑβραῖοι, ἄνδρες καί γυναῖκες, προσεύχονται καί κλαῖνε γιά τήν καταστροφή του καί παρακαλοῦν τό Θεό νά τούς βοηθήσῃ νά τόν ξαναχτίσουν. Ἔτσι βγῆκε ἀληθινή ἡ προφητεία πού εἶπε ὁ Χριστός γιά τό ναό αὐτό, ὅτι δηλαδή θά γκρεμιστῇ καί δέν θά μείνῃ λίθος ἐπί λίθου (Λουκ. 21, 6).
Καί ὄχι μόνο οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλά καί ἄλλοι ἀρχαῖοι λαοί, ὅπως οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Πέρσες, οἱ Βαβυλώνιοι, εἶχαν χτίσει κι αὐτοί μεγαλοπρεπεῖς ναούς. Ἀλλά ὁ πιό σπουδαῖος ναός πού χτίστηκε στήν ἀρχαιότητα ἀπό τούς εἰδωλολάτρες εἶναι ὁ περίφημος ναός πού ἔχτισαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, οἱ Ἕλληνες, πάνω στήν Ἀκρόπολι. Εἶναι ὁ Παρθενών.
Ὕστερα ἦρθαν οἱ χριστιανοί. Ἀλλά οἱ χριστιανοί στά πρῶτα χρόνια δέν μποροῦσαν νά χτίσουν ναούς, γιατί ἡ χριστιανική θρησκεία ἦταν ὑπό διωγμόν. Οἱ βασιλιᾶδες καί αὐτοκράτορες, πού δέν πίστευαν στό Χριστό, ὄχι μόνο δέν τούς ἄφηναν νά χτίζουν ἐκκλησίες, ἀλλά οὔτε καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἤθελαν ν’ ἀκοῦνε. Οἱ χριστιανοί, γιά νά λατρεύουν τό Θεό, ἀναγκάζονταν νά βγαίνουν τή νύχτα ἔξω ἀπό τίς πόλεις, νά πηγαίνουν στίς σπηλιές, κ’ ἐκεῖ μέσα νά λατρεύουν τό Θεό. Ἀλλά κ’ ἐκεῖ δέν ἦταν ἀσφαλισμένοι. Ἐάν τούς ἀνακάλυπταν, μάζευαν φρύγανα, ἔφραζαν τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς, ἄναβαν φωτιά καί τούς ἔκαιγαν. Μόνο ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος νίκησε καί ἔγινε ὁ πρῶτος χριστιανός αὐτοκράτορας, μόνο τότε ἐπετράπη στούς χριστιανούς νά χτίζουν ἐκκλησίες. Ἡ ἀγία Ἑλένη, ἡ μητέρα τοῦ Κωνσταντίνου, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα κ’ ἐκεῖ πού σταυρώθηκε ὁ Χριστός ἔχτισε λαμπρότατο ναό. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός ἀργότερα ἔχτισε τήν Ἁγία Σοφία.
Σήμερα σ’ ὅλες τίς χριστιανικές χῶρες ὑπάρχουν ναοί. Ὄχι μόνο στίς μεγάλες πόλεις, ἀλλά καί στά μικρότερα χωριά, ἀνάμεσα στίς καλύβες τῶν χωρικῶν καί τῶν βοσκῶν, ὑπάρχουν ἐκκλησιές, πού οἱ καμπάνες τους χτυποῦν καί καλοῦν τούς χριστιανούς σέ προσευχή.
Χιλιάδες ὄμορφοι ναοί εἶναι χτισμένοι στίς διάφορες χῶρες τῆς χριστιανοσύνης. Ἐάν τώρα ρωτήσῃς, ποιός εἶναι ὁ πιό ὡραῖος ναός τῆς χριστιανοσύνης, ἄλλοι μέν θ’ ἀπαντήσουν, ὅτι ὁ πιό ὡραῖος ναός εἶναι ὁ ναός τῆς Ἁγίας Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολι· ἄλλοι ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Πέτρου στή Ῥώμη· ἄλλοι ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Παύλου στό Λονδῖνο….. Ἀλλά σεῖς, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, τί λέτε; Ποιός νά εἶναι ὁ πιό ὡραῖος ναός τοῦ κόσμου;
Ἀνοίγοντας σήμερα τόν Ἀπόστολο καί ἀκούγοντας τά θεόπνευστα λόγια μαθαίνουμε, ὅτι ἐκτός ἀπό τούς ναούς πού ἀναφέραμε, ναούς πού εἶναι χτισμένοι μέ λιθάρια καί μέ λάσπη, ὑπάρχει κ’ ἕνας ἄλλος ναός, πού ἔχει πιό μεγάλη ἀξία ἀπό κάθε ἄλλο ναό πού βλέπουμε. Καί ὁ ναός αὐτός, καθώς μᾶς λέει σήμερα ὁ Ἀπόστολος, εἶναι τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου πού πίστεψε στό Χριστό. Γιατί αὐτός πού δέν πιστεύει ἔχει κι αὐτός σῶμα, ἀλλά τό σῶμα του μέ τίς βρωμερές του πράξεις, μέ τίς πορνεῖες καί τίς μοιχεῖες, τό ἔχει λερώσει καί ἔχει γίνει σάν ἕνας ἀκάθαρτος σταῦλος, μέσα στόν ὁποῖο στοιβάζεται ἡ κοπριά τῶν ζῴων. Ἀκάθαρτοι καί βρωμεροί σταῦλοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι προτοῦ νά πιστέψουν καί νά μετανοήσουν. Ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος πού μετανοεῖ καί κλαίει γιά τ’ ἁμαρτήματά του, ὁ ἄνθρωπος πού βαπτίζεται μέσα στά νερά τῆς ἱερᾶς κολυμβήθρας ἤ μέσα στά δάκρυα τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως, αὐτός ὁ ἄνθρωπος λούζεται καί καθαρίζεται ἀπό τίς ἁμαρτίες του καί γίνεται ἄσπρος σάν τό χιόνι καί τό σῶμα του γίνεται ἕνας ναός ὅπου κατοικεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιο.

Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τί εὐλογία, τί τιμή, τί ὕψος! Ἀλλά δυστυχῶς οἱ σημερινοί χριστιανοί δέν αἰσθάνονται αὐτή τήν τιμή πού τούς ἔκανε ὁ Χριστός. Συνεχίζουν ν’ ἁμαρτάνουν, νά πέφτουν στά φοβερά ἁμαρτήματα τῆς μοιχείας καί τῆς πορνείας, νά λερώνουν τή σάρκα τους. Τό ῥοῦχο τους προσέχουν νά μή τό λερώσουν, ἐνῶ τό κορμί τους δέν προσέχουν καί τό λερώνουν μέ τίς αἰσχρές πράξεις. Τό λερώνουν πρό παντός τίς μέρες αὐτές τῶν Ἀπόκρεων, πού μεθᾶνε καί δέν ξέρουν τί κάνουν.
Χριστιανέ μου! Ἐάν κανείς σοῦ πῇ «πήγαινε στήν ἐκκλησία κ’ ἐκεῖ μέσα νά κάνῃς μιά ἄσχημη πρᾶξι», δέν τό κάνεις. Καί ἄν ἄλλον δῇς νά κάνῃ μέσα στήν ἐκκλησία ἀσχημίες καί νά λερώνῃ τήν ἐκκλησία, δέν τό ἀνέχεσαι, γιατί θέλεις ὁ ναός νά εἶναι καθαρός. Ἔ λοιπόν, ὅπως θέλεις ὁ ναός τῆς ἐνορίας σου νά εἶναι καθαρός, ἔτσι πρέπει νά θέλῃς νά εἶναι καί τό κορμί σου καθαρό. Καθαρό ἀπό πορνεία. Καθαρό ἀπό μοιχεία. Καθαρό ἀπό κάθε ἀκάθαρτη πρᾶξι. Ἕνα σῶμα καθαρό ἀπό ἁμαρτίες εἶναι μιά ἐκκλησία. Μέσα σ’ αὐτή τήν ἐκκλησία ἔρχεται τό Πνεῦμα τό ἅγιο καί κατοικεῖ. Μέσα σ’ αὐτή τήν ἐκκλησία ἡ ψυχή προσεύχεται καί λατρεύει τό Θεό. Τόν λατρεύει κάθε μέρα, κάθε ὥρα καί λεπτό. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ Κυριακή καί χτυπήσῃ ἡ καμπάνα, τότε ἀπό τή μιά ἐκκλησία στήν ἄλλη, ἀπό τόν ἕνα ναό στόν ἄλλο· ὁ χριστιανός τρέχει καί πηγαίνει στή δημόσια προσευχή, στήν προσευχή πού γίνεται μαζί μέ ἄλλους στούς ναούς τῶν χωριῶν καί τῶν πόλεων.
Ἀνάλυσις τοῦ Ἀποστόλου τῆς Κυριακῆς ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥΑ’ Κορ.6, 12-20.

1907- 2010
ΠΗΓΗ: Τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ». (Σελ. 369 – 374)