M

Close

Ἡ ἀπελπισία τῆς ἀπιστίας κι ἡ μυρουδιά τοῦ θανάτου.

Τοῦ Φώτη Κόντογλου

           Σήμερα ὁ κόσμος εἶναι βουτηγμένος στό σκοτάδι τῆς ἀπιστίας καί στόν παγερό ἴσκιο τοῦ θανάτου. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔχουνε γυρίσει πάλι στήν κατάσταση πού βρισκότανε ἡ ἀνθρωπότητα σέ κεῖνα τά φοβερά χρόνια πού ἐξουσιάζανε τήν οἰκουμένη οἱ Ρωμαῖοι. Δηλαδή, σέ πολλά ξαναπέσανε στό κτῆνος κι ἄς μή τό παραδέχουνται. Οἱ σημερινοί ἄνθρωποι ζοῦνε ὅπως ζούσανε καί κεῖνοι, δίχως τά λεπτά αἰσθήματα πού φανερώνουνε πῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τιμημένος καί σφραγισμένος μέ μιά θεϊκή σφραγίδα.

           «Ψωμί καί θεάματα!» φώναζε κεῖνος ὁ ἐξαγριωμένος ὄχλος μ’ ἀφρισμένο στόμα, τό ἴδιο φωνάζει κι ἡ σημερινή ἀνθρωπότητα, μόνο μέ ἄλλα λόγια. Τά εἴδωλα ἐκεινῶν ἤτανε οἱ μονομάχοι πού παλεύανε μέ τίς ἀρκοῦδες καί μέ τά λιοντάρια, καθώς κι οἱ πόρνες πού ξεγυμνωνόντανε μπροστά στόν κόσμο. Τά ἴδια εἴδωλα λατρεύουνε καί προσκυνᾶνε κι οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, καί σ’ αὐτό τό προσκύνημα παίρνουνε μέρος σήμερα ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς, ἐπειδή σέ τοῦτο συνεργοῦνε τά διάφορα μηχανήματα πού ἐφευρεθήκανε γιά νά ὑπηρετοῦνε τούς ἁμαρτωλούς πόθους τους. Ὁ διάβολος ἔχει τυλιγμένη μέ τήν οὐρά του τήν ὑδρόγειο, καί χαίρεται, βλέποντας πού κατάντησε τόν ἄνθρωπο, πού θαρρεῖ πῶς εἶναι λεύτερος κι ἐξουσιαστής τοῦ κόσμου, ἐνῷ εἶναι ὁ ἐλεεινός σκλάβος του. Αὐτή ἡ κατάσταση σέ κάνει νά φέρνεις στόν νοῦ σου τοῦτα τά λόγια τοῦ Δαυῒδ: «Ἄνθρωπος, ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκεν. Παρεσυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς», δηλαδή· «Ὁ ἄνθρωπος, μ’ ὅλο πού πλάσθηκε τιμημένος ἀπό τόν Θεό, δέν τό κατάλαβε. Ἀνακατεύθηκε μαζί μέ τά κτήνη τά ἀνόητα, κι ἔγινε ἴδιος μ’ αὐτά».

           Ναί. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος κατάντησε σέ πολλά ἕνα ζῶο, γεμᾶτο ἀπό τά πιό ἀποτρόπαια ἔνστικτα, πού ἀνεβήκανε ἀπό τή σκοτεινή ἄβυσσο πού κλείνει μέσα του, καί τόν κάνανε σάν δαιμονισμένον. Χάθηκε ἀπό πάνω του ὁ ἱερός χαρακτήρας πού μ’ αὐτόν εἶχε τιμηθεῖ ἀπό τόν δημιουργό του, πλασμένος ἀπ’ Αὐτόν «κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν». Τούτη ἡ θεϊκή εἰκόνα παραμορφώθηκε, καί νοιώθοντας τήν ἀσκήμια του κι ὁ ἴδιος, σωστά εἶπε πώς ἡ καταγωγή του βαστᾶ ἀπό τά ζῶα.

           Ὡστόσο, θέλοντας, ὁ δυστυχής, νά σκεπάσει τή γύμνια του καί νά κρύψει τόν ξεπεσμό του, διαλαλεῖ πώς γίνηκε θεός ὁ ἴδιος, ἐξουσιαστής καί κλειδοκράτορας τοῦ κόσμου, βγάζοντας ἀπό τό μυαλό του λογῆς – λογῆς μηχανές καί σφεντονίζοντας στό διάστημα δορυφόρους καί πυραύλους. Γι’ αὐτά τά κατορθώματά του καυχιέται. «Καί ἐδόθη αὐτῷ στόμα λαλοῦν μεγάλα καί βλασφημίας». Μέσα στήν ἀλαζονεία του δέν ἔνοιωσε πώς αὐτά πού ἔκανε καί πού κάνει καί πού θά κάνει, εἶναι γιά τήν ἄβυσσο τοῦ κόσμου ἕνα τίποτα, καί πώς αὐτός πού καυχιέται γιά τά κατορθώματά του, εἶναι σάν τόν κούνουπα πού κάθησε ἀπάνω στό κέρατο τοῦ βοδιοῦ καί σφύριζε, καί πού ρώτησε τό βόδι ἄν τό ζάλισε, καί κεῖνο τ’ ἀποκρίθηκε: «Οὔτε πότε ἦρθες κατάλαβα, οὔτε πότε θά φύγεις μέ μέλει». Μπορεῖ ἀκόμα νά παρομοιαστεῖ ὁ καυχησιάρης ἄνθρωπος μέ κεῖνο τό μαῦρο μαμούνι πού τό λένε βρωμομπούμπουλα, πού κυλᾶ μέ τά πισινά πόδια του τή βρώμικη μπάλλα του, καί θαρρεῖ πώς εἶναι ἡ ὑδρόγειος σφαῖρα. Δέν καταλαβαίνει ὁ δυστυχής, πώς ὁ μέσα μας ἄνθρωπος εἶναι κεῖνος πού ὑψώνεται, κι ὄχι ὁ ἀπ’ ἔξω, ὁ ὑλικός, πού εἶναι ὁ ἴδιος, εἴτε περπατᾶ ἀπάνω στή γῆ, εἴτε πετᾶ στά οὐράνια, ἄς φτάξει καί πιό πέρα ἀπό τόν Σείριο, ἀπό τήν Ἀνδρομέδα κι ἀπό τόν Ἡριδανό.

           Μά ὅποιος συλλογίζεται καί αἰσθάνεται μέ τόν δικό μας τρόπο, εἶναι γιά τόν σημερινόν ἄνθρωπο ἀνόητος καί καθυστερημένος· στενοκέφαλος καί εὐκολόπιστος. Ὁ ἄλλος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ καιροῦ μας, εἶναι λυτρωμένος ἀπό τίς παλιές προλήψεις, γιατί τά σάρωσε ὅλα καί ζεῖ ἐλεύθερα, δυσκολόπιστος σέ ὅλα, παρεκτός γιά ὅσα νοιώθει μέ τά σαρκικά μάτια του καί μέ τά σαρκικά αὐτιά του, κι εἶναι περήφανος γι’ αὐτό. Δέν πιστεύει σέ τίποτα, οὔτε καλά – καλά καί σ’ αὐτά πού νοιώθει μέ τίς αἰσθήσεις του. Παραδέρνει μέσα σ’ ἕνα θολό χάος, δέν ξεχωρίζει καμμιά τάξη στόν κόσμο, μήτε κανέναν σκοπό. Δέν ἀρνιέται μονάχα τόν Θεό, ἀλλά τόν ἐχθρεύεται κιόλας. Ναί, ἐχθρεύεται ἐκεῖνον πού δέν παραδέχεται πώς ὑπάρχει. Σέ στιγμή πού εἶναι αὐτός πεθαμένος, φωνάζει μέ μιά δαιμονική χαρά πώς πέθανε ὁ Θεός!

           Ἡ παγερή ἀπιστία κι ὁ χιονιᾶς τοῦ μηδενισμοῦ ἔχουνε κάνει τήν ψυχή του μιάν ἀποτρόπαιη ἔρημο. Ἀληθινά, οἱ σημερινοί ἄνθρωποι εἶναι «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Καί σ’ ἕναν κόσμο πού δέν ὑπάρχει τό χαροποιό φῶς τῆς ἐλπίδας, ποιά εὐτυχία μπορεῖ νά ὑπάρχει; Ρωτῶ νά μάθω! Καί τοῦτοι οἱ κατάδικοι τῆς ἀπελπισίας πασχίζουνε νά ψευτοπαρηγορηθοῦνε μέ κάτι γιατροσόφια, καταγινόμενοι, ἄλλοι μέ τά μάταια ψαξίματα τοῦ κατασκότεινου μυαλοῦ τους, ἄλλοι μέ λογῆς – λογῆς μανίες, μέ λογοτεχνίες, μέ θέατρα, μέ στοιχήματα, μέ κουβέντες δίχως σημασία, καί μ’ ἕνα σωρό μάταια καί ψεύτικα. Σωστά ἔγραφε ὁ Βλάσιος Πασκάλ γιά τούς τέτοιους ἄθεους τοῦτα τά λόγια: «Ἀληθινά, εἶναι γιά δόξα τῆς θρησκείας τό νά ἔχει γιά ἐχθρούς της κάποιους ἀνθρώπους τόσο ἀνόητους».

           Αὐτοί οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι λένε πώς νοιώθουνε μέσα τους ἕνα σωρό ἀνησυχίες, κι ὡστόσο δέν καταλαβαίνουνε καμμιά ἐνόχληση ἀπό τήν ἀλαζονεία, ἀπό τή φιλοδοξία, ἀπό τήν ἀκολασία, μ’ ἕναν λόγο ἀπό τήν κάθε λογῆς πνευματική ἀσκήμια κι ἀκαταστασία πού φωλιάζει μέσα τους. Πῶς λοιπόν νά γυρέψουνε τό γιατρό, ἀφοῦ δέν νοιώθουνε τήν ἀρρώστειά τους; Ἡ ἀποκτήνωση τούς χαρίζει τή μακαριότητα.

           Νά, γιατί λέγω πώς ὁ σημερινός ἄνθρωπος γύρισε πάλι στή βαρβαρότητα, μέ ὅλα τά ψεύτικα στολίδια πού ἔβαλε ἀπάνω του γιά νά κρύψει τή σιχαμένη γύμνια του. Κυττάξτε ποιά πράγματα θαρρεῖ πώς τόν κάνουνε εὐτυχισμένον, γιά νά καταλάβετε τί λογῆς εὐτυχία μπορεῖ νά αἰσθάνεται. Κανένα ὕψος δέν ὑπάρχει μήτε στή χαρά του, μήτε στόν πόνο του.

           Ὅποιος δέν ἔνοιωσε τήν εἰρήνη, δέν ἔνοιωσε τή χαρά, λέγει ἕνας ἅγιος. Μά μπορεῖ νά εἰρηνέψει μιά ψυχή δίχως τήν ἐλπίδα; Καί μπορεῖ νά ὑπάρχει ἐλπίδα, ἐκεῖ πού φωλιάζει ὁ θάνατος; Ἡ μυρουδιά τοῦ θανάτου βρίσκεται μέσα στόν ἄθεο, καί κεῖνος ὁ δυστυχής θαρρεῖ πώς αὐτή ἡ βρῶμα βρίσκεται μέσα στίς ψυχές ποῦ εὐωδιάζουνε ἀπό τήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό λέγει, μέ τοῦτον τόν ἐξαίσιον τρόπο, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐμεῖς, λέγει, πού ἔχουμε τήν πίστη, εἴμαστε εὐωδία τοῦ Θεοῦ, πού εὐωδιάζουμε καί γιά τούς σωσμένους καί γιά τούς χαμένους. Καί σέ κείνους πού ἔχουνε μέσα τους τή μυρουδιά τοῦ θανάτου, μυρίζουμε θάνατο, ἐνῷ σέ κείνους πού ἔχουνε μέσα τους τή μυρουδιά τῆς ζωῆς, μυρίζουμε ζωή».

Φώτης Κόντογλου
(1895 – 1965)

           ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 152, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.

Related Posts

Ἀπό τόν βίον του Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν ΠΑΪΣΙΟΥ του Μεγάλου (ΙΟΥΝΙΟΥ ΙΘ’)

Ἀπό τόν βίον του Ὁσίου καί Θεοφόρου πατρός ἡμῶν ΠΑΪΣΙΟΥ του Μεγάλου (ΙΟΥΝΙΟΥ ΙΘ’)

            Μοναχός τις, ἁπλοῦς κατά τήν διάνοιαν, ἤτοι μαθητής του ἱεροῦ Παϊσίου, ὑπακούων καλῶς εἰς ὅλα του τά προστάγματα· μεταβαίνων δέ οὗτος μίαν φοράν εἰς τήν Αἴγυπτον, διά να πωλήσῃ ἐργόχειρον, ἀπήντησε εἰς...

Ποιά εἶναι ἡ κατάσταση τῶν κολασμένων εἰς τόν ᾅδη;  (Α’)

Ποιά εἶναι ἡ κατάσταση τῶν κολασμένων εἰς τόν ᾅδη;  (Α’)

Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ» ΜΕΛΕΤΗ  Ι' Α'  Περί τῆς μερικῆς κολάσεως ὅπου ἤδη λαμβάνουν οἱ ἁμαρτωλοί εἰς τόν ᾅδην καί α' περί τῆς δεινότητος τῆς φυλακῆς τοῦ ᾅδου.           Συλλογίσου...

Συμμετοχή τοῦ λαοῦ ἐν ταῖς Ἱ. Συνόδοις

Συμμετοχή τοῦ λαοῦ ἐν ταῖς Ἱ. Συνόδοις

† Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα θεολόγου            Εἴπομεν ἀνωτέρω, ὅτι ἡ ἱερά παρακαταθήκη τῆς κατά θείαν ἀποκάλυψιν σωζούσης ἀληθείας ἐπιστεύθη οὐχί ἀποκλειστικῶς καί μόνον εἰς τήν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ θείῳ δικαίῳ ἐγκαθιδρυμένην ἱεραρχίαν, ἀλλ’ εἰς τήν ὅλην Ἐκκλησίαν, διότι περί...

Ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς καί ὁ κόσμος τῆς ἀφθαρσίας.  Β’.

Ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς καί ὁ κόσμος τῆς ἀφθαρσίας.  Β’.

Τοῦ † Φώτη Κόντογλου            Πιό καθαρά καί πιό ἁπλᾶ δέν μποροῦσε νά παρασταθῆ ἡ ματαιότητα τούτου τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅσο τήν παρέστησε ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή τοῦ πλούσιου πού καρπίσανε τά χτήματά του καί πού ἔλεγε...