† Ἀρχιμανδρίτη π. Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου

Αὐτό θά εἶναι τό χειρότερον ἀπό ὅλα τά τρομερά τῆς Κολάσεως. Αὐτό δέν τό χωρεῖ τό μυαλό μας.
Αἰωνία ἡ Κόλασις! Ἡ Γραφή τό βεβαιώνει ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί «ἀπελεύσονται εἰς κόλασιν αἰώνιον». Ὁ Κύριος, θά διώξη μακρυά Του τούς ἁμαρτωλούς μέ τά βροντερά λόγια: «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον». Ὅπως δέ ἀναφέρει ἡ ἀποκάλυψις, ὁ ἀμετανόητος ἁμαρτωλός «Πίεται ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀκράτου καί κεκερασμένου ἐν τῷ ποτηρίῳ τῆς ὀργῆς Αὐτοῦ». Θά ποιοῦν δηλ. ἀπό τό ποτήρι τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Ἡ δέ ὀργή αὐτή εἶναι πολύ δυνατή, σάν τό παλιό καί ἁγνό κρασί.
Χρόνια ὁ καλός Θεός τήν κρατοῦσε τήν ὀργή Του καί δέν τήν ἔδιδε νά πιοῦν, μήπως καί συνέλθουν καί μετανοήσουν. Τήν ἡμέρα ὅμως τῆς Δευτέρας Παρουσίας, θά τήν πιοῦν ὅλην. Ἀλλοίμονον ὅμως! Τώρα μερικές σταγόνες πέφτουν ἀπό τό ποτήρι τῆς ὀργῆς Τοῦ στήν γῆ καί φρικιᾶ κανείς. Ἀναστατώνεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότης καί ὁ θάνατος ἀπό πολέμους ἤ ἐπιδημίες σπέρνει τή γῆ μέ ἀναρίθμητα κορμιά. Τότε ὅμως…
Τότε θ’ ἀδειάσουν τήν ὀργήν τοῦ Θεοῦ, ὡς τήν ὑστερνή της σταγόνα. Θά ἀδειάζουν συνεχῶς. Θά πίνουν ὀργή καί κατάρα καί δέν θά σώνεται. Δέν θά τελειώνη ποτέ. Ἡ τελευταία σταγών, τό κατακάθι τῆς ὀργῆς, δέν θά βρίσκεται ποτέ. «Πλήν ὁ τρυγίας αὐτοῦ οὐκ ἐξεκενώθη» προσθέτει. Τό ποτήρι δηλ. αὐτό τῆς ὀργῆς τοῦ Δικαίου Θεοῦ, θά εἶναι ἀστείρευτο. Ἡ Κόλασις αἰώνιος! Τί ἀνυπόφορον θά εἶναι αὐτό τό αἰώνιον, τό διηνεκές! Ἐάν ἐπρόκειτο νά μείνουν στήν θλιβερή αὐτή κατάστασι μερικά δισεκατομμύρια καί τρισεκατομμύρια χρόνια καί νά γυρίσουν κατόπιν πίσω νά τακτοποιηθοῦν, ἡ ζημιά δέν θά ἦτο τόσο μεγάλη. Κάποτε ἐπί τέλους ὁ πολύς αὐτός χρόνος θά περνοῦσε. Ἐξ ἄλλου ἡ ὀδύνη τῶν ἁμαρτωλῶν θά γινόταν ἐλαφρότερη ἀπό τήν ἐλπίδα, ὅτι κάποτε θά τελειώσουν τά βάσανα. Ἀλλά δυστυχῶς, δυστυχέστατα δέν ὑπάρχει τοιαύτη ἐλπίς ἐκεῖ. «Ὅσοι εἰσέρχεσθε ἐδῶ μέσα ἀφῆστε τήν ἐλπίδα», ἔγραψεν ὅπως εἴπαμε, ὁ Δάντης στήν πόρτα τῆς Κολάσεως.
Ἐλπίς! Ἄχ! Τί γλυκειά λέξις καί ἔννοια! Σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο καί ἄν πονοῦμε καί ἄν ὑποφέρωμε καί ἄν παραδέρνωμε, σάν ξύλα κάποιου ναυαγισμένου πλοίου, ἔχωμε ὅμως τήν ἐλπίδα. Αὐτή ἐλαφρώνει τό βάρος, μᾶς στερεώνει τούς ἁρμούς, σκουπίζει τά δάκρυά μας. Ἐκεῖ ὅμως εἰς τόν Ἅδην δέν ὑπάρχει ἐλπίς. Δέν ὑπάρχει τό γλυκύ καί ὡραῖον δῶρον τοῦ Θεοῦ. Τό σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας θά σκιάζη τῶν κολασμένων τήν ζωήν. «Σκότος ἐξώτερον». Ἀνατολή δέν θά φανῆ πουθενά, ποτέ. Καί τοῦτο διότι, ὅπως καί πάλιν ἡ Γραφή βεβαιώνει διά τούς καταδίκους ἐκείνους «ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς αἰῶνα τετήρεται» (Β’ Πέτρ. 2, 17).
Αἰωνία, λοιπόν, ἡ Κόλασις. Ἀλλά αὐτό εἶναι τρομερό!
Ὁ καταδικασμένος ἐδῶ εἰς ἰσόβια δεσμά ἐλπίζει ὅτι θά τοῦ δοθῆ χάρις. Ἐλπίζει ν’ ἀλλάξουν τά πράγματα, τό καθεστώς, καί νά τοῦ δοθῆ ἀμνηστεία. Ἀκόμη καί εἰς θάνατον, ἄν εἶναι καταδικασμένος, ἐλπίζει κάτι νά μεσολαβήση καί νά μήν ἐκτελεσθῆ, ὅπως δέν ἐξετελέσθησαν στήν ἐποχή μας τόσοι καί τόσοι, πού ἦσαν καταδικασμένοι εἰς θάνατον ἅπαξ καί δίς καί τρίς καί δεκάκις. Ἔπειτα ὁ ἄρρωστος, πού θερίζεται ἀπό τούς πόνους ἀνιάτου ἀσθενείας, ἐλπίζει νά εὑρεθῆ φάρμακον καί νά θεραπευθῆ. Ὁ αἰχμάλωτος, ἐλπίζει νά ἐλευθερωθῆ. Ἀλλά οἱ δυστυχεῖς ἐκεῖνοι κατάδικοι τῆς αἰωνίου Κολάσεως, δέν θά ἔχουν τοιαύτην ἐλπίδα. Δέν ὑπάρχει ἐκεῖ ἐφετεῖον καί συμβούλιον χαρίτων. Ἡ ἀπόφασις θά εἶναι τελεσίδικος καί ἀμετάκλητος. Ἡ πόρτα τῆς Κολάσεως θά κλειδωθῆ καί τά κλειδιά θά πεταχθοῦν εἰς τήν ἄβυσσον, διά νά μήν ξαναβρεθοῦν, ποτέ, ποτέ, ποτέ….
Τί τρομερόν νά εἶναι τά βάσανα ἐκεῖνα αἰώνια καί ἀτελείωτα! Αὐτό, ἀναγνῶστα, ὅταν τό καλοσκεφθῆ κανείς ὁ νοῦς του ἰλιγγιᾶ. Πάει νά σαλέψη τό μυαλό του. Δέν μποροῦμε βεβαίως τώρα, πού εἴμαστε πεπερασμένοι, νά νιώσωμε τί σημαίνει αἰώνιος Κόλασις. Δέν μπορεῖ νά χωρέση τό πεπερασμένο μυαλουδάκι μας, ὅτι ἡ παναθλία ἐκείνη ζωή καί τά βάσανα τῆς Κολάσεως θά διαρκοῦν ἐπ’ ἄπειρον καί δέν θά τελειώνουν ποτέ. Ἄς φέρωμεν ὅμως ἕνα παράδειγμα, διά νά τό ἐννοήσωμεν κάπως: Ὑποθέσατε, ὅτι ὅλο τό νερό ὅλων τῶν πηγῶν, τῶν ποταμῶν, τῶν λιμνῶν, τῶν θαλασσῶν, καί τῶν ὠκεανῶν συγκεντρώνεται εἰς ἕνα τεράστιον καί ἀπέραντον ὠκεανόν καί ὅτι δέν ἐξατμίζεται καθ’ ὁλοκληρίαν. Ὑποθέσατε ἀκόμη ὅτι ἕνα μυστηριῶδες πτηνόν ἔρχεται κάθε χίλια χρόνια – ὄχι ἐνωρίτερον – καί πίνει μόνον μιά σταγόνα, – ὄχι περισσότερον – ἀπό τό νερό ἐκεῖνο. Τί φαντάζεσθε; Θά σωθῆ ποτέ τό νερό αὐτό; Μάλιστα ἀγαπητέ. Θά σωθῆ! Δέν ξέρω ἔπειτα ἀπό πόσα ἑκατομμύρια χρόνια καί δισεκατομμύρια καί τρισεκατομμύρια καί πολυεκατομμύρια αἰῶνες θά φθάση στιγμή, πού τό φανταστικό αὐτό πουλί θά ἔλθη, γιά νά πάρη καί τήν τελευταία σταγόνα τοῦ νεροῦ. Ἀλλ’ ἐκείνη ἡ βασανισμένη ζωή τῶν καταδίκων ἐκείνων, δέν θά τελειώση ποτέ, ποτέ… «Καί ὁ καπνός τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν εἰς αἰῶνας αἰώνων ἀναβαίνει καί οὐκ ἔχουσιν ἀνάπαυσιν ἡμέρας καί νυκτός». «Καί ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς Κόλασιν αἰώνιον»…
Αἰωνία, λοιπόν, θά εἶναι ἡ Κόλασις.
Εἶδες, ἀναγνῶστα, πῶς εἶναι ἡ Κόλασις; Εἶναι ἀφαντάστως χειρότερη καί φρικτότερη ἀπό ὅ,τι τήν φανταζόμεθα. Καί τοῦτο, διότι τά βάσανα ἐκεῖνα θά εἶναι αὐτά καθ’ ἑαυτά ἀφάνταστα ἀσύλληπτα. Ἐξ ἄλλου ὁ κολασμένος θ’ ἀποξενωθῆ τελείως ἀπό τόν στοργικόν πατέρα του, τόν Παντοδύναμον καί Πανάγαθον Θεόν καί θά εἶναι ἀναγκασμένος νά συγκατοικῆ καί νά συζῆ μέ τά πονηρά πνεύματα, τούς δαίμονες. Τό χείριστον εἶναι, ὅτι τά βάσανα ἐκεῖνα τῆς Κολάσεως θά εἶναι αἰώνια, χωρίς νά τελειώνουν ποτέ, ποτέ…
Καί δυστυχῶς ἐμεῖς τά παίρνομε τόσον ἐπιπολαίως τά πράγματα. Δέν σκεπτόμεθα καθόλου, ὅτι ἐπίκειται ὁ τρομακτικός αὐτός κίνδυνος καί γιά μᾶς, ὥστε νά λάβωμε τά μέτρα μας.

1910 – 1982
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου «ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΑΣΙΣ». σελ. 54. ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ».
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




