Τοῦ † Φώτη Κόντογλου

Βαθειά μελαγχολία αἰσθάνεται κανένας, βλέποντας μέ πόση ἀγάπη καί μέ τί ζῆλο καταγίνονται οἱ ἄνθρωποι νά χτίσουνε τά σπίτια τους καί τά ἐξοχικά τους, νά τά στολίσουνε ἀπ’ ἔξω κι ἀπό μέσα, νά βάλουνε ἔμορφα ἔπιπλα, ἀκριβά χαλιά, βιβλιοθῆκες, ἔργα τέχνης, πολυέλαια καί πολύφωτα, νά φυλάξουνε στά ντουλάπια τά καλά τά ροῦχα τους, τά δικά τους καί τῶν παιδιῶν τους, νά στολίσουνε τίς κάμαρες μ’ ἕνα σωρό ἀγαπημένα πράγματα, πού τά ξεσκονίζουνε μέ προσοχή μήν τύχει καί πάθουνε τίποτα, νά περιποιηθοῦνε τούς κήπους τους, μ’ ἕναν λόγο νά εἶναι ἀφωσιωμένοι, οἱ καημένοι, μ’ ὅλη τήν ψυχή τους στό νά κάνουνε τήν κατοικία τους εὐχάριστη, γιά νά περάσουνε καλή ζωή μέ τήν οἰκογένειά τους καί μέ τούς φίλους τους.
Σάν καθήσουνε στό τραπέζι μέ τά καλά τά φαγητά καί μέ τά πιοτά, λάμπουνε τά πρόσωπά τους, τά στόματά τους δέν σωπαίνουνε ἀπό τή χαρά πού νοιώθουνε, καί σάν ἀποφᾶνε, πιάνουνε τά τραγούδια καί τά ἀστεῖα. Πολλοί παίζουνε χαρτιά ὅλη τή νύχτα, καί τό πρωῒ εἶναι σάν ἄρρωστοι. Ἄλλοι ἔχουνε μανία μέ τίς πίπες, ἄλλοι μέ τ’ αὐτοκίνητα, ἄλλοι μέ τό ψάρεμα, ἄλλοι μέ τό κυνῆγι, ἄλλοι μέ τά θέατρα, ἄλλοι μέ τά ἀθλητικά κι ἄλλοι μέ ἄλλα.
Στή συνοικία πού κάθουμαι, τό κάθε σπίτι ἔχει κι ἕναν κῆπο, μικρόν ἤ μεγαλύτερον. Καμμιά φορά κάνω ἕναν μικρόν περίπατο κι ἐκεῖ πού σιγοπερπατῶ, κυττάζω τά διάφορα σπίτια. Τό καθένα ἔχει τή φυσιογνωμία του. Τά περισσότερα εἶναι περιποιημένα, βαμμένα μέ ἔμορφα χρώματα, μέ καλοκαμωμένες πόρτες καί παράθυρα, μέ ἀερικές βεράντες, κι ἄν εἶναι κανένα παράθυρο ἀνοιχτό, βλέπεις ἀπό μέσα, σέ κάποια ἀπ’ αὐτά, κανένα συμπαθητικό ἔπιπλο, καμμιά παλιά βιβλιοθήκη, δυό τρία κάντρα καλά, πού ἀνάμεσά τους βρίσκεται καί καμμιά προσωπογραφία. Κι ἀπ’ ὅλα τοῦτα νοιώθεις πώς ἐκεῖ μέσα ὑπάρχει οἰκογενειακή ἱστορία, πώς περάσανε κάποιοι ἄνθρωποι πού δέν ζοῦνε, αὐτοί πού φτιάξανε ἐκείνη τή ζεστή φωλιά μέ τά καθέκαστά της, πού τ’ ἀγαπήσανε πολύ, μά πού μ’ ὅλη τήν ἀγάπη τους καί τήν εὐτυχία πού τούς δίνανε, ἦρθε μιά μέρα πού τ’ ἀφήσανε καί φύγανε βιαστικά, δίχως νά κυττάξουνε πίσω τους.
Σάν ἀρχίζει ἡ ἄνοιξη ξώλαμπρα κι ἡ καρδιά μας καταλαβαίνει πιό γλυκά τή ζωή, στέκουμαι γιά μιά στιγμή κοντά στόν τοῖχο τοῦ κήπου κανενός σπιτιοῦ, πού ἔχει πολλά λουλούδια πού μοσκοβολᾶνε. Ἄν εἶναι Κυριακή ἤ γιορτή, ὁ σπιτονοικοκύρης σκάβει, κλαδεύει, ποτίζει, περιποιέται τά λουλούδια, ἀφωσιωμένος στή δουλειά του, εὐτυχισμένος. Πολλές φορές τόν βοηθᾶ ἡ γυναῖκα του, ὁ γυιός του ἤ ἡ κόρη του. Βλέπεις καί χαίρεσαι τήν εἰρηνική ζωή ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων κι ἀπό μέσα σου παρακαλεῖς τόν Θεό νά τούς ἀφήσει νά τή χαροῦνε.
Μά, τήν ἴδια στιγμή, ἔρχεται στό νοῦ σου ἡ σκέψη πώς ὅλα αὐτά στέκουνται στόν ἀγέρα, καί φτάνει ἕνα φύσημα γιά νά ἐξαφανισθοῦνε ὅλα καί τ’ ἀναπαυτικά σπίτια κι οἱ ὡραῖοι κῆποι καί οἱ χαρούμενες συναναστροφές καί τά πλούτη, μαζί μέ τούς ἀνθρώπους πού τἄχουνε. Μιά μαύρη ἀντάρα σκεπάζει τήν καρδιά μου, ἡ σκέψη τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, καί θολώνει τά μάτια μου καί μέ δακρυσμένα μάτια κυττάζω ἀνάμεσα ἀπό τά λουλούδια τοῦ μαντρότοιχου ἐκείνους τούς εὐτυχισμένους ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀφωσιωμένοι στήν εὐτυχία τους, ἀνύποπτοι ἀπ’ ὅ,τι συλλογίζουμαι κι ἀπ’ ὅ,τι γίνεται γύρω τους. Μπορεῖ νά περάσω ἀπό δῶ ὕστερ’ ἀπό λίγες μέρες καί νά δῶ κολλημένο δίπλα στήν πόρτα ἐκεῖνο τό χαρτί μέ τήν μαύρη κορνίζα.
Λοιπόν, πῶς νά μήν ἀναστενάξεις, πῶς νά ψευτογελάσεις τόν ἑαυτό σου, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κι ὅλα ὅσα κάνει κι ὅσα ἀγαπᾶ σέ τοῦτον τόν κόσμο εἶναι κρεμασμένα ἀπάνω σ’ ἕνα ἀνεμοδαρμένο καλάμι μέ μιά τρίχα τῆς ἀράχνης; Ἀλλοίμονο! Δέν ὑπάρχει τίποτα σίγουρο σέ τοῦτον τόν ψεύτικο τόν κόσμο! Καλά τά εἴπανε ὅλα ἴσκιους, ὄνειρα, φαντασίες, ξεγελάσματα. Τή ματαιότητά τους τήν παράστησε καλά ὁ προφήτης Δαυῒδ καί πιό καλά ἀκόμα ὁ γυιός του ὁ Σολομώντας. «Ἐγώ, λέγει, ἔγινα βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ κι ἔδωσα τήν καρδιά μου στό νά ἐρευνήσω καί νά ἐξετάσω μέ σοφία ὅλα ὅσα γίνουνται κάτω ἀπό τόν οὐρανό. Γιατί ὁ Θεός ἔδωσε μιά πικρή συλλογή πού τρώγει τούς ἀνθρώπους. Εἶδα λοιπόν ὅλα τά χτίσματα πού ἔγιναν κάτω ἀπό τόν ἥλιο καί νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα καί πόθος τῆς ψυχῆς… Κι ἐγώ ἔχτισα παλάτια, φύτεψα ἀμπέλια, ἔκανα κήπους καί περιβόλια καί ἔβαλα μέσα κάθε λογῆς δέντρο. Ἔκανα βρύσες, συντριβάνια, ἀπόχτησα ὑπηρέτες καί ὑπηρέτριες καί κοπάδια ζῶα τόσα πολλά καί μεγάλα, πού δέν τά εἶχε κανένας ἄνθρωπος πρίν ἀπό μένα. Μάζεψα χρυσάφι κι ἀσήμι, πλούτη πολλῶν βασιλιάδων. Εἶχα τραγουδιστάδες καί τραγουδίστριες πού εὐφραίνουνε τούς ἀνθρώπους, κεραστές καί κεράστριες πού κερνούσανε τά πιοτά. Ἔγινα μεγάλος βασιλιάς καί μεγάλωσα παραπάνω ἀπ’ ὅσους σταθήκανε πρίν ἀπό μένα στήν Ἱερουσαλήμ κι ἀπόχτησα καί σοφία. Κι ὅ,τι ζητήξανε τά μάτια μου δέν τούς τό στέρησα καί τήν καρδιά μου δέν τήν μπόδισα ἀπό καμμιά εὐχαρίστηση κι ἀπόλαψη. Καί γύρισα καί κύτταξα ἐγώ ἀπάνω σέ ὅλα ὅσα ἔκανα καί νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα».
Ναί. Ὅλα χάνουνται, ὅλα τρίβουνται, ὅλα γίνουνται σκόνη. Ὅλα τά καταπίνει ὁ θάνατος. Τίποτα δέν μπορεῖ νά γλυτώσει ἀπό τά δόντια αὐτῆς τῆς ρόδας πού γυρίζει βουβά κι ἀλέθει τά πάντα.
Καλά γιά τοῦτα τά σπίτια καί γιά τά χειροπιστά ὑπάρχοντά μας, πού χάνουνται καί σβήνουνε σ’ ἕνα ἀνοιγοκλείσιμο τοῦ ματιοῦ. Μά σάμπως ἀντέχουνε περισσότερο στό φύσημα τοῦ θανάτου τά λεγόμενα πνευματικά ἔργα μας, πού θέλουμε νά βροῦμε σ’ αὐτά ἀποκοῦμπι καί παρηγοριά, ἀπελπισμένοι ἀπό τά ἄλλα, τά ὑλικά, τά χειροπιαστά; Ὡστόσο, καμμιά διαφορά δέν ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ τοῦτα καί σέ κεῖνα! Τά πάντα ματαιότης! Τίποτα δέν θά γλυτώσει ἀπό τήν καταβόθρα. Μήτε οἱ φιλοσοφίες, μήτε τά ποιήματα, μήτε τά σοφά βιβλία, μήτε τά θαυμαστά χτίρια, μήτε τά ἐξαίσια ἀγάλματα, μήτε οἱ λαμπρές ζωγραφιές, ὅλα τοῦτα πού τά λέμε ἀθάνατα, μήτε οἱ ἐξουσίες κι οἱ ἄρχοντες, μήτε ἡ δόξα καί τά φημισμένα ὀνόματα, πού θαρροῦνε ὅσοι τ’ ἀποχτήσανε πώς γινήκανε ἀθάνατοι, πώς γλυτώσανε ἀπό τήν ἐξαφάνιση! Ξεγελάσματα καί ψευτοπαρηγοριές. Μέσα στή καταβόθρα πού τά ρουφᾶ ὅλα, θά χαθοῦνε μιά μέρα κι οἱ Μεγάλοι Ἀλέξανδροι κι οἱ Ὅμηροι κι οἱ Αἰσχύλοι κι οἱ Εὐριπίδηδες κι οἱ Φειδίες κι οἱ Πολύκλειτοι καί μαζί τους θά ἐξαφανιστοῦνε κι οἱ Παρθενῶνες κι οἱ ἁγιές Σοφιές κι οἱ Ἰλιάδες κι οἱ Ὀδύσσειες, μ’ ἕναν λόγο ὅ,τι βρίσκεται στόν κόσμο καί στή θύμηση τῶν ἀνθρώπων. Ἄβυσσο βουβή κι ἄσπλαχνη θά τά καταπιεῖ καί μήν περιμένεις καμμιά παρηγοριά. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πασκίζουμε νά σώσουμε κάτι ἀπό τή φοβερή καταδίκη, γιά νά τό ἔχουμε γιά παρηγοριά, ὅπως κάνουμε μέ τά λεγόμενα μεγάλα ἔργα τῆς τέχνης μας, καί τά λέμε, οἱ δυστυχεῖς, ἀθάνατα, γιατί τά διατηροῦμε στήν ὕπαρξη ἤ στή μνήμη μας χίλια εἴτε δυό χιλιάδες χρόνια, πού εἶναι σάν τίς λίγες μέρες πού παίρνει χάρη ὁ κατάδικος, ὥς πού νά ἔρθει ἡ ὥρα του.
Ὁ κακόμοιρος ὁ ἄνθρωπος φράζει τά μάτια του γιά νά μή δεῖ τί τόν περιμένει. Δέν ὑπάρχει πιό θλιβερό πρᾶγμα ἀπό τόν θάνατο ἑνός ἀνθρώπου πού τόν θεωροῦνε μεγάλον καί ἀπέθαντον καί τοῦ ψέλνουνε «Αἰωνία ἡ μνήμη!». Αὐτό τό «Αἰωνία ἡ μνήμη» τό ἀκοῦμε σάν νά λέγει: «Αἰωνία ἡ λήθη καί ἡ ἐξαφάνισις».
Βλέποντας λοιπόν πρῶτα τόν ἑαυτό μου κι ὕστερα τούς ἄλλους ἀνθρώπους, νά καταγινόμαστε ὅλοι μέ πρόσκαιρα καί ψεύτικα πράγματα καί μάλιστα μέ τέτοιον ζῆλο σάν νά ἔχουμε νά ζήσουμε αἰώνια, κάθουμαι καί συλλογίζουμαι: Ἄραγε, μονάχα αὐτά τά ψεύτικα καί τά πρόσκαιρα πράγματα ὑπάρχουνε στόν κόσμο ἤ ὑπάρχουνε καί κάποια ἀληθινά καί σίγουρα; Τόση ἀγάπη, τόση ἀφοσίωση νά δίνεται ἀπό τόν κακόμοιρον τόν ἄνθρωπο σέ κάποια πράγματα πού εἶναι ἕτοιμα νά χαθοῦνε σέ κάθε στιγμή, δέν εἶναι κρίμα; Ἄν ἤξερε λοιπόν πώς ὑπάρχουνε καί κάποια ἀληθινά καί σίγουρα πράγματα, πόση θά ἤτανε ἡ εὐτυχία του καί τότε ἡ ἀγάπη του σέ κεῖνα τά ἀληθινά δέν θἄτανε ἀκόμα πιό μεγάλη;
Ναί, ἀλλά οἱ πολλοί οἱ ἄνθρωποι δέν πιστεύουνε πώς ὑπάρχουνε ἄλλα ἀπό τοῦτα τά προσωρινά, κάποια πού βρίσκουνται σέ ἕναν ἄλλον ἀληθινόν κόσμο, πού τόν νομίζουνε γιά ψεύτικον οἱ δυστυχισμένοι πού εἶναι γαντζωμένοι στούς ἴσκιους, γιατί δέν πιστεύουνε πώς ὑπάρχει κάτι πού εἶναι πιό σίγουρο ἀπό τούς ἴσκιους.
Ὤ! Πόσο ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, πού δίνουνε ὅλη τή φροντίδα τους στό τίποτα! Αὐτοί εἶναι «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καί πού δέν τόν πιστέψανε, ἀκούγοντάς τον νά λέγει: «Οὐκ ἔχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», «Δέν ἔχουμε, ἐδῶ, σέ τούτη τή ζωή, πολιτεία πού νά μείνει, νά βαστάξει ἐπί πολύν καιρό, ἀλλά ζητοῦμε ἐκείνη πού βρίσκεται στήν ἄλλη ζωή». Δέν ὑπάρχουνε ἐδῶ, σέ τοῦτον τόν κόσμο, μήτε πολιτεῖες, μήτε παλάτια, μήτε σπίτια, μήτε ἄλλα χτίρια, μήτε χτήματα, μήτε παπόρια, μήτε πλούτη, μήτε τίποτα, πού νά μήν εἶναι πρόσκαιρο, ἕτοιμο νά χαθεῖ σέ μιά στιγμή. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος πού ὅλα σ’ αὐτόν εἶναι ἀληθινά, σίγουρα, αἰώνια, γιατί ἀντέχουνε στή φθορά, ἐπειδή ἐκεῖ δέν ὑπάρχει μήτε καιρός, μήτε ἡ κόρη του ἡ φθορά, ἀλλά ὅλα ἐκεῖ εἶναι ἄφθαρτα, ἀκατάλυτα, αἰώνια, παντοτινά καινούρια, παντοτινά νέα.
Καί ποιά εἶναι αὐτά; Εἶναι ἐκεῖνα πού «μάτι δέν τά εἶδε κι αὐτί δέν τά ἄκουσε καί πού δέν τά ἔνοιωσε ἡ καρδιά κανενός ἀνθρώπου, ἐκεῖνα πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά τούς ἀνθρώπους πού πιστέψανε στά λόγια του καί τόν ἀγαπήσανε». Αὐτοί δέν καταγίνουνται μέ «μάταια καί ψευδῆ», μέ ἴσκιους καί μέ ξεγελάσματα, ἀλλά χτίζουνε ἀπό τοῦτον τόν κόσμο σέ κεῖνον τόν ἄλλον ἄλλος σπίτι, ἄλλος παλάτι, ἄλλος πολιτεία, ἄλλος φυτεύει ἀμπέλι, ἄλλος περιβόλι, ἄλλος κῆπο, πού δέν χάνεται ποτέ. Αὐτοί εἶναι «οἱ ἔχοντες ἐλπίδα», γιά τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τή λέγει «μακαρίαν ἐλπίδα», ἐπειδή, ἀληθινά, ὅποιος τήν ἔχει αὐτήν τήν ἐλπίδα, εἶναι μακάριος. Αὐτός πατεῖ ἀπάνω στή στερεή πέτρα πού δέν θά σαλευθεῖ στόν αἰώνα.
Ὡστόσο, ὅσοι καταγίνουνται μοναχά μέ τά πρόσκαιρα τούτης τῆς ζωῆς καί δέν πιστεύουνε στά αἰώνια τῆς ἄλλης τῆς ζωῆς, σάν πεθάνει κανένας χριστιανός πού δέν ἔδωσε πολλή σημασία σ’ ἐκεῖνα πού ἀφωσιωθήκανε αὐτοί οἱ ἄπιστοι, ἀλλά προσπάθησε ν’ ἀποχτήσει τά ἀληθινά καί τά σίγουρα, ζῶντας μέ τήν ἐλπίδα τους, σάν ἀποθάνει λοιπόν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, τόν περιπαίζουνε καί λένε πώς δέν χάρηκε τοῦτον τόν κόσμο, ἐπειδή εἶχε γυρισμένα τά μάτια του στόν ἄλλον, πού ἀνύπαρχτος γιά ἐκείνους ὁπού τόν περιπαίζουνε. Μά πολλές φορές ὁ χριστιανός πού πέθανε μέ τήν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, ἁγιάζει καί φανερώνεται στούς ἄπιστους, ἤ στ’ ὄνειρό τους ἤ στό ξύπνο τους, ἐρχόμενος ἀπό τόν ἄλλον κόσμο καί τότε καταλαβαίνουνε οἱ ἔξυπνοι πώς ἡ ἐξυπνάδα τους ἤτανε ἀνοησία καί πώς ὁ περιγελασμένος ἤξερε καλά πού βρίσκεται ἡ ἀλήθεια. Σ’ αὐτά ἀπάνω, λέγει ὁ Σολομώντας τά παρακάτω λόγια:
«Τότε θά σταθεῖ ὁ δίκαιος μέ πολλή παρρησία μπροστά σ’ ἐκείνους πού τόν πικράνανε καί πού λέγανε πώς κοπίαζε μάταια. Σάν τόν δοῦνε, θά ταραχθοῦνε καί θά φοβηθοῦνε πολύ καί θ’ ἀπορήσουνε πῶς γλύτωσε. Τότε θά ποῦνε στόν ἑαυτό τους, μετανοιώνοντας κι ἀναστενάζοντας: Τοῦτος δέν ἤτανε πού κάποτε τόν εἴχαμε γιά νά γελοῦμε καί πού τόν περιπαίζαμε ἐμεῖς οἱ ἄμυαλοι; Τή ζωή του τή θεωρήσαμε γιά τρέλλα καί τό τέλος του γιά ἄτιμο; Πῶς λοιπόν λογαριάσθηκε ἀνάμεσα στά τέκνα τοῦ Θεοῦ κι ἡ κληρονομιά του μέ τούς ἅγιους; Ὥστε πλανηθήκαμε ἀπό τό δρόμο τῆς ἀλήθειας καί τό φῶς τῆς δικαιοσύνης δέν ἔλαμψε ἀπάνω μας κι ὁ ἥλιος δέν ἀνάτειλε γιά μᾶς. Γεμίσαμε ἁμαρτίες, περπατήσαμε στούς δρόμους τοῦ χαμοῦ καί πορευθήκαμε σέ ἐρημιές ἀπάτητες, ἀλλά τόν δρόμο τοῦ Κυρίου δέν τόν γνωρίσαμε. Σέ τί μᾶς ὠφέλησε ἡ περηφάνεια; Καί τί κερδίσαμε ἀπό τά πλούτη κι ἀπό τήν ἀλαζονεία μας; Ὅλα ἐκεῖνα περάσανε σάν ἴσκιος καί σάν τή φωνή πού σβήνει καί χάνεται. Σάν τό καράβι πού σκίζει τό κυματιστό νερό καί πού σάν περάσει, δέν μπορεῖ κανένας νά βρεῖ κανένα σημάδι του, μήτε τό αὐλάκι τῆς καρίνας του μέσα στά κύματα. Ἤ σάν τό ὄρνιο πού πετᾶ στόν ἀγέρα καί δέν ἀφήνει πίσω του κανένα σημάδι ἀπό τό πέρασμά του, παρά χτυπᾶ δυνατά τόν ἀγέρα μέ τίς φτεροῦγες του καί τόν σκίζει μέ βουητό καί πίσω του δέν φαίνεται κανένα χνάρι ἀπό τό πέρασμά του. Ἔτσι κι ἐμεῖς, γεννηθήκαμε καί σβήσαμε καί κανένα σημάδι ἀπό καλή πράξη δέν εἴχαμε νά δείξουμε, ἀλλά ξοδέψαμε τή ζωή μας μέσα στήν κακία μας. Γιατί ἡ ἐλπίδα πού ἔχει ὁ ἀσεβής εἶναι σάν τό χνοῦδι πού τό παίρνει ὁ ἄνεμος καί σάν τήν πάχνη πού τή σκορπᾶ ἡ ἀνεμοζάλη».
Ἀλλά μ’ ὅλα αὐτά πού μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή γιά τή ματαιότητα τούτης τῆς ζωῆς, ἐμεῖς δέν τά πιστεύουμε, καί πᾶμε, ἀληθινά, σάν τούς στραβούς στόν Ἅδη. Ἄς φωνάζει ἡ πονετικιά φωνή τοῦ Χριστοῦ πού ἀκούγεται ἀπό τή μιά ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τήν ἄλλη: «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσιν. Θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν. Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν». (Ματθ. στ’, 19). «Ὅπου, λέγει, βρίσκεται ὁ θησαυρός σας, δηλαδή τά πράγματα πού εἶναι γιά σᾶς πολύτιμα καί τ’ ἀγαπᾶτε, ἐκεῖ θά βρίσκεται κι ἡ καρδιά σας».

(1895 – 1965)
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 66, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




